Απόψεις

Ποια Τουρκία θέλουμε;

Στην Αθήνα γνωρίζουν ότι, ανεξαρτήτως νικητή, αυτό που πρέπει να προκύψει από τις τουρκικές εκλογές είναι ένα «καθαρό» αποτέλεσμα, το οποίο θα αναγνωριστεί πάραυτα από τον ηττημένο, ώστε η χώρα να προχωρήσει με ομαλότητα. Δεν είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας μια ασταθής Τουρκία. Οπως δεν είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας μια αντιδυτική Τουρκία
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος

Ο κύβος ερρίφθη. Η Τουρκία πάει στις κάλπες, στις 14 Μαΐου – σχεδόν παραλλήλως με τις ελληνικές εκλογές. Οπως έχει επισημανθεί, αυτή η ημερολογιακή συνταύτιση κατευνάζει σε ένα βαθμό τις ανησυχίες της Αθήνας περί μεταφοράς της έντασης στο πεδίο κατά τη διάρκεια των ημερών που το πολιτικό σύστημα θα αναζητεί συγκλίσεις για να κυβερνηθεί η χώρα. Αρκεί όμως αυτό; Η Τουρκία φαίνεται ότι βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε ένα ιδιότυπο μεταίχμιο και η επόμενη –μετεκλογική– μέρα μοιάζει δύσκολο να χαρτογραφηθεί. Σε τέτοιο βαθμό, που η καίρια ερώτηση «ποια Τουρκία θέλουμε;» δεν έχει ξεκάθαρη απάντηση.

Είναι αυταπόδεικτο ότι ο πολιτικός χρόνος εντός μιας προεκλογικής εκστρατείας που θα διαρκέσει για περισσότερους από τρεις μήνες είναι εξαιρετικά πυκνός. Ειδικά όταν το διάστημα αυτό αφορά τη σύγχρονη Τουρκία, τα μεγέθη διαστέλλονται ακόμα περισσότερο. Και καθώς η ατμόσφαιρα μεταξύ του Ερντογάν και της αντιπολίτευσης –άρα και των υποστηρικτών τους– είναι κάτι παραπάνω από συγκρουσιακή, είναι βέβαιο ότι οι ημέρες μέχρι τον Μάιο υποκρύπτουν απρόοπτα, αλλά και κατευθυνόμενα γεγονότα. Αυτά, όμως, θα αφορούν το εσωτερικό της Τουρκίας.

Η αναθεωρητική ρητορική έναντι της Ελλάδας θα διατηρηθεί ή και θα κλιμακωθεί –η ανθελληνική πυγμή άλλωστε είναι πολιτικό προαπαιτούμενο στη γείτονα– είναι όμως εξαιρετικά δύσκολο να μετουσιωθεί σε πράξη. Δεν είναι εποχή για μεγάλα ρίσκα. Ο τούρκος πρόεδρος έχει πλέον εμπλακεί σε έναν αγώνα επιβίωσης και βρίσκεται αντιμέτωπος μ’ ένα σωρό άλλα προβλήματα, με μεγαλύτερο όλων την κατάσταση της οικονομίας. Η δημιουργία μιας νέας δυναμικής επιχειρηματικής τάξης και η ραγδαία μεγέθυνση των δεικτών ανάπτυξης οδήγησαν τον Ερντογάν στην εξουσία. Είναι αυτά ακριβώς τα μεγέθη τα οποία τώρα φοβάται μην του γυρίσουν μπούμερανγκ και τον αποτελειώσουν.

Κανείς, βέβαια, δεν μπορεί να αρνηθεί ότι τα εθνικά θέματα και η διεθνής θέση της Τουρκίας θα είναι ένα από τα βασικά κεφάλαια της προεκλογικής αντιπαράθεσης. Ενα πεδίο, άλλωστε, στο οποίο ο Ερντογάν θεωρεί ότι υπερέχει των αντιπάλων του. Μαζί και τα ζητήματα ταυτότητας. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022 –στα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή– ο τούρκος πρόεδρος εργαλειοποίησε συστηματικά την Ιστορία, ταυτίζοντας την Ελλάδα με τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων που επιχείρησαν να διαμελίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επαναπλαισίωσε όμως το εν λόγω αφήγημα, μεταφέροντάς το στην τρέχουσα συγκυρία.

«Οι Ελληνες είναι όργανα των Αμερικανών», οι οποίοι φτιάχνουν βάσεις λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από το έδαφος της Τουρκίας, θέτοντας εν αμφιβόλω την ασφάλεια της χώρας. Γι’ αυτό κι εμείς «θα τους πετάξουμε στη θάλασσα, όπως κάναμε στη Σμύρνη». Αυτό είναι το προεδρικό αφήγημα. Μαζί με τον τουρκικό ανθελληνισμό έκανε ξανά την εμφάνιση του το διαχρονικό αντιαμερικανικό αίσθημα, το οποίο διογκώνεται σταδιακά, με μαγιά το εξοπλιστικό ζήτημα. Αμφότερα έγιναν ο κοινός παρονομαστής του ερντογανικού εθνικισμού, με τον τούρκο πρόεδρο να πιστεύει ότι μπορεί δι’ αυτής της οδού να ενεργοποιήσει τα αντίστοιχα αντανακλαστικά των ψηφοφόρων.

