Οι ολυμπιονίκες αναβαθμίζονται σε υπέρτατα πρότυπα αρετής, θέλησης, καρτερίας, εντιμότητας, εγκράτειας, ανιδιοτέλειας, σεμνότητας, σκληραγωγίας, ακεραιότητας και ακακίας. Ένας πληθωρισμός υπερθετικών επιθέτων και χαρακτηρισμών τους περιβάλλει: «υπεραθλητής», «τεράστιος», «συγκλονιστικός», «απίστευτος». Το επόμενο βήμα, αφού οι αθλητές ανυψωθούν σε αυτό το βάθρο, είναι να αντιπαραβληθούν με τα αρνητικά τους έκτυπα, τις προσωποποιήσεις της δυσκινησίας, της φαυλότητας, της ανικανότητας, της διαφθοράς και της χειριστοκρατίας: το άστοργο ελληνικό κράτος που «τρώει τα παιδιά του» και τα εγκαταλείπει χωρίς υποστήριξη, οι κακοί πολιτικοί που αμαυρώνουν το όνομα της χώρας στο εξωτερικό, οι αντιπαραγωγικοί δημόσιοι υπάλληλοι που «έχουν δέσει το γάιδαρό τους» και φυσικά η αριστερή κυβέρνηση που «καταδιώκει την αριστεία». Ένα ορισμένο ρεύμα δημόσιου λόγου φιλοτεχνεί γύρω από τους ολυμπιονίκες (κατά κανόνα εν αγνοία των ίδιων των αθλητών) μια πινακοθήκη αντιηρώων για να λειτουργήσει ως το σκοτεινό φόντο επί του οποίου θα προβληθούν τα ευκλεή επιτεύγματά τους.
Τα σκάγια της σύγκρισης έχουν πάρει ακόμα και παλαιούς ολυμπιονίκες του πρόσφατου «τρυφηλού» παρελθόντος· από τους αρσιβαρίστες της συμβασιλείας Ιακώβου-Σγουρού έως τους στιβικούς που υποτίθεται πως μπούκωνε με αναβολικά ο Χρήστος Τζέκος, σημαντικοί πολυνίκες αθλητές και προπονητές απαξιώνονται διότι συνέπεσαν με την αμαρτωλή εποχή των δανεικών, που «μας έφερε ως εδώ».
Η ίδια πάντα ιστορία, ο ίδιος οντολογικός δυισμός. Το φως και το σκότος, η Αρετή και η Κακία, ο φλογερός πατριώτης και ο μικροπρεπής καιροσκόπος, οι άψυχοι «θεσμοί» και ο ψυχωμένος «λαός». Για να φωτιστούν τα κατορθώματα των ολυμπιονικών πρέπει να κατασκευαστεί μια δαιμονική εικόνα του «άλλου», ένα αντιπαράδειγμα, μια κακή εκδοχή του εαυτού μας την οποία έρχονται τώρα οι μεταλλιούχοι να ξορκίσουν και να αντισταθμίσουν, ξεπλένοντας την συσσωρευμένη εθνική ντροπή από ένα εθνοκτόνο κράτος, ανάξιους πολιτικούς και χρεοκοπημένα κόμματα, εκφυλισμένους εργαζόμενους και κίβδηλους πρωταθλητές των στεροειδών.
Είναι το διπολικό ζεύγμα που αναπαράγει την στερεότυπη αφήγηση για την Ελλάδα ως το κατεξοχήν αντιστασιακό έθνος, που αντιπαλεύει διαρκώς τους δαίμονές του, εξωτερικούς και εσωτερικούς, με μπροστάρηδες κάποιες ηθικά ανεπίληπτες και πάναγνες μορφές, από τον Λεωνίδα και τον Κολοκοτρώνη ως τον Πετρούνια και τον κολυμβητή Γιαννιώτη.
