Υπάρχουν δύο τρόποι για να δει κανείς πώς τα πήγε ένας πολιτικός αρχηγός σε μια σημαντική δημόσια παρέμβασή του, όπως θεωρούνται οι παρεμβάσεις με την ευκαιρία της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης. Ο πρώτος τρόπος είναι να κοιτάξει τις αντιδράσεις των πολιτικών του αντιπάλων.
Η κυβερνητική αντίδραση σε όσα είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν ένα κλασικό δείγμα ευκολίας, ετοιματζίδικη για κάθε χρήση και γι’ αυτό απολύτως άστοχη: «Ηταν ένα μείγμα ακροδεξιάς ρητορικής και νεοφιλελευθερισμού», συμπέρανε ο εκπρόσωπός της Δ. Τζανακόπουλος. «Ο κ. Μητσοτάκης υπόσχεται ανάπτυξη για λίγους» και «επιμένει συντηρητικά», διέγνωσε η Φώφη Γεννηματά.
Όποιος άκουσε ή διάβασε την ομιλία και τις απαντήσεις του προέδρου της ΝΔ στη συνέντευξη Τύπου δεν είδε πουθενά καμιά «ακροδεξιά ρητορική». Αντίθετα, ήταν πολύ ήπιος, χωρίς προσωπικές επιθέσεις στον Αλέξη Τσίπρα και κατέβαλε φανερή προσπάθεια να απευθυνθεί σε ακροατήριο πέραν του παραδοσιακού της ΝΔ. Τα δε περί «νεοφιλελευθερισμού» ακούγονται αστεία, όταν εκπορεύονται από μια αριστερή κυβέρνηση, που έχει πάρει τα ίδια και χειρότερα μέτρα από τις προκατόχους της. Η κριτική της προέδρου του ΠΑΣΟΚ απέπνεε αμηχανία.
Αν κρίνουμε, λοιπόν, από την κριτική των αντιπάλων του, ο κ. Μητσοτάκης τα πήγε καλά στη Θεσσαλονίκη. Διότι αυτή η κριτική ήταν επιδερμική. Ουδείς από τα κόμματα μπήκε στον κόπο να πάρει δυο-τρεις από τις βασικές θέσεις και υποσχέσεις του και να εξετάσει αν είναι ρεαλιστικές και εφαρμόσιμες. Διότι αυτό είναι που εντέλει ενδιαφέρει, μετά το ναυάγιο όλων των «σχεδίων» και υποσχέσεων του κ. Τσίπρα και των συν αυτώ. Και οι ίδιοι θέλουν πλέον να ξεχάσουν την παρουσία του στη Θεσσαλονίκη το 2014 και το αλήστου μνήμης ομώνυμο «πρόγραμμά» τους.
Ας δούμε, λοιπόν, τι είπε (και τι δεν είπε) ο κ. Μητσοτάκης και από τι εξαρτάται η εφαρμογή τους. Αυτός είναι ο δεύτερος τρόπος για να κρίνουμε ουσιαστικά την παρουσία του στην φετινή ΔΕΘ:
1. Στο μείγμα φόροι-δαπάνες υπόσχεται να αντιστρέψει τη σημερινή κατάσταση. Δηλαδή, να μειώσει τους φόρους (άμεσους, έμμεσους – και τον ΕΝΦΙΑ), με την προϋπόθεση να προηγηθεί η μείωση των δαπανών. Με δεδομένο, όμως, ότι το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών του Προϋπολογισμού είναι ανελαστικό, θα πρέπει να καταφύγει σε μείωση μισθών ή συντάξεων ή σε απολύσεις υπαλλήλων (ή και σωρευτικά). Όμως, ο κ. Μητσοτάκης δεν μπήκε σε τέτοιες λεπτομέρειες κι έτσι η λύση που προτείνει δεν είναι σαφής, για να μπορεί να κριθεί και πόσο εφαρμόσιμη είναι.
2. Υποσχέθηκε «κοινωνική προστασία για τους αδύναμους». Όμως, για να γίνει αυτό, πρέπει να έχει πόρους. Κι αν προτάξει τα μείωση των φόρων, οι πόροι για την κοινωνική προστασία -ήδη μειωμένοι τα τελευταία εφτά χρόνια- δεν θα επαρκούν.
3. Αν ποντάρει στην «πάταξη της φοροδιαφυγής» και στον «εξορθολογισμό των λειτουργικών δαπανών του κράτους», δεν υπάρχει εγγύηση επιτυχίας. Πρώτον, διότι σε μια συρρικνωμένη δημόσια πίτα, ακόμα κι αν περιοριστεί η φοροδιαφυγή (έχει γίνει και σήμερα αυτό με τις ηλεκτρονικές πληρωμές), το προϊόν δεν θα επαρκεί. Εξάλλου η προσμονή ότι, αν μειωθούν οι φόροι, οι φορολογούμενοι που μπορούν να φοροδιαφύγουν θα προσέλθουν να πληρώσουν, μπορεί να αποδειχθεί ψευδαίσθηση. Διότι οι κατηγορίες αυτές φορολογουμένων (π.χ. ελεύθεροι επαγγελματίες) δεν το έκαναν ούτε όταν υπήρχε άφθονο χρήμα και οι φόροι ήταν λιγότεροι. Δεύτερον, διότι «εξορθολογισμός» λειτουργικών δαπανών, ουσιαστικά μείωση, σε κρατικούς τομείς όπως η Παιδεία και η Υγεία, είναι δύσκολο να γίνει. Ακόμα και οι δανειστές εξαίρεσαν αυτούς τους τομείς από τον περίφημο «κόφτη».
4. Ο κ. Μητσοτάκης υποσχέθηκε μείωση των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, τα οποία υπέγραψε ο κ. Τσίπρας. Για να το πετύχει χρειάζεται τη συναίνεση των δανειστών (το παραδέχτηκε και ο ίδιος), με όπλο «τη σοβαρότητα και την αξιοπιστία». Πάντως, το εγχείρημα θα είναι εξαιρετικά δύσκολο, διότι ο Σόιμπλε και το ΔΝΤέχουν δείξει μέχρι τώρα ότι πολύ δύσκολα αλλάζουν τις αποφάσεις τους.
Αυτές οι εξαγγελίες -και ορισμένες άλλες, που δεν είναι του παρόντος- του κ. Μητσοτάκη είναι καίριας σημασίας γι’ αυτά που σκοπεύει να κάνει αν, όπως φαίνεται, αντικαταστήσει τον κ. Τσίπρα στην πρωθυπουργική καρέκλα. Όμως, όσο καίριες είναι, τόσο και δύσκολες στην υλοποίησή τους. Θα λέγαμε ότι είναι ένα είδος «ρεαλιστικών αυταπατών»: έχει κάποια πράγματα στο μυαλό του, αλλά από τη θεωρία στην πράξη η απόσταση δεν είναι μικρή. Επιπλέον, η υλοποίηση εξαρτάται περισσότερο από τους δανειστές παρά από τον ίδιο.
Εν κατακλείδι, ευχής έργον θα ήταν από αυτές τις «ρεαλιστικές αυταπάτες» να μπορέσει να κρατήσει το ρεαλισμό και να αφήσει τις θεωρητικές προσεγγίσεις. Διαφορετικά, θα βρεθεί μπροστά σ’ αυτό που έχει πει ο Αϊνστάιν: «Αν τα γεγονότα δεν συμφωνούν με τη θεωρία, τότε αλίμονο στα γεγονότα».