Πολλοί λένε ότι, αν επανεκλεγεί ο Ερντογάν, οι τόνοι κατά της Ελλάδας θα πέσουν κι ενδεχομένως οι δύο πλευρές να επανέλθουν στο τραπέζι του διαλόγου – εν πρώτοις, φυσικά, σε επίπεδο διερευνητικών επαφών. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, η έξαρση του τουρκικού αναθεωρητισμού στοχεύει στη συσπείρωση του εσωτερικού ακροατηρίου και κλιμακώνεται αναλόγως των έτερων προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο τούρκος πρόεδρος. Κοινώς, πρόκειται για μια προσπάθεια αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης.

Τα πράγματα, όμως, είναι κάπως διαφορετικά. Η επεκτακτική διάθεση της Τουρκίας δεν είναι ένα παροδικό φαινόμενο. Ο αναθεωρητισμός αποτελεί κεντρική στρατηγική επιλογή της Αγκυρας και στοχεύει στην επέκταση των τουρκικών συνόρων, είτε δια της διπλωματικής, είτε δια της πολεμικής οδού. Πεδία εφαρμογής είναι η Συρία, είναι η Ανατολική Μεσόγειος, είναι το Αιγαίο, είναι και τα Κατεχόμενα στην Κύπρο. Αντιστοίχως, οχήματα εφαρμογής είναι ο τουρκικός στρατός, το τουρκολιβυκό μνημόνιο, η αμφισβήτηση της κυριαρχίας ελληνικών νησιών και η επιχείρηση αναβάθμισης της διεθνούς υπόστασης του ψευδοκράτους.

Και στα τέσσερα αυτά «μέτωπα» οι Τούρκοι κρατάνε το παιχνίδι απολύτως ανοικτό – κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει σε περίπτωση νίκης του Ερντογάν στις εκλογές. Αντιθέτως, μάλιστα, ο Ερντογάν έχει υποσχεθεί ότι έως τον Οκτώβριο του 2023, όταν η Τουρκία θα γιορτάζει τα 100 χρόνια από την ίδρυση της Δημοκρατίας, «θα αποτινάξει τα δεσμά της Λωζάνης». Αλλωστε, η Συνθήκη του 1923 έχει πια ταυτοτικές επεκτάσεις για την πλειοψηφία των Τούρκων. Είτε ισλαμιστές, είτε κεμαλικοί, είτε υποστηρικτές του ερντογανικού ισλαμο-εθνικιστικού κράματος, οι γείτονες βλέπουν τη γενέθλια πράξη της σύγχρονης Τουρκίας ως την ταφόπλακα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτής, δηλαδή, που επιχειρεί συστηματικά, έστω σε επίπεδο συμβόλων, να ανασυστήσει ο Ερντογάν.

Μπορούν οι έξι της αντιπολίτευσης να τοποθετήσουν στο περιθώριο το αναθεωρητικό αφήγημα του τούρκου προέδρου; Η πιο σωστή ερώτηση θα ήταν, αν θέλουν να το κάνουν. Και η απάντηση είναι, όχι, δεν θέλουν. Τόσο το κεμαλικό CHP όσο και το εθνικιστικό «Καλό Κόμμα», όπως επίσης και οι αποσχισθέντες από το ερντογανικό ΑΚΡ, Νταβούτογλου και Μπαμπατζάν, έχουν στον πυρήνα της ιδεολογίας τους τον εθνικισμό. Πιστεύουν ότι τα ελληνικά νησιά δεν έχουν κυριαρχικά δικαιώματα πέραν των χωρικών υδάτων τους στα 6 ναυτικά μίλια. Ισχυρίζονται ότι η Ελλάδα παραβιάζει τη Συνθήκη της Λωζάννης στρατιωτικοποιώντας το Αιγαίο, άρα η Τουρκία νομιμοποιείται να αμφισβητεί ευθέως την ελληνική εθνική κυριαρχία. Είναι οι ίδιοι που επανειλημμένως έχουν καλέσει τον Ερντογάν να αφήσει τα λόγια και να περάσει στην πράξη, υποδεικνύοντάς του να καταλάβει τα 18, παλαιόθεν γκριζαρισμένα, νησιά. Πιστεύουν ότι η Ελλάδα δρα με στόχο να καταστήσει το Αιγαίο «ελληνική λίμνη» και στηρίζουν χωρίς δεύτερες σκέψεις το casus belli. Κανείς δεν βγήκε να αμφισβητήσει ευθέως το νομικό τερατούργημα που αποκαλείται τουρκολιβυκό μνημόνιο.

