Η Βανέσα Ρεντγκρέιβ δεν έχει ανάγκη από συστάσεις. Σιγά μην περίμεναν από εμένα οι αναγνώστες του Protagon να τους τη «γνωρίσω». Επιτρέψτε μου όμως να σας συστήσω την κυρία δίπλα της. Ονομάζεται Μιμή Ντενίση. Αν δεν την έχετε δει στο θέατρο, θα την έχετε πετύχει σε κάποιο σήριαλ. Θα την έχει πάρει το μάτι σας σε κάποιο εξώφυλλο. Κι αν δεν πέφτει το μάτι σας ούτε σε περιοδικά, ούτε σε φωτογραφίες, θα την ξέρετε από τις εκατοντάδες σατιρικές αναφορές που κάνει στο πρόσωπό της ο δημοφιλής κωμικός Λάκης Λαζόπουλος. Κι αν ούτε Λαζόπουλο βλεπετε, δεν μπορεί, κάτι θα έχει πάρει το αυτί σας από τα σπαρταριστά ανέκδοτα που έχουν κυκλοφορήσει σχετικά με το υποκριτικό της χάρισμα -ή, για να ακριβολογούμε, την ανεκδοτολογικού τύπου έλλειψή του.
Πράγματι, ξέρετε τη Μιμή Ντενίση. Το πιθανότερο όμως είναι ότι δεν την γνωρίζετε. Καθόλου, όμως…
Η αλήθεια είναι ότι και προσωπικώς, ελάχιστα πράγματα ξέρω για τη «Μιμή», (των δικών της ανθρώπων). Ούτε φίλη της είμαι, ούτε συνεργαστήκαμε ποτέ, ούτε είχαμε κάποια ιδιαίτερη σχέση, εκτός, βεβαίως, κάποιων κοινωνικών συναναστροφών. Η μεταξύ μας γνωριμία έχει κυρίως περιοριστεί στα σύντομα χρονικά διαστήματα που απαιτούνται για να ολοκληρωθεί μια συνέντευξη. Μόνο που σαιζόν με σαιζόν, με κάτι ράδια, κάτι τηλεοράσεις, εφημερίδες, κάτι περιοδικά από τα οποία βιοπορίστηκα κατά καιρούς, πέρασαν πάνω από τρεις δεκαετίες. Κάπου μέσα στα χρόνια εξατμίστηκε ο πληθυντικός, σε επόμενη φάση τα τυπικά ραντεβού μας μετακόμισαν από τα θέατρα και τα γραφεία, στo home office που διατηρεί η ηθοποιός και επιχειρηματίας στο σπίτι της. Παλιά περάσαμε και λίγες μέρες παρέα, βλέποντας αποκλειστικά παραστάσεις στο Λονδίνο. Ως εκεί.
Από την πρώτη κιόλας, άντε τη δεύτερη «συνεντευξιακού τύπου» συνάντησή μας, τη ρώτησα ευθέως τι ληγμένα χάπια πίνουν οι πολιτικοί μας και δεν την κάνουν αμέσως, τώρα, ΧΤΕΣ, υπουργό Πολιτισμού. Ασχέτως κόμματος, παράταξης ή «σχεδίου», λες και υπήρχε ποτέ στη χώρα μας κανένα «σχέδιο» για τον πολιτισμό, που να το… χαλάει η επιλογή της Ντενίση στο τιμόνι.
