Οι συνδικαλιστές του ΤΕΕ απειλούν με διαγραφή τον Πρωθυπουργό, τον Πρόεδρο της Βουλής και πολλούς άλλους «λαμπρούς επαγγελματίες μηχανικούς». Πρόδωσαν τάχα την επαγγελματική τους τάξη. Τι συμβαίνει όμως, αν μια λανθασμένη συνδικαλιστική τακτική ή αμέλεια επιφέρει ζημιές στους επαγγελματίες, τα συμφέροντα των οποίων (έχει εκλεγεί να) προασπίζεται; Ή δεν κάνουν ποτέ λάθη οι συνδικαλιστές, αρκεί να κινούνται μαξιμαλιστικά;
Κατά την εκτίμησή μου η τακτική που επέλεξαν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις του ΕΤΑΑ (Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολούμενων) ήταν λανθασμένη και απέβη επιζήμια για τα μέλη τους. Αντί για μια δίκαιη και ρεαλιστική διεκδίκηση χαμηλότερων εισφορών -απολύτως εφικτό κατά τους υπολογισμούς μου- επέλεξαν την εκ των προτέρων χαμένη μάχη για τη διατήρηση της αυτονομίας του Ταμείου τους.
Η ενοποίηση των Ταμείων, η διασφάλιση ισονομίας και δικαιοσύνης στο Ασφαλιστικό – ίδιοι κανόνες για όλους – εκτός από μνημονιακή επιταγή, είναι και σωστή και αναγκαία μεταρρύθμιση, είναι και δίκαιο, ώριμο αίτημα της κοινωνίας. Γιατί, όταν μια κοινωνία βιώνει δραματική υποχώρηση βιοτικού επιπέδου και ασφαλιστικών κεκτημένων, πόση κατανόηση μπορεί να δείξει σ’ εκείνον που ακόμα διεκδικεί για λογαριασμό του ευνοϊκότερους κανόνες; Ειδικά μάλιστα αν πρόκειται για επαγγελματικές ομάδες που θεωρούνται προνομιούχες;
Παραθέτω σχετικό απόσπασμα Εκθεσης του ΚΕΠΕ εδώ για τις ανισότητες που παρήγαγε ο κατακερματισμός των Ταμείων:
«Η πολυδιάσπαση του συστήματος δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις προκειμένου να διατηρηθούν προνόμια που θεσπίστηκαν στο παρελθόν και αντικρούουν κάθε έννοια κοινωνικής ισότητας…Το σύστημα συντάξεων χαρακτηρίζεται από μια πολυνομία, η οποία δημιουργεί έντονες κοινωνικές ανισότητες, αφού αντιμετωπίζει όμοιες περιπτώσεις πολιτών µε διαφορετικό τρόπο. Οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης (χρόνος ασφάλισης και όρια ηλικίας), τα ποσοστά αναπλήρωσης, οι κατώτατες συντάξεις, οι ασφαλιστικές και εργοδοτικές εισφορές, οι κοινωνικοί πόροι και η κρατική χρηματοδότηση ποικίλουν τόσο μεταξύ των Ταμείων όσο και μεταξύ ασφαλισμένων στο ίδιο Ταμείο.»
Από την άλλη, βέβαια, στην περίπτωση των ασφαλισμένων του ΕΤΑΑ η επιβάρυνση λόγω εισφορών είναι υπέρογκη, οι ενστάσεις των ασφαλισμένων απολύτως δικαιολογημένες.
Είχαν, λοιπόν, πολλή δουλειά οι συνδικαλιστές. Θα μπορούσαν, ας πούμε, να εξηγήσουν στα μέλη τους γιατί ο στόχος των αυτόνομων Ταμείων δεν είναι εφικτός στο νέο περιβάλλον. Θα μπορούσαν, κατόπιν, να επικεντρωθούν στον ρεαλιστικό στόχο: η εφαρμογή της ενοποίησης να γίνει με τρόπο ώστε η επιβάρυνση λόγω εισφορών να είναι 22-23% και όχι 38%.
