Η πρώτη συνεδρίαση της υποεπιτροπής για «Το χρέος και την απομείωσή του», μάς επεφύλαξε δύο ευχάριστες εκπλήξεις: κλίμα συναινετικό και αλήθειες – αυτές εξάλλου είναι και η προϋπόθεση της συναίνεσης. Το βάρος της αλήθειας εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε ο Γιάννης Δραγασάκης. Και ήταν ασήκωτο, όπως το χρέος της Ελλάδας, και για πολλούς αχώνευτο.
Οι αλήθειες του κ. Δραγασάκη δεν βρίσκονται στις ημερομηνίες. Ηδη από τη συμφωνία της 25ης Μαΐου γνωρίζουμε ότι τα σημαντικότερα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους παραπέμπονται μετά το 2018. Επισήμως η καθυστέρηση χρεώνεται στις γερμανικές εκλογές, υπενθυμίζω ωστόσο ότι οι γερμανικές εκλογές του 2013 δεν εμπόδισαν την Ευρώπη το 2012 να προχωρήσει σε μια τεράστια ελάφρυνση του ελληνικού χρέους (Official Sector Involvement – OSI εδώ). Είναι λοιπόν περισσότερο ζήτημα εμπιστοσύνης παρά timing.
Οι αλήθειες του αντιπροέδρου της κυβέρνησης είναι απλές και λογικές προτάσεις, προκλητικές για τους κατά φαντασίαν ή κατ’ επάγγελμα επαναστάτες που εθίστηκαν στις αυξημένες δόσεις ανορθολογισμού και συνωμοσιολογίας.
Μερικές αλήθειες σε τίτλους:
• Εχουν και άλλοι πρόβλημα χρέους στην Ευρωζώνη, οπότε ξεχάστε τη βιωσιμότητα του χρέους ως στόχο της αναδιάρθρωσής του.
• Ο ρεαλιστικός στόχος είναι ένα χρέος τόσο προβληματικό όσο και της Ιταλίας ή της Πορτογαλίας.
• Το χρέος φούσκωσε, επειδή χρηματοδοτούσαμε την κατανάλωση εισαγόμενων προϊόντων με δανεικά. Αυτό το μοντέλο πρέπει να αλλάξει.
Για να μην κατηγορηθώ για παρερμηνεία, παραθέτω αυτούσια αποσπάσματα (με πλάγια γράμματα) του σχετικού άρθρου της «Αυγής» (εδώ) και συμπληρώνω με διευκρινιστικά σχόλια. Και, φυσικά, εύχομαι όλοι οι Ελληνες να κατανοήσουν τις αλήθειες του αντιπροέδρου, έστω κι αν αισθανθούν απατημένοι:
1. «…έχουμε την εξής ιδιομορφία, ότι πιστωτές μας είναι και αυτοί υπερδανεισμένοι. Εμείς χρωστάμε στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία. Δεν θεωρώ, λοιπόν, εύκολο να πετύχουμε μεγάλη απομείωση του χρέους μόνο για την Ελλάδα χωρίς να απομειωθεί και το δικό τους χρέος. Άρα, η θέση που είχα από τότε και διατηρώ είναι ότι πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε τώρα, πρέπει να κερδίσουμε, να διεκδικήσουμε ό,τι μπορούμε να διεκδικήσουμε τώρα, να έρθουμε ει δυνατόν, έστω και στο ίδιο επίπεδο μακάρι και καλύτερο από τους άλλους».
Εδώ ο αντιπρόεδρος αναγνωρίζει πως δεν ζει μόνον ο ελληνικός λαός και η δική μας κυβέρνηση στην Ευρώπη. Υπάρχουν κι άλλοι λαοί, κι άλλες δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις στην Ευρώπη, και συνυπάρχουμε σε μια ένωση. Και γι’ αυτό διατυπώνει την απολύτως εύλογη εκτίμηση πως το καλύτερο που μπορούμε να προσδοκούμε είναι να μειωθεί το χρέος μας στα επίπεδα Ιταλίας και Πορτογαλίας.