Με λίγα λόγια, και παρά τα όσα ωραία ακούσαμε από τον Ιμάμογλου να λέει στην Αθήνα, οι βασικοί πυλώνες της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής έναντι της Ελλάδας δεν πρόκειται να αλλάξουν, ακόμα κι αν χάσει ο Ερντογάν. Ούτως ή άλλως, ο ταλαντούχος δήμαρχος δεν θα είναι αυτός που θα σταθεί στην απέναντι του τούρκου προέδρου κάλπη. Οπως όλα δείχνουν, υποψήφιος πρόεδρος θα είναι ο επικεφαλής του CHP, Κεμάλ Κιλιντσάρογλου, εκπρόσωπος του σκληρού κεμαλικού κατεστημένου – περισσότερο προσανατολισμένος προς τις ευρωπαϊκές αξίες, αλλά σε εξίσου σκληρή γραμμή κατά της Ελλάδας.

Αυτό, όμως, που έχει περισσότερη σημασία είναι ότι η έλλειψη πολιτικής και ιδεολογικής συνοχής στην αντιπολίτευση θα μπορούσε να καταστήσει μια ενδεχόμενη νίκη της ακόμα και παράγοντα κινδύνου για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Κατά την παλιά καλή πρακτική στην Τουρκία, δεν υπάρχει καλύτερη συγκολλητική ουσία για έναν ετερόκλητο κυβερνητικό συνασπισμό από ένα θερμό επεισόδιο ή έστω από μια μεθοδευμένη εξαγωγή της κρίσης προς δυσμάς. Σε τέτοιου είδους εξισώσεις καίριος παράγοντας είναι πάντα και ο στρατός. Η ύπαρξη μιας νέας κυβέρνησης στην Τουρκία αφήνει –θέλοντας και μη– χώρο στις Ενοπλες Δυνάμεις να επανακαταθέσουν τα διαπιστευτήριά τους προς κάθε ενδιαφερόμενο.

Ενα άλλο κομβικό ζήτημα που θα προκύψει όταν κλείσουν οι τουρκικές κάλπες είναι η διαμόρφωση των διεθνών σχέσεων της νέας εξουσίας. Θα παραμείνει ανοικτό το ρήγμα στις σχέσεις του Ερντογάν με τη δυτική συμμαχία σε περίπτωση που είναι αυτός ο νικητής; Φαίνεται βέβαιο ότι έως τις 14 Μάϊου Άγκυρα και Ουάσινγκτον δεν θα έχουν γεφυρώσει τις διαφορές τους, κυρίως όσον αφορά τη διαπραγμάτευση περί της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ και τον εκσυγχρονισμό των F-16. Αν όμως ο τούρκος πρόεδρος ανανεώσει τη θητεία του, τότε οι Αμερικανοί θα επιχειρήσουν να φέρουν την Αγκυρα στον συμμαχικό δρόμο. Οσο πλησιάζουμε στην τελική διευθέτηση του ρωσο-ουκρανικού, τόσο η Ουάσινγκτον θα επιδιώκει πάση θυσία να επιβεβαιώσει τη θέση της Τουρκίας ως ενός εκ των ισχυρών πυλώνων της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ.

Καλώς ή κακώς, η γείτονα είναι αυτό που λέγεται «to big to fail» – να βρεθεί δηλαδή εκτός Δυτικής επιρροής. Αντιστοίχως, προκύπτει και το ερώτημα τι θα κάνει η αντιπολίτευση όσον αφορά τις σχέσεις με τη Μόσχα. Είναι εύκολο να διαρρήξει δια μιας τις επαφές με μια χώρα, που εκτός όλων των άλλων, αυτή τη στιγμή «τρέχει» τη μεγαλύτερη επένδυση επί τουρκικού εδάφους, δηλαδή το πυρηνικό εργοστάσιο στο Ακούγιου; Αλλά και αντιστρόφως: Διαθέτει η αμερικανική διπλωματία τα παλιά της ερείσματα στον κεμαλικό πολιτικό χώρο;

Στην Αθήνα γνωρίζουν ότι ανεξαρτήτως νικητή, αυτό που πρέπει να προκύψει από τις τουρκικές εκλογές είναι ένα «καθαρό» αποτέλεσμα, το οποίο θα αναγνωριστεί πάραυτα από τον ηττημένο, ώστε η χώρα να προχωρήσει με ομαλότητα είτε στην ανανέωση της εξουσίας του Ερντογάν, είτε στην πολιτική μετάβαση, η οποία δεν θα αφορά μόνο τις αλλαγές στον προεδρικό θώκο και στις υπουργικές θέσεις, αλλά θα καταλήξει σε αλλαγή πολιτεύματος. Αυτό τουλάχιστον προωθεί η σημερινή αντιπολίτευση. Δεν είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας μια ασταθής Τουρκία. Οπως δεν είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας μια αντιδυτική Τουρκία.

Αν κανείς ρωτήσει ακόμα και τους πλέον έμπειρους διπλωμάτες για το ποιος θα προτιμούσαν να κερδίσει στις τουρκικές εκλογές, δύσκολα θα πάρει απάντηση, καθώς η κατάσταση μοιάζει με δίκοπο μαχαίρι. Αυτό που ακούγεται όλο και συχνότερα είναι το εξής: «Ανάμεσα σε έναν δαίμονα που γνωρίζω και έναν που δεν γνωρίζω, προτιμώ τον πρώτο».