Εναντίον ποιου, τέλος πάντων, θριαμβεύει η ελληνική ψυχή; Μένει το παμπάλαιο και δοκιμασμένο επιχείρημα της «ηθικής υπεροχής». Οι αθλητές επαινούνται όχι μόνο για τις μαθηματικά μετρήσιμες επιδόσεις τους αλλά κυρίως για τις ηθικές και ψυχικές τους ποιότητες
Θα αντιτάξει κανείς, αρκετά εύλογα: ο αθλητισμός δεν είναι η κατεξοχήν αγωνιστική πραγματικότητα; Εξ ορισμού οι αθλητές δεν συγκρίνονται με κάτι άλλο; Προφανώς. Όμως ο «φυσικός» ορίζοντας σύγκρισης ενός αθλητή είναι οι συναθλητές του, οι συναγωνιζόμενοι και αντίπαλοί του. Ή, στην περίπτωση της ελληνικής αποστολής συλλογικά, οι ολυμπιακές ομάδες των άλλων κρατών. Τότε μόνο η σύγκριση είναι μεταξύ ομοειδών πραγμάτων. Ωστόσο αυτή η αντιπαραβολή δεν είναι και τόσο ευνοϊκή καθώς υπάρχουν άλλες μικρές χώρες διαπρεπέστερες ημών στη συγκομιδή μεταλλίων, όπως η Ολλανδία ή η Ουγγαρία. Υπάρχουν βέβαια και πάρα πολλές άλλες που υπολείπονται της Ελλάδας σε διακρίσεις, ώστε η 26η θέση της χώρας μας στη γενική κατάταξη (ως τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές) να μην είναι διόλου ευκαταφρόνητη. Το «πρόβλημα» είναι ότι τα ξένα κράτη δεν προσφέρονται να αποτελέσουν τα ηθικά αντιπαραδείγματα που έχει ανάγκη ο μανιχαϊκός δημόσιος λόγος.
Ένα δεύτερο πεδίο δόκιμης σύγκρισης είναι οι επιδόσεις δικών μας αθλητών σε παλαιότερες Ολυμπιάδες. Ούτε αυτό βολεύει ιδιαίτερα, σκοντάφτει στην αριθμητική. Οι συγκομιδές των αγώνων του 2000 και 2004, 13 και 16 μετάλλια αντίστοιχα, φαίνεται σχεδόν απίθανο να επαναληφθούν και αντιπροσωπεύουν ένα πλούσιο παρελθόν έναντι ενός πτωχοπροδρομικού παρόντος.
Οπότε τι μένει; Εναντίον ποιου τέλος πάντων θριαμβεύει η ελληνική ψυχή; Μένει το παμπάλαιο και δοκιμασμένο επιχείρημα της «ηθικής υπεροχής». Οι αθλητές επαινούνται όχι μόνο για τις μαθηματικά μετρήσιμες επιδόσεις τους αλλά κυρίως για τις ηθικές και ψυχικές τους ποιότητες. Η σύγκριση γίνεται με μέτρα και κριτήρια εξωαθλητικά, στο βαθμό που οι αθλητικές διακρίσεις συγχωνεύονται στο σύνολο της προσωπικότητάς τους και παράγουν μια αγαθή αψεγάδιαστη ενότητα. Ή, για να το πούμε διαφορετικά, οι αρνητικοί όροι της σύγκρισης (το κράτος, τα κόμματα, οι πολιτικοί κλπ) «αθλητικοποιούνται» και αντιπαραβάλλονται με τους ολυμπιονίκες στο προνομιακό για τους τελευταίους πεδίο. Η ασυμμετρία και ετεροείδεια των μεγεθών δεν φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα τα εντυπωσιοθηρικά μίντια, παραδοσιακά και «κοινωνικά». Αυτά αναπαράγουν την κυρίαρχη ιδεολογία του εσωστρεφούς ελληνικού πατριωτισμού, ενός μετα-μεγαλοϊδεατικού πατριωτισμού στραμμένου προς τα μέσα, προς τα ενδότερα της χώρας, όπου ανακαλύπτει διαρκώς υπονομευτές και δολιοφθορείς, ελλιπείς προς το εθνικό καθηκοντολόγιο.