2. «…αν φτάσουμε στο επίπεδο της Πορτογαλίας, που η Πορτογαλία μπορεί και δανείζεται, αυτό θα είναι ένα σημαντικό βήμα. Σημαίνει όμως αυτό ότι έχουμε τελειώσει με το πρόβλημα του χρέους, αν το χρέος παραμένει πολύ υψηλό ως ποσοστό του ΑΕΠ ή αν η ανάπτυξη μας δεν είναι επαρκής;»
Οπως λέει και ο αντιπρόεδρος, η Πορτογαλία έχει μεγάλο χρέος αλλά μπορεί και δανείζεται (εννοεί με καλούς όρους – χαμηλά επιτόκια). Άρα είναι δυνατός ο δανεισμός με χαμηλά επιτόκια ακόμα και για μια χώρα με πολύ υψηλό χρέος. Αυτός είναι ο σημαντικός και εφικτός στόχος και για την Ελλάδα: να καταφέρει να δανείζεται με χαμηλά επιτόκια από τις αγορές ανεξάρτητα από το αν έχει υψηλό χρέος. Ακόμα και τότε, στα επίπεδα της Πορτογαλίας, το υψηλό χρέος θα παραμένει ως πρόβλημα -με την αυστηρή έννοια του όρου δεν θα είναι βιώσιμο- αλλά θα έχουμε κάνει ένα σημαντικό βήμα. Περισσότερα για τη βιωσιμότητα του χρέους εδώ.
3. «Οσο βιώσιμο και αν είναι το χρέος, εάν συνεχίζουμε να καταναλώνουμε με εισαγωγές τις οποίες πληρώνουμε με έσοδα από τουρισμό, ναυτιλία και δανεισμό, όπως κάναμε ως τώρα, μάλλον το χρέος θα ξανανέβει. Άρα, η αντιμετώπιση του χρέους συνδέεται και με τη δημιουργία ενός βιώσιμου παραγωγικού και δικαίου συστήματος, το οποίο ακριβώς θα εξαλείψει μία από τις αιτίες».
Επειδή η χρηματοδότηση των εισαγωγών από τον τουρισμό και τη ναυτιλία δεν είναι πρόβλημα, μάλλον ο κ. Δραγασάκης εννοεί πως, αν συνεχίσουμε να τροφοδοτούμε την κατανάλωση με δανεικά, το βουνό του χρέους θα ξανασχηματιστεί. Η κατανάλωση με δανεικά, λοιπόν, είναι μια βασική αιτία της αύξησης του χρέους, που πρέπει να εξαλείψουμε. Και καλό είναι να το κάνουν μαζί οι πολιτικές δυνάμεις, συναινετικά και με επίγνωση.
Συνοψίζω με δικά μου λόγια, εν είδει πολιτικού αφηγήματος, μερικές αλήθειες που είπε ο κ. Δραγασάκης για το χρέος:
Το χρέος της Πορτογαλίας είναι υψηλό, δεν είναι βιώσιμο, αλλά δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε κάτι καλύτερο. Ο ρεαλιστικός στόχος της κυβέρνησής μας είναι η μείωση του χρέους στα επίπεδα της Πορτογαλίας. Μείωση που, όπως συμφωνήθηκε στο Εurogroup του Μαΐου, θα επιτευχθεί με παρεμβάσεις στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του χρέους, όπως αυτές που έγιναν το 2012 (μείωση των επιτοκίων και επιμήκυνση των δανείων). Μπορούμε έτσι να επιτύχουμε τον πρώτο και σημαντικό στόχο: την έξοδο στις αγορές, την έξοδο από τα Μνημόνια, όπως τον πέτυχε και η Πορτογαλία. Και ταυτόχρονα θα πρέπει να εργαζόμαστε για τη δημιουργία ενός βιώσιμου, παραγωγικού και δίκαιου μοντέλου λειτουργίας της οικονομίας, θέτοντας τέλος στην κατανάλωση με δανεικά. Αυτή θα είναι η ασπίδα μας για το χρέος.