Σε όλη αυτή τη διαδρομή, η Μιμή Ντενίση, όχι μόνο γνώρισε (από την καλή και την ανάποδη) τους νόμους της θεατρικής αγοράς, τόσο στην ελληνική, όσο στην παγκόσμια σκηνή, αλλά στην πορεία «κέρδισε» το σεβασμό, τη φιλία και την εμπιστοσύνη ιερών τεράτων της τέχνης με τους οποίους πλέον συνδιαλέγεται επί ίσοις όροις…
Η κυρία είναι οργανωμένο αρρωστάκι με τον θεατρικό πολιτισμό. Εχει πρόβλημα το κορίτσι, πάει και τέλειωσε. Δεν υπάρχει έργο του κλασσικού, μοντέρνου και πειραματικού ρεπερτορίου διεθνώς που να μην έχει εξονυχιστικά μελετήσει (σας λέω, μιλάμε για κάλο πρώτου μεγέθους). Δεν ανεβαίνει παράσταση στο εξωτερικό που να ακουστεί ως αξιόλογη και ενδιαφέρουσα και να μην τραβολογηθεί να την παρακολουθήσει. Δεν τολμάει να γράψει ένας ενδιαφέρων συγγραφέας, απανταχού της Γης, μια νέα δουλειά και το έργο βρίσκεται στο γραφείο της Μιμής όχι πριν παιχτεί, αλλά πριν ακόμα στεγνώσει το μελάνι στο πρίντερ του δημιουργού του. Κι αυτό συμβαίνει με τα θεατρικά δημιουργήματα που δεν… την αφορούν προσωπικά. Διότι όταν η Ντενίση «λοκάρει» σε έργο που θέλει να ανεβάσει, είτε σκοπεύει να το γράψει η ίδια, είτε να το διασκευάσει, είτε να το μεταφράσει, δεν υπάρχει σωσμός. Αν είναι δικό της, θα στρωθεί να το ερευνήσει, να το προχειρο- γράψει, να το ξαναγράψει, να το σκίσει και να το ματα-ξανα-γράψει, μέχρι να την πλακώσουν τα ντουβάρια της Μαλεσίνας ή όπου τέλος πάντων πάει και κλείνεται να δουλέψει. Αν είναι αλλουνού, θα διαβάσει το κείμενο, σε δυο τρεις γλώσσες και σε όλες του τις γνωστές διασκευές, τουλάχιστον καμία εκατοστή φορές. Θα κυνηγήσει σαν λαγωνικό τον συγγραφέα, τον παραγωγό, τον γκόμενο του νονού της δισέγγονης του -εδώ και χρόνια συχωρεμένου συγγραφέως, αν πρόκειται για μακαρίτη ή τον ίδιο τον συγγραφέα, αν βρίσκεται, ο δυστυχής, εν ζωή. Εν συνεχεία, θα του ψήσει το ψάρι στα χείλη, επίμονη, στοχοπροσηλωμένη σε βαθμό φοβιστικό, μέχρι να αποσπάσει τα δικαιώματα της παραγωγής. Που δεν θα την ανεβάσει αμέσως -το καλό πράμα αργεί να γίνει- άλλωστε, το πρόγραμμά της είναι, κατά δική της ομολογία, πέντε χρόνια μπροστά.
«Τι εννοείς μιούζικαλ;», την είχα ρωτήσει τραυλίζοντας, όταν ανακοίνωσε την πρώτη της τύπου «Μπρόντγουεϊ» (το αμερικάνικο, όχι τη στοά) έργο. «Αφού δεν τραγουδάς!»
«Και ποιος το λέει ότι δεν τραγουδάω; Σπουδάζω κλασσικό τραγούδι εδώ και πέντε χρόνια», μου εξήγησε με το φυσικότερο ύφος του κόσμου. Άπαξ και λόκαρε στο στόχο των Ρότζερς-Χάμερσταϊν («Ο Βασιλιάς κι Εγώ»), έστω κι αν θα περνούσαν χρόνια μέχρι να καταφέρει να τον κάνει παράσταση, συνυπολόγισε αυτόματα τις μουσικές προδιαγραφές του ρόλου της και τις ενέταξε, απλώς, ως μάθημα στο καθημερινό της πρόγραμμα. (Εν τέλει, ατυχώς, δεν τραγούδησε επιτυχώς).
Οι απαιτητικές μουσικές παραστάσεις στις οποίες δεν απόλαυσε την καλλιτεχνική καταξίωση, δεν ήταν οι μόνες. Συμμετείχε και σε άλλες παραγωγές που συζητήθηκαν-όχι πάντα για τους σωστούς λόγους, αλλά πρωταγωνίστησε επίσης σε παραστάσεις τόσο θριαμβευτικές εισπρακτικά, που μόνο ως ψυχρή επιχειρηματική δραστηριότητα να τις υπολογίσεις, σε πιάνει ίλιγγος από το εξτρέμ της επιτυχίας.
Σε όλη αυτή τη διαδρομή, η Μιμή Ντενίση, όχι μόνο γνώρισε (από την καλή και την ανάποδη) τους νόμους της θεατρικής αγοράς, τόσο στην ελληνική, όσο στην παγκόσμια σκηνή, αλλά στην πορεία «κέρδισε» το σεβασμό, τη φιλία και την εμπιστοσύνη ιερών τεράτων της τέχνης με τους οποίους πλέον συνδιαλέγεται επί ίσοις όροις… Οι γνώσεις της, η μελέτη της, ο άνετος χειρισμός της αγγλικής γλώσσας -και η εξαιρετική γνώση των ελληνικών που έχει καλλιεργήσει, η φυσική της εντυπωσιακή παρουσία, σε συνδυασμό με το πραγματικό πάθος της για τη θεατρική τέχνη, κάμπτουν ακόμα και τους πιο δύσπιστους, απόμακρους και τους πιο (δικαιολογημένα) σνόμπ γίγαντες του διεθνούς θεατρικού γίγνεσθαι.
