Πράγματι, η διαφωνία του Ιερώνυμου με την εμπλοκή της Ριάνα στη διδασκαλία των Θρησκευτικών, πάνω στην οποία επικεντρώθηκε το θέμα της επιστολής του στον Αλέξη Τσίπρα είναι αρκετά αστεία. Ομως στις σχεδόν 7.000 λέξεις της θίγεται ίσως για πρώτη φορά με τόσο συγκροτημένο τρόπο κάτι πολύ πιο σημαντικό: η δομική αντίθεση δύο βασικών τρόπων σκέψης. Από τη μια η πίστη και από την άλλη η λογική. Μια αντίθεση που διχάζει εδώ και χρόνια την ελληνική κοινωνία. Και αποτελεί την κοινή βάση όλων των διαχωρισμών μας σε αντίθετα στρατόπεδα.
Η θέση της Εκκλησίας, όπως την εκφράζει ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος στην επιστολή του διατρέχεται από μια βασική αγωνία: ότι δεν τονίζονται επαρκώς οι διαφορές (και προφανώς η υπεροχή) του Ορθόδοξου δόγματος έναντι των άλλων. Αντίθετα, πάντα σύμφωνα με τον Ιερώνυμο, η διδασκαλία επικεντρώνεται στα κοινά στοιχεία (δηλαδή τα στοιχεία που ενώνουν) τους ανθρώπους διαφορετικών θρησκειών. Ναι, ας μην σοκάρεστε. Πολύ λογικά, κανένας εκπρόσωπος δόγματος δεν είναι δυνατόν να το δεχθεί αυτό σε δομικό, υπαρξιακό επίπεδο. Πέρα από τα συνθήματα και τις γραφικές κατάρες περί «νεο-εποχίτικης συνωμοσίας». Δηλαδή για αυτούς που θέλουν να «ξεριζώσουν την πίστη μας» όπως γράφει και η Ελεύθερη Ωρα και «να μας κάνουν έναν παγκόσμιο πολτό που ανέχεται τη διαφορετικότητα».
Χαρακτηριστικό είναι και το εξής απόσπασμα από την επιστολή: «Η ισόρροπη ανάπτυξη σ’ αυτήν την ηλικία, χωρίς μια στέρεη χριστολογική ανάλυση σε προηγούμενες τάξεις, δεν προκαλεί, το λιγότερο, θρησκευτική σύγχυση σε έναν ορθόδοξο μαθητή, που μπορεί να έχει ακούσει στην οικογένεια ή στο κατηχητικό για τον Ιησού και πληροφορείται στο σχολείο ότι υπάρχουν, όχι ένας, αλλά τρεις «Χριστοί»;
Ο Αρχιεπίσκοπος και η Ιερά Σύνοδος αντιδρούν ακριβώς όπως θα αντιδρούσε και ένα μέλος συνδέσμου φιλάθλων του Ολυμπιακού π.χ. που δεν θα επέτρεπε ποτέ να οργανωθεί στα γραφεία του μια βραδιά αφιερωμένη στο Γουέμπλεϊ. Ή τέλος πάντων στις διεθνείς επιτυχίες των άλλων ελληνικών ομάδων. Ε, αν αυτό ακούγεται λογικό, τότε δεν πρέπει να φαίνεται παράλογη η παρακάτω παρατήρηση του Αρχιεπισκόπου:
«… στην Β΄ Λυκείου δίνονται στον μαθητή ως αφορμές για προβληματισμό γύρω από την έννοια «Στερεότυπα» διάφορες φωτογραφίες της μουσουλμάνας μαθήτριας με μαντιλα σε ελληνική παρέλαση, από κατάστημα μουσουλμάνου ιδιοκτήτη με αραβική επιγραφή στο κέντρο της Αθήνας, η φετινή φωτογραφία της αιγύπτιας αθλήτριας και της γερμανίδας αθλήτριας από αγώνα μπιτς βόλεϊ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο. Είναι ενδεικτική και εδώ η εξαλλαγή του μαθήματος με επίκεντρο την κοινωνιολογία της θρησκείας, την εθνολογία ή την πολιτική επιστήμη και όχι τον θεολογικό προβληματισμό πάνω στις διαθρησκειακές ή εθνολογικές διαφορές».
Ή όταν ο Αρχιεπίσκοπος πάλι διαφωνεί με μια συγκεκριμένη γελοιογραφία του Economist στα πλαίσια της νοηματοδοτήσεως της έννοιας «Διάλογος». Η συγκεκριμένη γελοιογραφία, σύμφωνα με την περιγραφή, δείχνει ένα πεδίο μάχης γεμάτο ερείπια και νεκρούς, όπου ένας επιζών αναφέρει «Όλα ξεκίνησαν με μια διαφωνία ποιανού ο Θεός ήταν πιο ειρηνικός, καλοσυνάτος και συγχωρητικός».
