Το βασικό αφήγημα της ελληνικής κυβέρνησης κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ήταν και είναι βασισμένο στην ιδέα της δημοκρατίας, και συγκεκριμένα στο «δημοκρατικό αίτημα» ότι η Ευρώπη οφείλει να σεβαστεί τη βούληση του ελληνικού λαού όπως αυτή εκφράστηκε στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου. Το αφήγημα περί δημοκρατίας έγινε μάλιστα πιο επιτακτικό με το πρόσφατο δημοψήφισμα της 5ης Ιουνίου, και την καθαρή επικράτηση του "Όχι". Ο κ. Βαρουφάκης, με χαρακτηριστική αμετροέπεια, δήλωσε σε σχέση με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ότι «η δημοκρατία στη Ευρώπη χρειαζόταν μια τονωτική ένεση». Ο κ. Τσίπρας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προχθές επανέλαβε ότι η δημοκρατική βούληση της Ελλάδος επιβάλλεται να εισακουστεί από τα υπόλοιπα κράτη της Ευρώπης.
Όμως, το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών και του δημοψηφίσματος στη Ελλάδα καθώς και οι αξιώσεις που συναρτώνται από αυτά δεν σχετίζονται με την ιδέα της δημοκρατίας, όπως λανθασμένα ισχυρίζεται η ελληνική κυβέρνηση, αλλά με την έννοια της εθνικής κυριαρχίας (sovereignty). Οι έννοιες της δημοκρατίας και της εθνικής κυριαρχίας είναι εντελώς διακριτές και η διάκρισή τους έχει σημασία για να κατανοήσουμε γιατί το ελληνικό αίτημα περί σεβασμού της δημοκρατικής βούλησης του ελληνικού λαού δεν γίνεται κατανοητό και, πολύ περισσότερο, αποδεκτό από τα υπόλοιπα κράτη της Ευρώπης.
Η μεν, λοιπόν, έννοια της δημοκρατίας αναφέρεται σε ένα σύστημα διακυβέρνησης όπου οι αποφάσεις της πλειοψηφίας των πολιτών ενός κράτους γίνονται σεβαστές από τους κυβερνώντες του κράτους και μέσα στα γεωγραφικά όρια αυτού του κράτους. H δημοκρατία όμως δεν τριτενεργεί. Δεν μπορούν, δηλαδή, οι αποφάσεις της πλειοψηφίας των πολιτών ενός κράτους να γεννούν υποχρεώσεις για τους πολίτες και τις κυβερνήσεις άλλων κρατών. Αυτό απάδει προς την ίδια την έννοια της δημοκρατίας. Γι’ αυτό πολλές φορές στο επιχείρημα ότι εμείς εκφράσαμε τη δημοκρατική μας βούληση στις εθνικές μας εκλογές, τα άλλα κράτη αντιλέγουν ότι και αυτοί δημοκρατικά εξέφρασαν τη δική τους βούληση στις δικές τους εθνικές εκλογές. Άσκηση ευρωπαϊκής δημοκρατίας θα νοούνταν μόνο με τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Από την άλλη πλευρά, η έννοια της εθνικής κυριαρχίας αναφέρεται στο δικαίωμα κάθε κράτους να καθορίζει κατά αποκλειστικότητα τις τύχες του και να λαμβάνει αποφάσεις για τη διαχείριση των υποθέσεών του αυτόνομα και αυτοτελώς, χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις. Το δικαίωμα στην εθνική κυριαρχία διακρίνεται ξεκάθαρα από τη δημοκρατία και μάλιστα αντιδημοκρατικά καθεστώτα κατά κανόνα εξασκούν, και μάλιστα με τρόπο εμφατικό, την εθνική τους κυριαρχία.
Ιστορικά, η έννοια της εθνικής κυριαρχίας γεννήθηκε με τη συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648 που σφράγισε το τέλος του τριακονταετούς θρησκευτικού πολέμου στην Ευρώπη. Έχοντας φτάσει στο απόγειό της στο τέλος του 19ου αιώνα με την αποθέωση του εθνικισμού, η έννοια της εθνικής κυριαρχίας είναι σήμερα μία κατά βάση αναχρονιστική αντίληψη διακυβέρνησης σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και τα δεινά του εθνικισμού, το προοδευτικό πρόταγμα παγκοσμίως ήταν η σταδιακή υποχώρηση της εθνικής κυριαρχίας και η αντίστοιχη μετάβαση σε υπερεθνικά συστήματα διακυβέρνησης, είτε χαλαρής μορφής (όπως π.χ. ο ΟΗΕ) είτε προωθημένης (όπως, καλή ώρα, η Ευρωπαϊκή ένωση). Η πτώση του κομμουνισμού και η παγκοσμιοποίηση έκαναν πιο επιτακτικό το αίτημα για πολυμερή διακυβέρνηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο που βασίζεται όχι απλώς στη συνύπαρξη αλλά στην ενεργή αλληλεξάρτηση των ευρωπαϊκών κρατών.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια δημοκρατική μορφή διακυβέρνησης με την έννοια ότι υπάρχουν ξεκάθαροι κανόνες πλειοψηφίας στον τρόπο που λαμβάνονται οι αποφάσεις, τόσο σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όσο και σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Συγχρόνως όμως, η ιδέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι εξ ορισμού βασισμένη στην πολυμερή διακυβέρνηση και στην αντίστοιχη σταδιακή απεμπόληση του δικαιώματος απόλυτης εθνικής κυριαρχίας των κρατών μελών.
Με το δημοψήφισμα και την απαίτηση σεβασμού του από όλα τα υπόλοιπα 27 κράτη μέλη, η ελληνική κυβέρνηση, στην ουσία, δεν επικαλείται τη δημοκρατία αλλά το αναχρονιστικό δικαίωμα στην απόλυτη εθνική κυριαρχία. Το ίδιο κάνει και όταν ζητάει «πολιτική λύση», δηλαδή όταν ζητάει να λυθεί το ζήτημα της Ελλάδος όχι με βάση τη δημοκρατική και ισότιμη απόφαση των 28 κρατών (σε επίπεδο Ένωσης) ή των 18 κρατών (σε επίπεδο ευρωζώνης), αλλά με βάση την επιβολή της βούλησης των δύο ισχυρότερων ευρωπαϊκών κρατών (Γερμανίας και Γαλλίας) στα υπόλοιπα κράτη. Θυμηθείτε τα αιτήματα για τη σύγκλιση και λήψη απόφασης από την άτυπη «πενταμερή» (Γερμανία, Γαλλία, ΔΝΤ, Κομισιόν, ΕΚΤ) που εξόργισε, και δικαίως, τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, που τη θεώρησαν ως μια βαθιά αντιδημοκρατική διαδικασία.
Η επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης, λοιπόν, για άσκηση μιας απόλυτης μορφής εθνικής κυριαρχίας είναι μια ακόμα οπισθοδρομική επιλογή που οδηγεί στην επιστροφή της έννοιας του έθνους-Κράτους, δηλαδή στον απομονωτισμό, όπου η ελληνική κυβέρνηση θα μπορεί να παίρνει αυτοτελώς τις δικές της αποφάσεις, με δική της ευθύνη και, εν τέλει με δικό της νόμισμα.
*Ο Σταύρος Μπρεκουλάκης είναι τακτικός καθηγητής του Διεθνούς Εμπορικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Queen Mary University of London