O Μάνος Ελευθερίου ήταν ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μίας κατηγορίας ανθρώπων που φθίνει μέρα με τη μέρα: είναι οι άνθρωποι που μας μεγαλώνουν.
Μερικές φορές δεν ξέρεις ότι υπάρχουν ή δεν αναγνωρίζεις το πρόσωπό τους. Όμως αυτοί είναι εκεί, στο μέσον κάτι τεράστιων και αχανών χώρων, καθισμένοι μπροστά σε έναν αργαλειό, δουλεύουν το νήμα που μας δένει όλους μαζί, το ρούχο που ντύνει την κοινή μας συνείδηση. Τρεις γενιές Ελλήνων θα τις μεγάλωσε ο Ελευθερίου. Μας χάρισε χιλιάδες από εκείνες τις λέξεις που γίνονται μαντήλι του χορού, να πιαστούμε από τις άκρες του, ή μεγάλο, ατελείωτο σχοινί, να το περάσουμε στη μέση, να δεθούμε μεταξύ μας. Δεν είναι βέβαια ο μόνος. Η Παπαγιαννοπούλου, ο Γκάτσος, ο Παπαδόπουλος, η Νικολακοπούλου, ο Σαββόπουλος, ο Πυθαγόρας ακόμα και ο Άκης Πάνου, έχουν βάλει τα λόγια τους για να φτιάξουν αυτό που έρχεται και κολλάει στα χείλη. Και στον Ελευθερίου βλέπεις τον Λόγο να εξελίσσεται, να παίρνει τη φόρμα της εποχής, διατηρώντας την αγνότητά του. Αν βάλεις, ας πούμε, τον «Αμλετ της Βροχής» δίπλα στον «Αγιο Φεβρουάριο», εύκολα θα πιστέψεις ότι έχουν γραφτεί από διαφορετικό άνθρωπο. Αλλά σάμπως είναι ο ίδιος ο άνθρωπος που γράφει το 1972 με τον άνθρωπο που γράφει το 2002;
Παραδοσιακά οι στιχουργοί είναι από τους πιο αδικημένους της τέχνης. Στη συνείδηση των ακροατών το τραγούδι ανήκει πρώτα στον ερμηνευτή και, κατά δεύτερο λόγο, στο συνθέτη του. Όλοι τον τραγουδιστή αναγνωρίζουν, λιγότεροι τον συνθέτη και καμιά φορά κανείς τον στιχουργό. Επίσης ο στιχουργός παραδοσιακά εισπράττει και τη μικρότερη αμοιβή από το ταξίδι του τραγουδιού του. Και όχι μόνο οικονομική. Ακόμα και αυτός που τραγουδάει παθιασμένα ένα στίχο, το πιθανότερο είναι ότι αδυνατεί να κατονομάσει ή να αναγνωρίσει τον στιχουργό.
Ο Μάνος Ελευθερίου, βέβαια, αν το επιθυμούσε μπορούσε να μπαινοβγαίνει από τη σκιά της διακριτικότητας στο φως της αναγνώρισης. Ήταν για δεκαετίες ο πιο γνωστός εν ζωή στιχουργός. Τα λόγια του έφτασαν στα αυτιά μας μέσα από τις συνθέσεις των επιφανέστερων και τις εκτελέσεις των πιο ταλαντούχων. Γλυκός, ταπεινός, συνεσταλμένος, λες και φοβόταν ή «ντρεπόταν» για την απήχηση της τέχνης του. Αλλά πάνω από όλα, ένας άνθρωπος από αυτούς που μας μεγαλώνουν.
Και ήταν, αν θέλετε, ένας τυχερός άνθρωπος ο Ελευθερίου. Έφυγε πλήρης ημερών και θα αργήσει πολύ να γίνει ανάμνηση. Γιατί είναι λόγια πάνω σε χείλη, βγαίνουν μαζί με την αναπνοή, πατάνε σε νότες, ανοίγουν τα χέρια των ανθρώπων και τους κάνουν να ρίχνουν το κεφάλι πίσω, στέλνοντας τα μάτια στον ουρανό.