Η προσπάθεια, που άρχισε ήδη, για την ενοποίηση του κεντρώου (κεντροαριστερού ή σοσιαλδημοκρατικού ή όπως αλλιώς τον αποκαλούν) χώρου είναι εξ αντικειμένου δύσκολη για λόγους εσωτερικούς (πολλά κόμματα και κομματίδια, πολλοί υποψήφιοι αρχηγοί και αρχηγίσκοι, πρόσωπα που δεν θέλουν την ενοποίηση κ.ά). Επιπλέον, υπάρχουν και εξωτερικοί παράγοντες, που την κάνουν δυσκολότερη (π.χ. η πόλωση μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ κ.ά.).
Παρόλα αυτά, η προσπάθεια πρέπει να γίνει, είναι μονόδρομος. Και όσοι, κυρίως εκ των έσω, εφευρίσκουν διάφορα προσχήματα για να την υπονομεύσουν απλώς παίζουν έναν (ιδιοτελή) ρόλο, ο οποίος εξυπηρετεί μόνο αλλότριες επιδιώξεις.
Η ανάγκη για ενοποίηση αυτού του -κάποτε μεγάλου και πλειοψηφικού- χώρου, όπως εκφράστηκε στη Μεταπολίτευση από το ΠΑΣΟΚ, φαίνεται και από την ανησυχία που επικρατεί στα δύο μεγαλύτερα σήμερα κόμματα. Είναι ολοφάνερη στον ΣΥΡΙΖΑ, στη ΝΔ είναι περισσότερο προσεκτικοί και δεν την εκδηλώνουν. Η ανησυχία αυτή είναι εύλογη. Αν η ενοποίηση του κεντρώου χώρου επιτευχθεί, το σημερινό, παγιωμένο εν πολλοίς, πολιτικό σκηνικό θα αλλάξει:
Πρώτον, ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ δεν θα παίζει μόνος στον ευρύ αυτό χώρο. Οι ψηφοφόροι, που το 2015 τον οδήγησαν στο 36% και στη συνέχεια απογοητεύθηκαν, θα έχουν μια εναλλακτική μπροστά τους. Στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζουν καλά ότι οι ψηφοφόροι αυτοί είναι «δανεικοί» και θα χρειαστεί υπερπροσπάθεια για να τους κρατήσουν. Τα πράγματα θα δυσκολέψουν πολύ αν απέναντί τους έχουν ένα ενοποιημένο κόμμα με νέα, αναβαπτισμένη, ηγεσία και όχι το σημερινό σκορποχώρι. Ευλόγως, λοιπόν, ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ ανησυχούν ήδη. Και αυτό αποτυπώνεται στις επιθέσεις, λοιδορίες και νουθεσίες στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ και φιλικών τους μέσων ενημέρωσης, παλαιών και όψιμων «αριστερών». Ολοι αυτοί θα ανησυχήσουν περισσότερο, αν εκεί κατά το τέλος του χρόνου το νέο κόμμα έχει συγκροτηθεί και οι δημοσκοπήσεις καταγράψουν (όχι τα σημερινά λυμφατικά, αλλά) διψήφια ποσοστά.
Δεύτερον, ανησυχεί και η ΝΔ. Διότι γνωρίζει ότι, αν το νέο κόμμα συγκροτηθεί, δεν θα είναι η ίδια ο μόνος υποδοχέας της δυσαρεστημένης ψήφου. Οι ψηφοφόροι που φεύγουν από τον ΣΥΡΙΖΑ θα έχουν και άλλη λύση.
Αυτά για τους άλλους. Επί του παρόντος σημασία έχει αυτό που κάνουν οι του κεντρώου χώρου. Αυτοί πρέπει, πρώτον, να φτάσουν έως το τέλος, τιθασεύοντας μικροεγωϊσμούς και μικρομεγαλισμούς, εσωτερικές αντιπαραθέσεις και υπονομεύσεις. Και, δεύτερον, να αγνοήσουν κάποιες, δήθεν, ανησυχίες, για το «πώς γίνεται πρώτα να εκλέγεται ο αρχηγός και μετά να συγκροτείται το κόμμα». Επειδή δεν βρισκόμαστε στο 1974 και δεν υπάρχει ο αρχηγός-καταλύτης (όπως τότε ο Ανδρέας Παπανδρέου), τη λύση θα δώσουν όσοι ενδιαφέρονται για το εγχείρημα και θα πάνε στις κάλπες για την εκλογή του (της) νέου αρχηγού. Εκεί θα φανεί, σε πρώτη φάση, αν η προσπάθεια θα έχει μέλλον. Αν ψηφίσουν πολλοί, τα πράγματα θα αλλάξουν και οι δύο μεγαλύτεροι παίκτες, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, θα ανησυχήσουν περισσότερο.
Η συνέχεια θα ανήκει στο νέο κόμμα και στην ηγεσία του. Η οποία θα κληθεί να αποδείξει ότι μπορεί να αξιοποιήσει την πείρα, την μετριοπάθεια και την υπευθυνότητα που υπάρχουν σ΄ αυτόν το χώρο. Και να τις παρατάξει απέναντι σε μια, διαφαινόμενη ήδη, εκτός ορίων σύγκρουση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ.
Τα υπόλοιπα θα τα αποφασίσουν οι ψηφοφόροι στις εθνικές εκλογές, όταν έρθει η ώρα.