Ολα αυτά είναι λογικά και υπεύθυνα. Με μια μόνο υποσημείωση: ακριβώς εδώ βρισκόμασταν το 2014, με πιο ευνοϊκούς όρους μάλιστα και λιγότερο χρέος. Και τότε δεν ήταν βιώσιμο, συνυπολογίζοντας όμως τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του (χαμηλά επιτόκια και μακρινές λήξεις) και το «κρυφό πλεόνασμα χρέους» (επιστροφές 10 δισ. από Κεντρικές Τράπεζες, τα 11 δισ. του ΤΧΣ κ.α.), η απόσταση από Ιταλία και Πορτογαλία στο θέμα του χρέους ήταν μικρή.
Ο στόχος της εξόδου στις αγορές το 2015 με όρους Πορτογαλίας ήταν εφικτός και ρεαλιστικός παρά το υψηλό χρέος. Και, επιπλέον, εκκρεμούσε η ανειλημμένη από το Νοέμβριο 2012 δέσμευση των εταίρων για μια παραμετρική ρύθμιση του χρέους (επιτόκια & λήξεις). Ρύθμιση ανάλογη του OSI του 2012, την οποία ο Σύριζα λοιδορούσε, ρύθμιση ανάλογη εκείνης που προσδοκούμε σήμερα να γίνει το 2018.
Ονομαστικό κούρεμα του χρέους ούτε επιδιώκαμε ούτε ήταν ρεαλιστικό. Προσδοκούσαμε όμως ισχυρή ανάπτυξη για το 2015 -εν μέρει και λόγω της θεωρίας του συμπιεσμένου ελατηρίου, όπως ανέφερε και ο Πρωθυπουργός στη ΔΕΘ. Και τότε δεν ήταν μόνο λόγια, υπήρχε ήδη ορατή βελτίωση στους οικονομικούς δείκτες.
Γιατί λοιπόν αναλωθήκαμε το 2015 σε ανένδοτο αγώνα για γενναίο ονομαστικό κούρεμα; Γιατί κάναμε σημαία μας το ζήτημα της «βιωσιμότητας» του χρέους; Γιατί στήναμε Επιτροπές Αλήθειας, γιατί χειροκροτούσε ο Πρωθυπουργός, ο Πρόεδρος και οι καλλιτέχνες; Γιατί επιτρέψαμε στην περιπέτεια του 2015 να καθυστερήσει και να εμποδίσει την ανάκαμψη της οικονομίας; Γιατί επιβαρύναμε και επιδεινώσαμε σημαντικά το χρέος της χώρας (εδώ); Γιατί χύσαμε την καρδάρα με το γάλα, τις θυσίες πέντε χρόνων; Γιατί έχουμε σήμερα Capital Controls; Για ένα πουκάμισο αδειανό και μια αφόρετη γραβάτα;
Τα ερωτήματα αυτά τέθηκαν και θα επανέρχονται. Και η μόνη απάντηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι η λέξη αυταπάτη. Αλλά δεν είναι αποδεκτή.
Το λάθος της κυβέρνησης του κ. Τσίπρα (και του κ. Δραγασάκη) να διεκδικεί διευθέτηση του χρέους που θα εξασφάλιζε αυτομάτως στην Ελλάδα πολύ καλύτερη θέση από την Ιταλία και την Πορτογαλία, δεν ήταν ζήτημα λανθασμένης πολιτικής εκτίμησης, ούτε συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών στην Ευρώπη. Δεν ήταν καν οικονομικό ζήτημα. Ηταν και είναι ζήτημα κοινής λογικής. Απαιτούσε μέτριας ευφυίας αντιληπτική ικανότητα για να αντιληφθεί κανείς πως η διεκδίκηση αυτή δεν είχε καμιά, μα καμιά τύχη.
Πολλώ μάλλον που ο κ. Δραγασάκης δήλωσε ότι στα θέματα του χρέους δεν έχει αλλάξει άποψη και αυτή, των ρεαλιστικών στόχων δηλαδή, ήταν πάντα η άποψή του.
Οπότε, τι έκανε από τη θέση του αντιπροέδρου για να σταματήσει την ξέφρενη αυτοκαταστροφική πορεία του 2015;