Στις 22 Σεπτεμβρίου ο Νίκος Παππάς, απαντώντας σε ερώτηση του συνοδοιπόρου του βουλευτή Νίκου Νικολόπουλου(βέρου αριστερού και καθόλου τυχοδιώκτη, ως γνωστόν…), για το διαγωνισμό του, εξεστόμισε την περίφημη φράση: «Εμείς δεν είμαστε σκιτζήδες».
Ενα μήνα μετά υπάρχουν πολλοί στην κυβέρνηση και στον ΣΥΡΙΖΑ που να συμμερίζονται αυτήν τη διαβεβαίωση; Εγώ ξέρω κάμποσους (συντρόφους του, εννοείται…), που λένε «τα έκανε μπάχαλο». Υπενθυμίζω εδώ ότι στην περίφημη δημοσκόπηση της «Αυγής», η οποία προκάλεσε πάταγο, υπήρχε ένα εύρημα που δεν προσέχθηκε πολύ. Ελεγε ότι η πλειονότητα των ερωτηθέντων επιθυμεί από πέντε έως δέκα κανάλια. Και ότι το ίδιο ίσχυε και τον περασμένο Απρίλιο. Στο ρεπορτάζ της εφημερίδας υπήρχε και η ακόλουθη φράση, η οποία, επίσης, δεν προσέχθηκε: «Ωσάν αυτή η ατέλειωτη συζήτηση να μην έκανε κανένα να αλλάξει την αρχική του γνώμη» (εδώ, τρίτη παράγραφος). Ηταν μια σαφέστατη αιχμή-προειδοποίηση εκ των έσω για τον επίδοξο αρχικαναλάρχη Παππά.
Αλλά μήπως αδικεί κανείς τον υπουργό Επικρατείας με τον χαρακτηρισμό «σκιτζής»; Ας δούμε τα δεδομένα.
Στην περίπτωση των τηλεοπτικών αδειών, η κυβέρνηση –και ο ίδιος– είχαν κάτι σαν «χρυσάφι» στα χέρια τους. Πολύ αβανταδόρικο θέμα. Πρώτον, διότι ακόμα και τα δύο παλιά κυβερνητικά κόμματα, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, ένοχα για το παρελθόν τους, αναγνώριζαν την ανάγκη να ρυθμιστεί το τηλεοπτικό τοπίο. Δεύτερον, διότι η συντριπτική πλειονότητα της κοινής γνώμης ήταν με την κυβέρνηση στο θέμα αυτό. Και, τρίτον, διότι η κυβέρνηση είχε καταφέρει να κλείσει ουσιαστικά το εμβληματικό κανάλι της διαπλοκής, το Μέγκα, βάζοντας τους τρεις ιδιοκτήτες του να αλληλοσπαράσσονται.
Τι είχε, λοιπόν, να κάνει η κυβέρνηση, εν προκειμένω ο κ. Παππάς; Να αναθέσει στο ΕΣΡ να προκηρύξει ένα διαγωνισμό ανοιχτό, να ορίσει την τιμή εκκίνησης και όσοι είχαν λεφτά, παλαιοί και επίδοξοι καναλάρχες, να πληρώσουν και να πάρουν άδεια. Από εδώ και πέρα αρχίζουν τα «σκιτζίδικα».
Δεν έγινε αυτό, διότι ο κ. Παππάς (δεν πρέπει να τον αδικούμε, με την απόλυτη κάλυψη του Πρωθυπουργού) έθεσε ως πρώτο στόχο να ελέγξει το τηλεοπτικό τοπίο. Ετσι φτάσαμε στον διαγωνισμό-παρωδία, με άφραγκους Καλογρίτσες, με λαγούς, με φουκαράδες υπαλλήλους που δεν ήξεραν να ελέγξουν τίποτα, πόσο μάλλον τρύπια πόθεν έσχες και τα λοιπά συμπαρομαρτούντα.
Και όταν αρχίζει ο κατήφορος, όποιος τον παίρνει είναι δύσκολο να σταματήσει. Ετσι φτάσαμε στα σημερινά απεχθή φαινόμενα, με τους Νικολοπουλισμούς, τις Ζούγκλες και τα λοιπά (εδώ), σε μια πρωτοφανή απόπειρα να ελεγχθούν και οι δικαστές και να βγάλουν την επιθυμητή απόφαση. Ξέρω ότι οι εξουσιάζοντες- όχι μόνο οι σημερινοί- είναι αδίστακτοι, αλλά τούτοι εδώ είναι και ανόητοι. Δεν υπήρχε ένας μεταξύ τους να τους προειδοποιήσει ότι οι μέθοδοι αυτές θα μπορούσαν να γίνουν μπούμερανγκ; Όπως και έγινε.
Οι Πρωθυπουργοί έχουν κάποιους πολύ στενούς συνεργάτες, τους οποίους πολύ δύσκολα αποχωρίζονται. Τι γίνεται, όμως, όταν αυτοί γίνονται βαρίδια για την κυβέρνησή τους; Εν προκειμένω, αυτό ισχύει απολύτως για τον κ. Παππά. Δεν είναι ο μόνος στην κυβέρνηση, αλλά για το συγκεκριμένο θέμα αυτός είναι.
Ο Πρωθυπουργός δεν πρέπει να έχει ψευδαισθήσεις. Και καλό είναι κάποιοι, που αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει, να του το εξηγήσουν. Ετσι όπως πήγε να τα κάνει με τα κανάλια, δεν βγαίνει. Οποια απόφαση κι αν πάρει το Συμβούλιο της Επικρατείας (και φαίνεται ήδη ποια θα πάρει, όσα ροζ e-mail κι αν υποκλέψουν…), το παιχνίδι έχει χαθεί.
Ο Πρωθυπουργός πρέπει να ανακρούσει πρύμναν. Να κάνει αυτό που έπρεπε να κάνει από την αρχή. Ανοιχτό διαγωνισμό για πολλά κανάλια όχι με ευθύνη του υπουργού, αλλά του θεσμικού οργάνου ΕΣΡ. Θα υποστεί πολιτική ήττα ναι, αλλά αυτή είναι προτιμότερη από τον διασυρμό και τη συνεχή ανακατωσούρα, αν επιμείνει στον «τσαμπουκά».
Ο Αλέξης Τσίπρας έχει μπροστά του το, όντως καυτό, ζήτημα του χρέους. Ας επικεντρωθεί σ’ αυτό. Ακόμα κι αν σκοπεύει να αποδράσει με πρόωρες εκλογές, ας το κάνει γι’ αυτό. Είναι περισσότερο πειστικό να πει ότι τον έριξε ο Σόιμπλε, παρά οι ξεδοντιασμένοι καναλάρχες.
Εν κατακλείδι: αν θέλει ο κ. Τσίπρας να κάνει μια τελευταία προσπάθεια να περισώσει ό,τι σώζεται, ας ανασυγκροτήσει την κυβέρνησή του και ας επικεντρωθεί στα σοβαρά που καίνε τους πολίτες. Για να γίνει, όμως, αυτό πρέπει να απαλλαγεί από τους σκιτζήδες που έγιναν βαρίδια. Διότι, ως γνωστόν, τα βαρίδια ένα μόνο μπορούν να πετύχουν: να τον πάνε μια ώρα αρχύτερα στον πάτο.