Η εικόνα των άδειων δρόμων ανήμερα το Πάσχα θα μείνει για πάντα ως μια ιστορική στιγμή απόλυτης ελληνικής πειθαρχίας, ενώ η δήλωση του καθηγητή Γιουβάλ-Νοά Χαράρι, ότι θα επέλεγε την Ελλάδα να ηγηθεί του σχεδίου δράσης κατά του κορονοϊού, μας φέρνει στο διεθνές προσκήνιο ως παραδειγματική περίπτωση γενναίας αντιμετώπισης μιας παγκόσμιας πρόκλησης.
Από πότε έχει να συμβεί αυτό; Στην πραγματικότητα, από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940. Οσο κι αν διαφέρουν οι καιροί, οι προκλήσεις και τα ιστορικά μεγέθη, είναι γεγονός πως η Ελλάδα βγαίνει ξανά μπροστά: όσοι δεν το αντιλαμβάνονται, απλούστατα δεν διαβάζουν τον διεθνή Τύπο.
Ενας ολόκληρος κρατικός μηχανισμός που λειτούργησε και λειτουργεί άψογα, η πολιτική ηγεσία που πήρε γενναίες αποφάσεις, άκουσε πρώτη τους ειδικούς και έθεσε τους καλύτερους από αυτούς στην πρώτη γραμμή, οι υψηλής κατάρτισης γιατροί που μάχονται τον ιό, όλοι συμβάλλουν σε μια εθνική επιτυχία. Το κράτος δεν μοιάζει να αφήνει τίποτα αυτό τον καιρό αρρύθμιστο σε σχέση με το κομμάτι της κοινωνικής μας ζωής που αφορά την αντιμετώπιση του ιού.
Ομως, εδώ βρίσκεται και ένα άλλο κλειδί για την κατανόηση του «ελληνικού παραδείγματος»: η κοινωνική ζωή δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ζωή των ανθρώπων που αλληλεπιδρούν. Και παρουσιάζει συχνά αυτό που με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο έχει ονομαστεί από τη θεωρία «πρόβλημα συντονισμού». Για να επιλύσουμε ένα τέτοιο πρόβλημα, πρέπει να αποφασίσουμε όλοι ότι πρέπει να πειθαρχήσουμε προς τους γενικούς κανόνες. Και αυτό πράξαμε και πράττουμε ως Ελληνες, με μια άνευ προηγουμένου θέρμη.
Είναι παράδοξο που οι θεωρούμενοι στο παρελθόν απείθαρχοι και ισχυρογνώμονες Ελληνες πειθάρχησαν και πειθαρχούν κατά τέτοιο εντυπωσιακό τρόπο, ακόμα και τη μέρα του Πάσχα, που είναι συνταυτισμένη με τη συγκέντρωση της διευρυμένης ελληνικής οικογένειας γύρω από το γιορτινό αρνί;
Οχι, δεν είναι. Πρώτα πρώτα γιατί αυτές οι αρνητικές γενικεύσεις για τους λαούς, οι οποίες αποτέλεσαν βασικά εργαλεία ανάλυσης ακόμα και από έγκριτα μέσα του εξωτερικού τα προηγούμενα χρόνια, κρύβουν στοιχεία που κυμαίνονται από την άγνοια έως και τον ρατσισμό.
Κι ύστερα, δεν είναι παράδοξη αυτή η πειθαρχία γιατί αυτοπεριοριστήκαμε με την καρδιά μας. Γιατί από την πρώτη στιγμή, πριν ακόμα φανεί ότι ο ιός δεν απειλεί αποκλειστικά ευπαθείς ομάδες και ηλικιωμένους, ξύπνησαν μέσα μας τα αντανακλαστικά της υψηλής ψυχικής διασύνδεσης της ελληνικής κοινωνίας και του βασικού δομικού στοιχείου της, της ελληνικής οικογένειας.
Ας μην ψάχνουμε λοιπόν μακριά: νιώσαμε την ευθύνη απέναντι στην υγεία των παππούδων και των γιαγιάδων μας, των γονιών μας και των φίλων μας που μας έχουν ανάγκη. Και καταλάβαμε πως για χάρη τους πρέπει να είμαστε όσο το δυνατόν πιο προσεκτικοί και πιο απομακρυσμένοι. Η κατάσταση μάς εξηγήθηκε από την πολιτική ηγεσία και του ειδικούς με πολύ καθαρό και πειστικό τρόπο. Υστερα από πολλά χρόνια, η πολιτική ξανάγινε ένα ζήτημα πειθούς και ηγεσίας και όχι βαυκαλισμού της κοινωνίας. Και εμείς το εκτιμήσαμε αυτό και πεισθήκαμε. Και πείσαμε και τους διπλανούς μας. Καταλάβαμε πως η για λίγο απομάκρυνση είναι μια νέα μορφή προσέγγισης.
Η ελληνική κοινωνία δεν πειθάρχησε απλώς: συνδύασε διαλεκτικά το συναίσθημά της με τη λογική της. Και δεν υπάκουσε μόνο στις αυστηρές ρυθμίσεις. Τις έκανε κτήμα της. Και παρά τον –ευτυχώς– προσωρινό χαρακτήρα των μέτρων, αυτή η ταχεία δυνατότητα προσαρμογής και ανταπόκρισης σε σύνθετες προκλήσεις μέσω του συνδυασμού λογικής και συναισθήματος είναι, νομίζω, για την ελληνική κοινωνία ένα «κτήμα ες αεί».