Η ίδια, παρουσιάζεται πάντα φροντισμένη σε εμφάνιση και τρόπους, πάντα σχολαστικά διαβασμένη, απολύτως οργανωμένη, με σχέδιο, οργανόγραμμα, δρόμο, τρόπο και αποτέλεσμα. Βάλτο τώρα αυτό στον εκρηκτικό κόσμο του θεάτρου, με τα εκρηκτικά ταπεραμέντα, τις απρόβλεπτες εξελίξεις, τους δεκάδες διαφορετικούς επαγγελματίες όλων των ειδικοτήτων, από ηθοποιούς και σκηνοθέτες πρώτου βεληνεκούς, ως φωτιστές, φροντιστές και μοδίστρες και έχετε μια εικόνα της Μιμής Ντενίση ως… σιδηράς κυρίας του μάνατζμεντ. Το σταυρό τους να κάνουν άλλοι κλάδοι, που δεν άνοιξε άλλες επιχειρήσεις και έμεινε προσηλωμένη στο θέατρο… Θα είχαν κλείσει πολλά μαγαζιά!
Κάτι άλλο που επίσης γνωρίζω, είναι ότι η κυρία Ντενίση διαθέτει στο μικρό κομψό, μανικιουρισμένο της δαχτυλάκι, μεγαλύτερη καπατσοσύνη, ευελιξία, καλλιέργεια και λατρεία για τη χώρα μας, απ’ όσο ο πιο πολυθρονάτος κύριος (ή Κυρία) Πολιτισμού που πέρασε ποτέ από τους θώκους των πολιτικών διακυβερνήσεων -από τη Μελίνα και μετά. Και είναι και τζόρας- δεν συγχωρεί την αργοπορία, την κλαψομουνιά, οσμίζεται την εκμετάλλευση και τα γλυφτρέξ στοιχεία από μίλια μακριά. Δεν τα απορρίπτει πάντα, ενίοτε τα χρησιμοποιεί κατά τα συμφέροντα. Δεν είναι το θέμα μου η υποκριτική τέχνη της. Οφείλω όμως να επιμείνω ότι η Μιμή Ντενίση είναι ανυπέρβλητη στην λεγόμενη «τέχνη του εφικτού». Αν δεν κάνω λάθος, αυτό ακριβώς είναι η πολιτική και μάλιστα σε ηγετικό επίπεδο.
«Πότε θα σε κάνουν επιτέλους υπουργό Πολιτισμού;» είναι το «αστείο» μας, όποτε τη συναντώ. Ή μάλλον, το αστείο (της) αφού εγώ δεν γελάω. Το εννοώ αυτό που λέω, ενθέρμως και απολύτως. Εκείνη το ακούει και ξεκαρδίζεται. Όχι επειδή δεν το έχει σκεφτεί, (για τη Ντενίση μιλάμε, συγκεντρωθείτε, ΟΛΑ τα έχει σκεφτεί, έχει οχταπύρνηνο επεξεργαστή στη θέση του μυαλού), αλλά… ακριβώς επειδή της έχει περάσει η σκέψη. Εξ ου και ξεκαρδίζεται. «Άντε, γίνε Πρωθυπουργίνα, να με κάνεις εσύ», μου λέει.
Πίσω στη Βανέσα Ρεντγκρέιβ τώρα, ελπίζοντας στην αποκατάσταση μιας -κάποιας- αλήθειας.
Ήρθε το ιερόν τέρας στην Αθήνα. Κατόπιν προσκλήσεως, αφού η παρουσία της σαφώς θα ενίσχυε το παγκόσμιο ενδιαφέρον για την προσφυγική τραγωδία. Την κάλεσαν εδώ δύο στενοί της φίλοι, ο παγκοσμίου φήμης θεατρικός συγγραφέας Μάρτιν Σέρμαν και η αυτοκόλλητη Ελληνίδα φίλη του (τους θυμάμαι και τους δύο από σχεδόν πιτσιρικάδες, τόσο διαφορετικοί, τόσο αταίριαστοι και τόσο αχώριστοι, να συνεργάζονται σε ζόρικα πρότζεκτς, που άφησαν εποχή), Η φίλη; Α, είναι ηθοποιός, παραγωγός και επιχειρηματίας. Ζει και εργάζεται ανάμεσά μας. Μιμή Ντενίση τη λένε. Επιτρέψτε μου να σας την (ξανα) συστήσω.