Και – εύλογα, αν το δει κανείς από την δική του οπτική γωνία – ο Αρχιεπίσκοπος συμπεραίνει για την συγκεκριμένη γελοιογραφία: «Πρόκειται για αντιθρησκευτικά ερεθίσματα που υποβάλλουν στον μαθητή, στο πλαίσιο ενός μαθήματος θρησκευτικής αγωγής, την αποδοχή της ιδέας ότι οι θρησκείες είναι υπαίτιες για την βία στον κόσμο και ότι η ισχυρή πίστη οδηγεί σε μισαλλοδοξία». Και λογικά ακολουθεί η ερώτησή του: «Αυτή είναι η θέση του επίσημου σχολείου στο πλαίσιο του μαθήματος των Θρησκευτικών; Και εν πάση περιπτώσει μήπως αυτό είναι αντικείμενο ανάλυσης της κοινωνιολογίας των θρησκειών ή του μαθήματος της Αγωγής του Πολίτη;».
Η Ριάνα, ο Ασιμος και τα Spirituals
Το μεγαλύτερο μέρος της επιστολής που τόσο πολύ συζητήθηκε και τόσο λίγο διαβάστηκε (οι 4.571 από τις 6.946 λέξεις συγκεκριμένα) είναι αφιερωμένο σε σχόλια και παρατηρήσεις για το αμφιλεγόμενο περιεχόμενο των μαθημάτων – που έχουν ακτινογραφηθεί, εξεταστεί και αναλυθεί τάξη-τάξη και σελίδα-σελίδα. Ξεκινώντας από την Γ’ Δημοτικού και καταλήγοντας στην Β’ Λυκείου.
Εκεί σχολιάζονται διεξοδικά (και όχι τόσο θετικά…) οι επιλογές τραγουδιών ή αναγνωσμάτων που έχουν επιλεγεί για να πλαισιώσουν τα εκκλησιαστικά κείμενα. Για το θέμα π.χ. της ελευθερίας του αυτεξούσιου του ανθρώπου στην Α’ Λυκείου η παρατήρηση του Αρχιεπισκόπου είναι σαφής: «… Πατερικά κείμενα μόλις μιας σελίδας» και εμπλοκή «με άσχετα προς την ορθόδοξη οπτική, δοκίμια για τους φυλακισμένους, στίχους από ελληνικό παραδοσιακό τραγούδι για την φυλακή, στίχους για την «Έξοδο» των Εβραίων από ξένα τραγούδια… (spirituals, όπως το «Go Down Moses» του Louis Armstrong κλπ.)».
Επαναλαμβανόμενες αναφορές στην επιστολή του Αρχιεπισκόπου – και όχι πάλι με θετικό τρόπο – υπάρχουν για την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού και για την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου του ΟΗΕ. Για την πρώτη ο Μακαριότατος αναρωτιέται: «… πρόκειται για εκπαιδευτικό υλικό για το μάθημα των Θρησκευτικών σε παιδιά Γ΄ Δημοτικού ή υλικό σεμιναρίου κάποιας μη κυβερνητικής οργανώσεως για τα ανθρώπινα δικαιώματα;».
Οσο για την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου που περιλαμβάνεται στο βιβλίο Θρησκευτικών της 5ης Δημοτικού, αφού πρώτα ο Αρχιεπίσκοπος σημειώνει ότι «… η ύλη αυτή προσφέρεται σε παιδιά, που, σε αυτήν την ηλικία, ακόμα δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν τι είναι ο ΟΗΕ», καταλήγει με ελαφρά αγανάκτηση: «τα Θρησκευτικά έγιναν μάθημα πολιτικής ηθικής ή προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων;».
Για το πλήθος των τραγουδιών (από το «Umbrella» της Ριάνα μέχρι τον «Μπαγάσα» του Νικόλα Άσιμου) ή των κειμένων (από το ποίημα του «μαρξιστή», όπως σημειώνεται Μπέρτολτ Μπρεχτ «Για τον όρο μετανάστης» μέχρι το δοκίμιο του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου «Το τέλος του ηρωισμού») που αποτελούν προτάσεις των νέων σχολικών βιβλίων για την καλύτερη κατανόηση των εννοιών που διαπραγματεύονται η γνώμη της Εκκλησίας είναι ξεκάθαρη – και σχετικά ήπια εδώ που τα λέμε: «… το σχολείο προτείνει μία εξωτερική, καθαρά κοσμική οπτική για την Εκκλησία, που αμβλύνει την ιδιαιτερότητά της σε σχέση με άλλες εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας και μάλιστα με μη θρησκευτικό περιεχόμενο (π.χ. κοσμική μουσική)». Κοινώς «προσπαθεί να περάσει στον μαθητή της προεφηβικής ηλικίας την υποσυνείδητη παραδοχή ότι δεν έχει και τρομερή διαφορά έναν Ψαλμός του Δαυίδ από ένα τραγούδι του Μπομπ Ντίλαν».
