Γεγονός πρώτο, πολυσυζητημένο: Η μεγάλη σύγκρουση της περιόδου είναι για τις συντάξεις, που μπορεί να κρίνουν ακόμα και το αποτέλεσμα των εκλογών.
Ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ, που ψήφισαν τις περικοπές (νόμος Κατρούγκαλου), τώρα πασχίζουν να τις αναβάλουν ή να τις ματαιώσουν, διότι γνωρίζουν ότι, αν ισχύσουν, θα υποστούν πανωλεθρία στις εκλογές.
Ο κ. Μητσοτάκης και οι δικοί του έχουν ποντάρει όλα τους τα προεκλογικά χαρτιά σ’ αυτήν την περικοπή, διότι γνωρίζουν ότι θα αποτελέσει την χαριστική βολή για τον ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό έφτασαν στο σημείο να… μαλώσουν ακόμα και τον επίτροπο Μοσκοβισί, ο οποίος υπαινίχθηκε ότι οι ευρωπαίοι δανειστές μπορεί και να «διευκολύνουν» τον κ. Τσίπρα.
Η συζήτηση είναι καθαρά προεκλογική. Ουδείς από την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση ασχολείται με το ουσιαστικό ερώτημα: Γιατί πρέπει να γίνουν ή μην γίνουν οι μειώσεις; Η μοναδική απάντηση που δίνουν είναι αποκλειστικά συνυφασμένη με τις εκλογικές επιδιώξεις τους. Και δεν το κρύβουν.
Γεγονός δεύτερο και καθόλου πολυσυζητημένο: η ανεργία τα νέων από την αρχή της κρίσης σπάει όλα τα ρεκόρ (εδώ τα τελευταία ευρωπαϊκά στοιχεία). Και μια τάση αποκλιμάκωσης, που εμφανίζεται τα τελευταία δύο χρόνια, οφείλεται αποκλειστικά στις λεγόμενες ελαστικές μορφές απασχόλησης, οι οποίες συνοδεύονται, φυσικά, από εξευτελιστικές αμοιβές, κάτω από κάθε όριο επιβίωσης. Τα τελευταία στοιχεία του ΙΟΒΕ (εδώ) περιγράφουν την δραματική κατάσταση που επικρατεί στους νέους ανέργους και ιδιαίτερα σε όσους επέλεξαν να αποκτήσουν κάποιο πτυχίο.
Δεν είναι της παρούσης η ανάλυση για τις στρεβλώσεις στην εκπαίδευση και τη σχέση τους με την αγορά εργασίας. Αυτό που θέλουμε να αναδείξουμε είναι η απουσία οποιασδήποτε σοβαρής συζήτησης για το πρόβλημα. Η κυβέρνηση δεν πήρε ποτέ την πρωτοβουλία. Και η αντιπολίτευση δεν καυχήθηκε ποτέ ότι «έσυρε» την κυβέρνηση στη Βουλή για μια τέτοια συζήτηση.
Ισως διότι η κοινωνική αυτή ομάδα είναι ανομοιογενής, ανοργάνωτη, εκλογικά αδιάφορη και πάντως σαφώς υποδεέστερη από εκείνη των συνταξιούχων. Ισως πάλι διότι ουδείς θέλει να ασχοληθεί με δύο- τρία κεφαλαιώδη ερωτήματα:
- Πόσα χρόνια μια χώρα μπορεί να αντέξει με εκατοντάδες χιλιάδες νέους χωρίς εργασιακή προοπτική;
- Πόσο θα αντέξουν τα ασφαλιστικά της ταμεία, αν δεν μπαίνουν νέοι στην αγορά εργασίας;
- Γίνεται να διατηρηθεί έστω το σημερινό επίπεδο συντάξεων, αν οι δουλειές όσων νέων εργάζονται είναι «μισές» και οι αμοιβές τους εξευτελιστικές;
Φυσικά, για να απαντηθούν όλα αυτά πρέπει να γίνουν σοβαρές μελέτες και να ληφθούν σοβαρές αποφάσεις, οι οποίες μπορεί να ξεπερνούν τη μια κυβερνητική θητεία. Και αυτό είναι το δύσκολο. Διότι μια κυβέρνηση, που ενδιαφέρεται πρωτίστως για την επανεκλογή της και ένα αντιπολιτευόμενο κόμμα, που επιδιώκει να καταλάβει τη θέση της, προτιμούν να συγκρούονται για θέματα άμεσης εκλογικής απόδοσης και να αφήνουν στην άκρη τα μη αποδοτικά και δυσάρεστα.
Για να αλλάξει αυτό πρέπει να βρούμε πολιτικούς και όχι πολιτικάντηδες. Μόνο έτσι υπάρχει ελπίδα να διαψευσθεί η διαχρονικής αξίας ρήση «ένας πολιτικάντης κοιτάζει τις επόμενες εκλογές, ένας πολιτικός τις επόμενες γενιές».