Από μια σκοπιά ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε δίκιο όταν πρόσφατα στην Βουλή δήλωσε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ακολουθεί αριστερή πολιτική». Φυσικά σε σύγκριση πάντοτε με την πολιτική που ακολούθησε η ΝΔ επί γέρου Καραμανλή και επί τζούνιορ Καραμανλή. Επί του πρώτου η Ελλάδα σύμφωνα με τα λόγια του στενού του συνεργάτη, Μιλτιάδη Έβερτ: «Ο κρατικός τομέας της Ελλάδας ξεπέρασε αυτόν της κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας» ενώ επί ηγεσίας Κώστα Καραμανλή δεν έμεινε πουλί στον κάμπο που να μην διορίσθηκε στο Δημόσιο!
Ομως σε ένα άλλο επίπεδο η αναφορά του κ. Μητσοτάκη σε μια «αριστερή πολιτική» δείχνει ότι επικρατεί μια σοβαρή σύγχυση στο επιτελείο του αναφορικά με το τι εκλογική στρατηγική θα χαράξει έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Ουσιαστικά υπάρχουν δύο επιλογές:
Η πρώτη δεν περιέχει καμία αναφορά σε έννοιες όπως «Αριστερά/Δεξιά» και η έμφαση είναι στις ικανότητες του ηγέτη και των συνεργατών του να «λύσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο τόπος». Το κόμμα και ιδίως ο ηγέτης ζητεί την λαϊκή εντολή όχι επειδή εκπροσωπεί μία συγκεκριμένη ιδεολογία, αλλά επειδή θεωρεί τον εαυτό του πιο ικανό στην αντιμετώπιση των προβλημάτων από τους αντιπάλους του. Αυτή π.χ. ήταν η προεκλογική εκστρατεία που ακολούθησε πρόσφατα ο Μαουρίτσιο Μάκρι στην Αργεντινή και επικράτησε έναντι του ιδεολογικού neopopulismo της Κριστίνα Κίρτσνερ.
Η δεύτερη στρατηγική επικεντρώνεται σε ιδεολογικές και ηθικές αξίες και στοχεύει σε μια «πολιτισμική σύγκρουση» (culture wars) με τους αντιπάλους. Οι αδυναμίες του «εχθρού» στα πλαίσια αυτής της στρατηγικής δεν ερμηνεύονται ως τεχνοκρατική αδυναμία αλλά ως απόρροια του συγκεκριμένου πλαισίου ιδεών που ακολουθεί. Αυτή είναι η στρατηγική που ακολουθεί η Δεξιά του ρεπουμπλικανικού κόμματος των ΗΠΑ και η τακτική που ακολούθησε πρόσφατα η αντιπολίτευση στην Βενεζουέλα κατατροπώνοντας τον «τσαβισμό» του Νικολά Μαδούρο.
Το κόμμα και ιδίως ο ηγέτης ζητεί την λαϊκή εντολή όχι επειδή εκπροσωπεί μία συγκεκριμένη ιδεολογία, αλλά επειδή θεωρεί τον εαυτό του πιο ικανό στην αντιμετώπιση των προβλημάτων από τους αντιπάλους του
Κάθε επιλογή έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της και εξαρτάται και από τους συγκεκριμένους στόχους: αν ο στόχος σου είναι να πείσεις τους οπαδούς σου να πάνε να ψηφίσουν, ακολουθείς την δεύτερη. Αν πάλι ο στόχος σου είναι να προσεταιρισθείς τις ψήφους των αναποφάσιστων ακολουθείς την πρώτη.
Αυτό που δεν μπορείς να κάνεις είναι αυτό που έκανε ο ηγέτης της ΝΔ πρόσφατα: να ακολουθείς μια στρατηγική με αντιφατικό τρόπο. Οταν ο κ. Μητσοτάκης έκανε πρόσφατα τις δηλώσεις αυτές, στην ουσία αποδεχόταν τις παραμέτρους της δεύτερης στρατηγικής που βασίζεται στην ιδεολογική κριτική και σε διαχωρισμούς όπως «Αριστερά/Δεξιά». Ομως την ίδια στιγμή αναιρούσε την ιδεολογική κριτική, αμφισβητώντας την «αριστερή» φύση του κυβερνώντος κόμματος. Οποιοσδήποτε δημοσιογράφος στο μέλλον θα μπορεί να τον ρωτήσει: «Aν ο Σύριζα δεν ακολουθεί “αριστερή” πολιτική τι ακολουθεί; “Δεξιά” πολιτική; Και εσείς τότε τι ακολουθείτε; “Αριστερή” πολιτική;».
Μπορεί κανείς εύκολα να φαντασθεί πόσο γρήγορα θα καταρρεύσει η προεκλογική εκστρατεία της ΝΔ στη σύγχυση και στο κομφούζιο που θα επακολουθήσει…
Ο κ. Μητσοτάκης και το επιτελείο του πρέπει να αποφασίσουν. Είτε ακολουθούν την πρώτη στρατηγική αποφεύγοντας κάθε αναφορά σε «Αριστερά/Δεξιά» και γενικότερα ιδεολογικές αξίες. Ή επιλέγουν έναν συνολικό «πολιτισμικό πόλεμο» εντός του οποίου οι αναφορές σε αξίες και ιδεολογίες παίζουν καθοριστικό ρόλο.
Αυτό που δεν μπορούν να κάνουν είναι να συγχέουν τις δύο αυτές στρατηγικές.