Ο υπουργός Εργασίας Γιώργος Κατρούγκαλος | SOOC
Απόψεις

Οι «τιμωροί της γραβάτας» και ο Κατρούγκαλος

Η κυβέρνηση πολιτεύεται με όρους ελληνικού μελό του '60: Από τη μια αυτοί που γράφουν ορθογραφημένα, οι «σπουδαγμένοι», οι «γραβατάκηδες» και από την άλλη παιδιά με τη λαϊκή σοφία και τα καραφάκια με το τσίπουρο
Νίκος Ζαχαριάδης

Η σημειολογική εμμονή που δείχνει η κυβέρνηση στις γραβάτες, θυμίζει κάπως εκείνους τους 16χρονους που ακούν Heavy Metal και στρέφονται εναντίον του «κατεστημένου».

Σε αυτή την κατεύθυνση είναι και οι σημερινές δηλώσεις του Γιώργου Κατρούγκαλου που μιλώντας για το Ασφαλιστικό λέει ότι «θα τα πάρουν από αυτούς που φοράνε μαντιλάκι και γραβάτα» σαν εκείνον.

Σα να πρόκειται για τη μάχη ανάμεσα σε «καρεκλάδες» και «ροκάδες» που είχε ξεσπάσει στους μαθητικούς κύκλους τη δεκαετία του ’80.

Και ναι μεν δεν υπάρχει πρόβλημα ένας επαναστατημένος 16χρονος να σου μιλάει για τους «γραβατάκηδες» με αηδία ταυτίζοντας τους με το «σύστημα» που θέλει να τον υποτάξει. Αλλά όταν αυτό γίνεται βασική γραμμή πολιτικής επικοινωνίας μιας κυβέρνησης, που απευθύνεται σε ενήλικους είναι ελαφρώς γελοίο. Και αρκετά επικίνδυνο.

Και δεν είναι μόνο η προφανής εφηβική εμμονή των στελεχών της κυβέρνησης να μη φοράνε γραβάτα, λες και αυτό είναι που ξεχωρίζει τον «επαναστάτη» από τον «συμβιβασμένο με το σύστημα». Είναι και ο πόλεμος κατά του «γραβατισμού» που εκδηλώνεται όλο και πιο συχνά σαν κυρίαρχη ιδεολογία. Με άλλα λόγια, ο Γιώργος Κατρούγκαλος μιλάει χρησιμοποιώντας ένα σχήμα λόγου που θα μπορούσε να είναι στίχος ενός αφελούς τραγουδιού του ράπερ γραμματέα της νεολαίας.

Ας μην ξεχνάμε ότι για την αντίθεση ανάμεσα σε «γραβατοφόρους» και «εναλλακτικούς» έκαναν λόγο όσοι υπερασπίστηκαν π.χ. την επιλογή του Νίκου Καρανίκα σε θέση συμβούλου στρατηγικής. «Είδαμε που μας οδήγησαν και οι γραβατάκηδες του Χάρβαρντ που υπερασπίζεστε εσείς οι μενουμευρώπηδες», έλεγαν.

Η κυβέρνηση λέει ό,τι ακριβώς θέλει να ακούσει ένας επαναστατημένος έφηβος: ότι φταίνε για όλα οι άλλοι. Οι «γραβατάκηδες». Οι συμβιβασμένοι. Επιμένοντας έτσι να κρατάει μια κοινωνία σε εφηβικό στάδιο

Οριστικοποιώντας έτσι στην ουσία τον διαχωρισμό των κοινωνικών στρατοπέδων: από τη μια αυτοί που γράφουν ορθογραφημένα, δηλαδή η ελίτ, οι «σπουδαγμένοι» (σ.σ.: που είναι, εννοείται, οι κακοί γιατί δεν καταλαβαίνουν τη λαϊκή ψυχή). Και από την άλλη παιδιά με τη λαϊκή σοφία και τα καραφάκια με το τσίπουρο ή τη ρετσίνα  (σ.σ.: και τα ανορθόγραφα tweets στη Μενεγάκη) που ανήκουν εκ προοιμίου στο στρατόπεδο των καλών. Που δεν πρέπει να ντρέπονται για τις ανορθογραφίες τους αλλά να είναι υπερήφανοι γι’ αυτές. Ο Νίκος Ξανθόπουλος δηλαδή αναβιώνει και τραγουδάει για «τα ψηλά τα σκαλοπάτια που όσες τα ανεβήκανε, βρήκαν πλούτη μεγαλεία μα καρδιά δεν βρήκανε…».

Η κυβέρνηση επέλεξε να απευθυνθεί σε όσους αποδέχονται αυτό το απλοϊκό δίλημμα. Και που αντιλαμβάνονται τον κόσμο με όρους λαϊκής ελληνικής ταινίας του ’60. Απλά. Ξεκάθαρα. Χωρίς πολλά-πολλά: ό,τι γνωρίζουμε και μας μοιάζει είναι καλό. Ο,τι δεν είναι σαν εμάς είναι κακό.

Σα να τους λέει ότι κανείς δεν πρέπει να προσπαθήσει για κάτι καλύτερο. Και φυσικά ότι οι άλλοι φταίνε που θέλουν το κακό του. Οτι ο «κόσμος των γραβατάκηδων» είναι ένα εχθρικό άγνωστο σύμπαν. Κάτι σαν τους κακούς πλοιοκτήτες «Ρίχτερ» του Νίκου Φώσκολου στο «Ορατότης Μηδέν» που θέλουν και αυτοί το κακό του Νίκου Κούρκουλου.

Και τι κάνει όποιος νιώθει ότι απειλείται από το άγνωστο και το εχθρικό; Αναζητά προστασία. Σε όποιον είναι πρόθυμος να τον καταλάβει. Και να του πει παρηγορητικά στο αυτί ότι δεν φταίει αυτός. Αλλά οι άλλοι που θέλουν να τον καθυποτάξουν, να τον υποδουλώσουν, να τον εκμεταλλευτούν. Και φυσικά στο ρόλο του «άλλου» χωρούν όλοι. Από τον Τζορτζ Σόρος μέχρι την Ευρώπη των «γραβατωμένων» που πολεμούν την Ορθοδοξία.

Η κυβέρνηση δηλαδή λέει ό,τι ακριβώς θέλει να ακούσει ένας επαναστατημένος έφηβος: ότι φταίνε για όλα οι άλλοι. Οι «γραβατάκηδες». Οι συμβιβασμένοι. Επιμένοντας έτσι να κρατάει μια κοινωνία σε εφηβικό στάδιο. Να μην ωριμάσει ποτέ γιατί έτσι καταπίνει καλύτερα τους μύθους. Μια κοινωνία θυμωμένη, με ακμή. Να αναζητά διαρκώς εχθρούς.