Διανύουμε την έκτη εβδομάδα από το τέλος της καραντίνας και την άρση κάποιων από τα περιοριστικά μέτρα που είχαν επιβληθεί υπό τον φόβο της πανδημίας. Μια ματιά στην αγορά επιβεβαιώνει τους φόβους που εκφράστηκαν στις αρχές Μαρτίου για την πορεία της οικονομίας.
Κάποια καταστήματα δεν άνοιξαν ποτέ ξανά (ή δεν άνοιξαν ακόμη…). Κάποιες επιχειρήσεις άνοιξαν και μάλλον θα κλείσουν ή θα μικρύνουν (και άλλο). Οσες αντέχουν βλέπουν μπροστά τους ένα «περίεργο», σίγουρα υποτονικό έως τώρα, καλοκαίρι και δεν τολμούν να σηκώσουν τα μάτια έως τον χειμώνα.
Ακόμη και το Δημόσιο, ΕΙΔΙΚΑ το Δημόσιο, σε μεγάλο βαθμό υπολειτουργεί – με ό,τι ΚΑΙ αυτό σημαίνει για την οικονομία.
Η αβεβαιότητα είναι συνολική. Είναι μικρό το ποσοστό όσων αντιμετωπίζουν το άμεσο μέλλον με ηρεμία (αν υπάρχουν τέτοιοι…), οι αισιόδοξοι ανήκουν κυρίως στη γενιά Ζ (άντε και στους «millennials») και, εν τέλει, αυτό που μετράει είναι η πραγματικότητα. Η οποία δεν είναι το beach bar στη Μύκονο και η εκδήλωση παρουσία του Αδωνι στον Πειραιά – όχι, αυτά είναι εξαιρέσεις που κάνουν «νούμερα» στην τηλεόραση και τις ιστοσελίδες. Ο κανόνας θέλει τα καταστήματα (εστιατόρια, μπαρ, καφέ) να βαράνε μύγες τις περισσότερες μέρες και ώρες, τις εκκλησίες να βαράνε τις καμπάνες όλο και πιο αραιά και αρκετές δημόσιες υπηρεσίες να βαράνε «διάλυση».
Ναι, η κίνηση στους δρόμους έχει αυξηθεί, αλλά είναι ακόμη πολύ λιγότερη από εκείνη που βλέπαμε πριν από την καραντίνα. Βεβαίως το καλοκαίρι βγάζει τον κόσμο έξω, αλλά ακόμη και σήμερα, όταν ο ήλιος δύει, υπάρχουν ολόκληρες γειτονιές και πόλεις που ερημώνουν.
Η Ελλάδα μοιάζει μισόκλειστη. Παραδόξως, αυτό θα μπορούσε να μας κάνει αισιόδοξους για την πορεία της πανδημίας, αφού ο περισσότερος κόσμος συνεχίζει να «φυλάγεται». Την ίδια στιγμή όμως, ο αντίκτυπος στην οικονομία παραμένει μεγάλος και, παρά τις κραυγές πανικού από «αστυνομικούς» και «εισαγγελείς» των social media, η κυβέρνηση φαίνεται να ξορκίζει ένα νέο lockdown.
Σωστά. Γιατί αν κάτι έχουμε καταλάβει αυτόν τον (σχεδόν) ενάμιση μήνα του «βγαίνουμε έξω με αποστάσεις» είναι πως πιο εύκολα κλείνεις κάτι, παρά το (ξανα)ανοίγεις. Είτε αυτό είναι ένα μικρό καφέ ή ταβερνάκι, είτε κάτι πολύ πιο μεγάλο, όπως η χώρα.