Ο ανέφικτος στόχος που χάθηκε
Μηχανικοί, δικηγόροι κ.α. διεκδίκησαν χωριστό Ταμείο, με το επιχείρημα ότι εισφέρουν/εργάζονται περισσότερα χρόνια, άρα δικαιούνται διαφορετικούς κανόνες, είτε χαμηλότερες εισφορές είτε υψηλότερες συντάξεις. Αυτό ήταν εύλογο στο πολυκατακερματισμένο σύστημα του παρελθόντος. Δεν ισχύει πια.
Στο νέο περιβάλλον, η σύνταξη παρέχεται για όλους στην ίδια ηλικία (67) και ο υπολογισμός της γίνεται με τους ίδιους κανόνες, με μια φόρμουλα που συνδέει τις συνολικά καταβληθείσες εισφορές εκάστου ασφαλισμένου με την αποδιδόμενη σύνταξη. Περισσότερα χρόνια εισφορών, υψηλότερες εισφορές ή μεγαλύτερη ηλικία συνταξιοδότησης αντιστοιχούν σε υψηλότερη σύνταξη. Αν παραμένουν αδικίες π.χ. στα ποσοστά αναπλήρωσης για τα υψηλά κλιμάκια συντάξιμων αποδοχών, είναι αδικίες που αφορούν εξίσου τους ασφαλισμένους όλων των Ταμείων.
Γιατί κάποια επαγγελματική ομάδα να δικαιούται προνομιακής μεταχείρισης έναντι των υπολοίπων;
Η συνήθης απάντηση στο ερώτημα αυτό, παραπέμπει στα περίφημα υγιή Ταμεία. Μιλώντας με δικηγόρους και μηχανικούς διαπιστώνει κανείς πως, ακόμα και σήμερα, πιστεύουν πως έχουν υγιή Ταμεία, πως η κυβέρνηση «πάει να τους ρίξει», να αρπάξει τα αποθεματικά τους. Δεν είναι έτσι.
Στο παράδοξο ελληνικό σύστημα υγιή ονομάστηκαν τα Ταμεία που ήταν ταμειακά πλεονασματικά, είτε επειδή είχαν ευνοϊκό λόγο εργαζομένων/συνταξιούχων είτε επειδή εισέπρατταν κοινωνικούς πόρους. Οι ασφαλισμένοι των υγιών Ταμείων θεωρούν περιουσία τους τα πλεονάσματα. Περιουσία που τους παρέχει μάλιστα και έξτρα δικαίωμα: ευνοϊκότερους κανόνες ασφάλισης και συνταξιοδότησης.
Αυτή η αντίληψη, αν και πολύ διαδομένη, είναι απολύτως λανθασμένη, διότι παραγνωρίζει μια βασική αλήθεια: το αναλογιστικό έλλειμμα-πλεόνασμα εκάστου Ταμείου δεν αφορά μόνο το σήμερα αλλά και όλες τις μελλοντικές υποχρεώσεις του Ταμείου. Υπ’ αυτήν την έννοια, το πρόσκαιρο και εφήμερο ετήσιο ταμειακό πλεόνασμα (ή έλλειμμα) ενός Ταμείου δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο για τη θέσπιση διαφορετικών κανόνων και την απονομή καλύτερων (ή χειρότερων) παροχών.
Στην Ελλάδα ο πυλώνας της κύριας σύνταξης είναι δημόσιος, διανεμητικός και εγγυημένος από το κράτος. Η δημογραφική διάρθρωση της κοινωνίας και η σχέση ασφαλισμένων προς συνταξιούχους επηρεάζει ως ένα βαθμό τη δυνατότητα του κράτους να παρέχει καλύτερες συντάξεις.
