«Σκέφτομαι να ψηφίσω Λεβέντη ή Κόμμα Πειρατών». Αυτή η φράση «έπαιζε» πολύ στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις. Νέοι, κατά βάση απολίτικοι, δήλωναν αποφασισμένοι να ρίξουν την ψήφο τους στον χαριτωμένο κύριο Βασίλη. Τον ήξεραν άλλωστε καλά μέσα από τα βιντεάκια στο YouΤube. Τα βιντεάκια που έπαιζαν στην ίδια playlist με τα «άντε γεια» του Τάκη Τσουκαλά και τους πιο επικούς καβγάδες στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης.
Και κάπου εκεί, σε μία παύση ενός βίντεο με κατάρες προς τις οικογένειες Μητσοτάκη και Παπανδρέου, σε αρκετούς γεννήθηκε η άποψη ότι «πρέπει να στείλουμε τον Λεβέντη στη Βουλή». Σκεφτείτε το σαν μία χάρη προς τον γραφικό που επιμένει ή καλύτερα σαν μία πλάκα προς το πολιτικό σύστημα. «Να μπει να πει τις αλήθειες του, και αν του ξεφύγει και καμία χαριτωμενιά για τους “αρκουδέηδες», τις “μούργες” και τα “καθιζήματα”, ακόμα καλύτερα».
Τον Βασίλη Λεβέντη, οι περισσότεροι τον θεωρούν χαριτωμένο, τον συμπαθούν. Το γιατί είναι απλό. Ο κύριος Βασίλης είναι ο ηλικιωμένος που μένει δίπλα μας, ίσως ο παππούς μας ή ο συμπαθητικός κύριος που πηγαίνει τη Δευτέρα στην λαϊκή και την Κυριακή στην εκκλησία. Μπορεί να τον συμπαθούμε αλλά δεν πιάνουμε εύκολα πολιτική κουβέντα μαζί του. Γιατί γνωρίζουμε ότι εκτός από αναθέματα για το πολιτικό σύστημα και αναπολήσεις προηγουμένων ένδοξων δεκαετιών, ο συμπαθητικός κύριος μπορεί να μας προσφέρει μόνο απαρχαιωμένα ηθικά κηρύγματα διανθισμένα με χριστιανικά ταμπού.
Το ίδιο ισχύει και για τον κύριο Βασίλη που ανεβαίνοντας στο βήμα της Βουλής πέταξε το πέπλο του κεντρώου προοδευτικού ευρωπαϊστή και περνώντας από τα ακροδεξιά έδρανα, έκλεψε τα σκονάκια του Μιχαλολιάκου. Δεν εξηγείται αλλιώς. Φαντάζομαι την αμηχανία του Κασιδιάρη, του Λαγού και των άλλων δήθεν θεματοφυλάκων της χριστιανικής ηθικής στο άκουσμα του λόγου του Βασίλη Λεβέντη.
Οι ατάκες περί «ανωμαλίας» και «ψυχασθένειας» που εκτόξευσε προς τους τρανς ανθρώπους είναι βγαλμένες από τις πιο ακροδεξιές ονειρώξεις. Ο κύριος Βασίλης όμως δεν τις ξεστομίζει με τις φλέβες στον λαιμό και τα σάλια στο μικρόφωνο όπως ο Κασιδιάρης. Τις ξεστομίζει με την ελαφρότητα της άγνοιας και την επιπολαιότητα που πηγάζει από μία ηθική που μυρίζει ναφθαλίνη.
Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο κύριος Βασίλης δεν είναι φασίστας. Είναι απλά ένας μοναχικός καβαλάρης μιας απαρχαιωμένης αντίληψης που καλπάζει προς την ιστορική λήθη.