Η ώρα της καχυποψίας
Βέβαια μπορεί η αναφορά όλων αυτών των έργων να σοκάρει σε σχέση με τα Θρησκευτικά αλλά από την πρώτη κιόλας φράση της επιστολής γίνεται σαφές ότι ΔΕΝ πρόκειται για διδακτέα ύλη, αλλά για απλές ΟΔΗΓΙΕΣ του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής προς τους εκπαιδευτικούς. Και ότι «απόκειται στον εκπαιδευτικό η ειδικότερη χρήση των κειμένων και μουσικών έργων της διδακτέας ύλης, που δεν αποτελούν σχολικά βιβλία».
Πού είναι λοιπόν το πρόβλημα; Για κάποιον κακόπιστο, το πρόβλημα είναι ότι οι δάσκαλοι αποκτούν το δικαίωμα να επιλέξουν. Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος πάλι, το εντοπίζει στο γεγονός ότι φανερώνει «σε ποιο μαθησιακό αποτέλεσμα αποβλέπουν τα νέα προγράμματα σπουδών». Ανησυχεί δηλαδή για τις ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ που μπορεί να υποκρύπτονται. Εξάλλου, δύο παραγράφους πιο κάτω το θέτει πιο ξεκάθαρα:
«Η δικαιολογία περί της μεταβολής του μαθήματος των Θρησκευτικών συνδέεται με την υποβάθμιση των μαθημάτων των Αρχαίων Ελληνικών και της Ιστορίας»; Και εδώ υπεισέρχεται το ερώτημα που θα έκανε την Ελένη Λουκά ευτυχισμένη: «Υφίσταται ευρύτερος σχεδιασμός, ώστε οι επόμενες γενιές ελλήνων πολιτών να αποτελούνται από μία σχετική πλειοψηφία ελληνογενούς πληθυσμού με ασθενή ταυτότητα;». Για να καταλήξει ο Αρχιεπίσκοπος στην ουσία: «Εάν έτσι είναι, πρόκειται για μια εκπαιδευτική επιλογή εθνικής και ιστορικής εμβέλειας, για την οποία οφείλουν οι υπεύθυνοι να δημοσιοποιήσουν τις προθέσεις τους».
Οταν λοιπόν η επιστολή του Αρχιεπισκόπου καταλήγει προτείνοντας διάλογο από μηδενικής βάσεως με το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής για να «καταλήξουν από κοινού στις αλλαγές που θα εφαρμοστούν στο μάθημα» στην πραγματικότητα πετάει τη μπάλα στην κερκίδα. Και επαναφέρει το μεγάλο υπαρξιακό χάσμα της χώρας.
Δηλαδή την κλασική διαμάχη ανάμεσα στους ανθρώπους που ξεκινούν τις προτάσεις τους με το «νομίζω» και σε αυτούς που ξεκινούν τη φράση τους με το «πιστεύω». Ή αλλιώς σε αυτούς που θεωρούν ότι η απάντηση βρίσκεται στην εξωστρέφεια και στην αναζήτηση των στοιχείων που μας ενώνουν με τους άλλους. Και σε αυτούς που πιστεύουν ότι πρέπει να αφοσιωθούμε σε αυτά που μας διαχωρίζουν από τους άλλους ώστε να διασώσουμε την ταυτότητά μας.
Αλλά πάλι, γιατί να απαιτεί κανείς από την Εκκλησία να είναι προοδευτική η εξωστρεφής; Δεν είναι αυτή η δουλειά της. Ομως δεν είναι και η δουλειά της να επιπλήττει το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής επειδή «το εκπαιδευτικό υλικό όχι μόνο δεν βοηθάει το παιδί μιας ορθόδοξης οικογένειας στη διαμόρφωση μιας συνεκτικής εικόνας για την Ορθοδοξία, αλλά κλονίζει και τις νωπές ακόμα θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Του προκαλεί σύγχυση, ενσπείροντας του την λογική αμφιβολία…». Γιατί αυτό είναι δουλειά του κατηχητικού.
(Ολόκληρη η επιστολή του Αρχιεπίσκοπου Ιερώνυμου εδώ)