Ας δούμε μια υπόθεση εργασίας. Εστω ότι το 1985 οι επαγγελματίες προγραμματιστές υπολογιστικών συστημάτων/τηλεπικοινωνιών -ελάχιστοι τότε- έφτιαχναν δικό τους Ταμείο τύπου ΤΣΜΕΔΕ. Σήμερα θα είχαν πολύ ευνοϊκή αλλά εφήμερη αναλογία εργαζόμενων/συνταξιούχων: ελάχιστοι συνταξιούχοι θα εισέπρατταν συντάξεις και πολυάριθμοι εργαζόμενοι θα κατέβαλαν εισφορές. Θα ήταν δίκαιο και λογικό οι σημερινοί συνταξιούχοι του υποθετικού Ταμείου να απολαμβάνουν συντάξεις 5.000-10.000€, επειδή μπορούσαν, επειδή για τρεις δεκαετίες είχαν Ταμείο πλεονασματικό (ταμειακά); Τα αυριανά ελλείμματα, όταν τα ευνοϊκά δημογραφικά του Ταμείου επιδεινωθούν, ποιος θα τα καλύψει;
Αντιστοίχως, λόγω του μετασχηματισμού της οικονομίας (εδώ) τα δημογραφικά (αναλογία εργαζόμενων/συνταξιούχων) κάποιων Ταμείων επιδεινώνονται. Η μετατόπιση του λιανεμπορίου, π.χ., από τα μικρά καταστήματα στις μεγάλες αλυσίδες και τα πολυκαταστήματα έχει ως αποτέλεσμα λιγότερους ενεργούς ασφαλισμένους στον ΟΑΕΕ και περισσότερους στο ΙΚΑ. Λιγότερους μαραγκούς, περισσότερους πωλητές. Ποιος θα πληρώσει για τη σύνταξη των μαραγκών; Ή πρέπει να μειωθεί, ανεξαρτήτως των εισφορών που κατέβαλαν στο ΤΕΒΕ, μόνο και μόνο επειδή άνοιξαν τα ΙΚΕΑ;
Στην Ελλάδα ο πυλώνας της κύριας σύνταξης είναι δημόσιος, διανεμητικός και εγγυημένος από το κράτος. Η δημογραφική διάρθρωση της κοινωνίας και η σχέση ασφαλισμένων προς συνταξιούχους επηρεάζει ως ένα βαθμό τη δυνατότητα του κράτους να παρέχει καλύτερες συντάξεις. Ομως αυτό αφορά στο σύνολο της κοινωνίας, όχι στις επιμέρους επαγγελματικές ομάδες, για τις οποίες ο μετασχηματισμός της οικονομίας στη πορεία του χρόνου διαμορφώνει ευνοϊκούς ή δυσμενείς δημογραφικούς συσχετισμούς. Ας το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν: τα όποια πλεονάσματα των επιμέρους «υγιών» Ταμείων δεν ανήκουν στους ασφαλισμένους τους αλλά στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Και κανείς ασφαλισμένος δεν θεμελιώνει ηθικά, οικονομικά και πολιτικά, περισσότερα δικαιώματα από τις εισφορές που κατέβαλε, μόνο και μόνο επειδή πρόσκαιρα υπάρχουν πολλοί ασφαλισμένοι να χρηματοδοτούν τη σύνταξή του.
Η περίπτωση του ΤΣΜΕΔΕ, του Ταμείου με τον ευνοϊκότερο λόγο εργαζομένων /συνταξιούχων, είναι ενδεικτική του πόσο εφήμερη και απατηλή μπορεί να είναι η στιγμιαία αποτύπωση των μεγεθών ενός «υγιούς» Ταμείου. Τον Αύγουστο του 2007 το ΤΣΜΕΔΕ είχε 14.400 συνταξιούχους (λόγος εργαζομένων/συνταξιούχων 7,0 εδώ σελ. 274 & 308). Σήμερα οι συνταξιούχοι του ΤΣΜΕΔΕ είναι 27.970 ( λόγος εργαζομένων/συνταξιούχων 3,7 εδώ). Σε 10 χρόνια, σύμφωνα με αναλογιστική μελέτη του ίδιου του ΤΕΕ (εδώ, σελ 31), οι συνταξιούχοι θα είναι 53.925 και ο αντίστοιχος λόγος περίπου στο 1,96.
