Θα μπορούσε να είναι ο Μελέαγρος ή ο Λουκιανός των ημερών μας... | Menelaos Myrillas / SOOC
Απόψεις

O Μελέαγρος και ο Λουκιανός από τη Συρία

Η χώρα βρίσκεται σε καραντίνα. Από τη μία οι εγκλωβισμένοι στις δικές μας λάσπες κι από την άλλη οι Ευρωπαίοι που μας κλείνουν τα σύνορα. Και στη μέση εμείς, «που δεν ακούσαμε κρότον κτιστών» και δεν πήραμε χαμπάρι τι τείχη και φράχτες φτιάχτηκαν γύρω μας
Ανδρέας Ζαμπούκας

Ο Μελέαγρος ήταν κυνικός φιλόσοφος και ποιητής. Γεννήθηκε στα Γάδαρα της Κοίλης Συρίας. Εζησε στην Τύρο και πέθανε το 60 π.Χ. στην Κω. Εγινε «famous» με την σπουδαία συλλογή του «Στέφανος». Υπήρξε ερωτικός ποιητής.  Ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς (125 – 180 μ.Χ.) ήταν ρήτορας και σατιρικός συγγραφέας. Από τους σημαντικότερους αττικιστές συγγραφείς της Δεύτερης Σοφιστικής. Σύρος κι αυτός στην καταγωγή. Γεννήθηκε στα Σαμόσατα, πρωτεύουσα της Κομμαγηνής.

Και τα δυο αυτά ονόματα είναι καταγεγραμμένα σε περίοπτη θέση στη γραμματολογία μας, την Ελληνική! Δεν συναγωνίζονται φυσικά τους μεγάλους σταρ, όπως για παράδειγμα τον Σολωμό (έγραφε κυρίως στα Ιταλικά..!)  αλλά για την στοιχειώδη λόγια γνώση είναι σημαντικοί.

Αυτοί λοιπόν οι δύο κατάγονταν από την Συρία. Δεν έχει βέβαια, καμία σχέση η Συρία των ελληνιστικών χρόνων με το σημερινό συνονθύλευμα  φυλών και θρησκειών της εμπόλεμης χώρας αλλά η συνείδηση της «τοπικής ταυτότητας» υπήρχε και τότε. Κι αν επιχειρήσουμε να αναζητήσουμε εθνικά χαρακτηριστικά με τους σημερινούς όρους, μπορεί και να τα βρούμε στον προσδιορισμό της καταγωγής (Γάδαρα, Σαμόσατα, Κομμαγηνή κτλ).

Από κει και πέρα, και ο Μελέαγρος και ο Λουκιανός θα μπορούσαν να ήταν σημερινοί πρόσφυγες. Πνευματικοί άνθρωποι της Συρίας που πέρασαν με έναν πιο ακίνδυνο ίσως τρόπο, το Αιγαίο και ζήτησαν άσυλο στην Αθήνα. Θα μπορούσαν να είναι αυτοί και ακόμα περισσότεροι οι καλλιτέχνες, οι επιστήμονες, οι έμποροι, οι δάσκαλοι της Συρίας που θα μιλούσαν, όπως τότε, άπταιστα τα Ελληνικά και θα αναζητούσαν μια σημαντική θέση στην «αγορά» της Ελλάδας, όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην πατρίδα τους.

Εγκλωβισμένοι κι ανήμποροι οι ίδιοι, στο περιθώριο της Ιστορίας, όχι μόνο δεν μπορούμε να ενσωματώσουμε σπουδαίο ανθρώπινο δυναμικό για τον πολιτισμό μας αλλά ούτε να δώσουμε ένα χέρι συμπόνιας στον ανώνυμο άνθρωπο της Ειδομένης

Και η Ελλάδα θα ήταν σε θέση να τους δώσει απλόχερα, ό τι τους άξιζε στην αξιοκρατική της κοινωνία. Στην κοινωνία της, με την πανίσχυρη οικονομία, την διεθνοποιημένη παιδεία της, τις τεράστιες βιομηχανίες της, τις καινοτόμες επιχειρήσεις της και τα μεγάλα της επιτεύγματα στον σύγχρονο πολιτισμό. Αυτής που θα ήταν το μεγάλο κέντρο στην νοτιοανατολική Μεσόγειο και  δεν θα υπήρχε ανεργία ούτε για τους Ελληνες -ποιον θα ενδιέφερε αλήθεια τι είναι Ελληνας;- ούτε και για τους άλλους κοντινούς «μέτοικους» της ευρύτερης περιοχής.

Αλήθεια, δεν υπάρχει σήμερα, ένας Μελεάγρος και ένας Λουκιανός στην Ειδομένη; Δεν μπορεί θα υπάρχει. Κι αν όχι στην Ειδομένη, σίγουρα θα πέρασε τους προηγούμενους μήνες τράνζιτ προς την Γερμανία ή την Σουηδία. Ποιος νοιάζεται όμως για Μελέαγρους και Λουκιανούς σήμερα; Εδώ δεν νοιαζόμαστε για Πλάτωνες και Αριστοτέληδες που είναι κι από τα μέρη μας, τους άλλους θα ψάχνουμε;

Ετσι όπως μας δέρνει η κατάντια και η μιζέρια μας, μόνο μάζες ανήμπορων μέσα στις λάσπες, μπορούμε να φωτογραφίσουμε. Και το πολύ πολύ, να τις στείλουμε πιο πέρα, να «λιαστούν» για ξεκάρφωμα. Εγκλωβισμένοι κι ανήμποροι οι ίδιοι, στο περιθώριο της Ιστορίας, όχι μόνο δεν μπορούμε να ενσωματώσουμε σπουδαίο ανθρώπινο δυναμικό για τον πολιτισμό μας αλλά ούτε να δώσουμε ένα χέρι συμπόνιας στον ανώνυμο άνθρωπο της Ειδομένης. Λες και επιδιώκουμε να στήνουμε συνέχεια ειδικά εφέ για πόνο και εξαθλίωση στις ψυχές μας.

Το Προσφυγικό  ίσως είναι μοναδική ευκαιρία να καταλάβουμε τελικά ποιοι είμαστε. Πως μείναμε άδοξοι και ανάξιοι «ποιητές» στο ανοργασμικό παρόν μας. Ούτε καν οι πρόσφυγες δεν μας θέλουν. Ούτε αυτοί από μέσα ούτε οι εταίροι απ’ έξω. Η χώρα βρίσκεται σε καραντίνα. Από τη μία οι εγκλωβισμένοι στις δικές μας λάσπες κι από την άλλη οι Ευρωπαίοι που μας κλείνουν τα σύνορα. Και στη μέση εμείς, «που δεν ακούσαμε κρότον κτιστών» και δεν πήραμε χαμπάρι τι τείχη και φράχτες φτιάχτηκαν γύρω μας…

Η πατρίδα του Λουκιανού, η Κομμαγηνή σβήστηκε από τον χάρτη όταν η Ιστορία δεν είχε πια τι να κάνει μαζί της. Από την πολλή αδράνεια, από την αδυναμία, η ενέργεια κάποτε στερεύει και χάνεται. Και όταν πια δεν έχεις τίποτα να δώσεις στον κόσμο, δεν υπάρχει και λόγος να υπάρχεις. Ως κοινωνία, ως άνθρωπος, ως πολιτεία και  χώρα μαζί…