Ο εφικτός στόχος που αγνοήθηκε
Στο νέο σύστημα με τους «ίδιους κανόνες» οι ασφαλισμένοι του ΟΑΕΕ και του ΟΓΑ επιβαρύνονται με εισφορές 27% αντί για 38% – δεν καταβάλλουν εισφορές για εφάπαξ και επικουρική. Για ποιο λόγο, όμως, ο νέος μηχανικός, ο νέος δικηγόρος υποχρεώνεται σε εισφορές για εφάπαξ και επικουρική;
Η απαλλαγή των ασφαλισμένων του ΕΤΑΑ από εισφορές για εφάπαξ και επικουρική ήταν (και είναι) ένας ρεαλιστικός στόχος. Θα μπορούσε να γίνει με μετατροπή του Επικουρικού τους σε νέο επαγγελματικό Ταμείο με υποχρεωτική ή προαιρετική συμμετοχή. Τα ταμειακά προβλήματα που προκύπτουν από μια τέτοια αλλαγή ούτε μεγάλα είναι ούτε δισεπίλυτα. Το βέβαιο είναι πως ο νέος επαγγελματίας που σήμερα επιβιώνει δύσκολα, δεν έχει κανένα συμφέρον (και επιθυμία) να καταβάλει επιπλέον 11% των εσόδων του για μια απαξιωμένη στη συνείδησή του επικουρική σύνταξη και ένα αμφίβολο εφάπαξ. Και εφόσον οι ασφαλισμένοι του ΟΑΕΕ ή του ΟΓΑ έχουν αυτήν τη δυνατότητα, γιατί τη στερούνται οι ασφαλισμένοι του ΕΤΑΑ;
Επιπροσθέτως, αν ο υπολογισμός των συντελεστών εισφορών γινόταν σωστά -υπάρχει λάθος, έχω αναφερθεί παλαιότερα εδώ– το ποσοστό των εισφορών θα περιοριζόταν στο 22-23%. (Συνοπτικά: στους μισθωτούς μεικτός μισθός 1.000€ αντιστοιχεί σε εισφορές κύριας σύνταξης και περίθαλψης 270€ (27% των μεικτών αποδοχών). Η μισθολογική δαπάνη όμως, προσθέτοντας το έξοδο των εργοδοτικών εισφορών, είναι 1.250€ και τα 270€ που αποδίδονται ως εισφορές κύριας σύνταξης και περίθαλψης αντιστοιχούν στο 22% της συνολικής μισθολογικής δαπάνης. Στην περίπτωση των ελεύθερων επαγγελματιών, των αγροτών κ.λπ. ο σωστός συντελεστής για να υπολογιστούν οι εισφορές ως % των καθαρών εσόδων είναι το 22% και όχι το 27%)1.
Με λίγα λόγια, η ενοποίηση του ΕΤΑΑ στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης θα μπορούσε να γίνει χωρίς να επιβληθούν εξοντωτικές και αντιπαραγωγικές επιβαρύνσεις στους ασφαλισμένους -22% αντί 38%- και χωρίς να παραβιάζεται η αρχή της ισονομίας και των ίδιων κανόνων για όλους τους ασφαλισμένους.
Στο θέμα των εισφορών του ΕΤΑΑ το Υπουργείο καταφανώς υπέπεσε σε θεμελιώδη λάθη και αβλεψίες. Και στους 4 μήνες που συζητείται το νέο νομοσχέδιο δεν τα διόρθωσε, γιατί κανείς δεν του ζήτησε να τα διορθώσει. Και κατά τούτο, οι προσπάθειες και οι μαξιμαλιστικές επιλογές των συνδικαλιστικών ηγεσιών δεν απέφεραν κέρδος στα μέλη τους.
Σημείωση
1Ένα ακραίο παράδειγμα κάνει ξεκάθαρο το λάθος που έχει γίνει στην εξίσωση των συντελεστών εισφορών: με το υπάρχον σύστημα, θα μπορούσαν οι εισφορές των μισθωτών να ανέρχονται στο 100% των μικτών αποδοχών τους και ας υποθέσουμε ότι τις καταβάλλει εξ ολοκλήρου ο εργοδότης. Δηλαδή, για μεικτές αποδοχές 1.000 €, ο μισθωτός εισπράττει 1.000€, τα Ταμεία εισπράττουν 1.000€ και η δαπάνη για τον εργοδότη είναι 2.000€. Αν πάρουμε τον ονομαστικό συντελεστή των εισφορών (100%) και τον μεταφέρουμε αυτούσιο στην περίπτωση των ελεύθερων επαγγελματιών, θα πρέπει ο ελεύθερος επαγγελματίας να αποδίδει ως εισφορές το σύνολο των εσόδων του!!! Και αυτό ο νομοθέτης το ονομάζει εξίσωση εισφορών μισθωτών και ελεύθερων επαγγελματιών.