Βράδυ Κυριακής και κάποιοι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σχολίαζαν, με αρκετή δόση ειρωνείας, ότι η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη, «ένωσε» δεξιούς, κεντρώους, φιλελεύθερους και κεντροαριστερούς. Δεν έχουν άδικο. Λίγο οι ακρότητες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, λίγο το παρολίγον καλοκαιρινό Grexit, λίγο η εκλογική και κοινωνική καθίζηση σε ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι, πολλοί βλέπουν στον νέο αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας μια ευκαιρία πολιτικής ανάτασης και επαναφοράς των φιλομεταρρυθμιστικών και φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων στην εξουσία.
Είναι όμως έτσι; Μια τέτοια ανάλυση παραείναι βολική και μάλλον αγνοεί κοινωνικά δεδομένα και πολιτικές ισορροπίες. Ακόμη χειρότερα για τον προοδευτικό χώρο και όσους αυτοπροσδιορίζονται ως κεντροαριστεροί ή κεντρώοι ριζοσπάστες, η λογική αυτή μπορεί να τους αποξενώσει και άλλο από τις κοινωνικές αλλαγές.
Πρώτον, παρά τους ανθεκτικούς δεσμούς των νεοδημοκρατών με την παράταξή τους, η ελληνική Δεξιά παραμένει κατακερματισμένη, καθώς το αντιμνημονιακό στρατόπεδο της έχει στερήσει αρκετές δυνάμεις. Χαμένοι των μνημονίων δεν υπάρχουν μόνο στα αριστερά, αλλά και στα δεξιά του πολιτικού φάσματος. Ο επαναπατρισμός τους είναι όρος μεγέθυνσης της ΝΔ. Επιπλέον, για να κερδίσει τις επόμενες εκλογές, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα στοχεύσει στην αναδόμηση του πολυσυλλεκτικού χαρακτήρα της ΝΔ με προγραμματικούς και οργανωτικούς όρους. Οι ισορροπίες με στελέχη των καραμανλικού και σαμαρικού μπλοκ είναι όρος επιβίωσης και του ίδιου. Ο ευσεβής πόθος αρκετών να δουν μια φιλελεύθερη, μετριοπαθή Νέα Δημοκρατία που στρέφεται στο κέντρο, θα είναι μια ριψοκίνδυνη εκλογικά στρατηγική.
Η βαθιά τομή μεταξύ «χαμένων των μνημονίων» και «όσων αντέχουν» ή είναι «βολεμένοι» είναι υπαρκτή και ξεπερνά το δίλημμα «υπέρ ή κατά της Ευρώπης». Εξάλλου, το 1/5 των ψηφοφόρων της ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ποταμιού ψήφισαν ΟΧΙ στο δημοψήφισμα. Οι ίδιες τάσεις, επιβεβαιώθηκαν στην κάλπη του Σεπτεμβρίου είτε μέσω της αποχής είτε μέσω της νέας στήριξης στο ΣΥΡΙΖΑ
Δεύτερον, οι τρεις εκλογικές αναμετρήσεις του 2015 αποτύπωσαν μια νέα κοινωνική πραγματικότητα, με «χαλαρή» κομματική ταύτιση, αλλά σαφή ταξικά χαρακτηριστικά, τα οποία οι «προοδευτικοί» επιμένουν να τα αγνοούν. Θεωρούν, λανθασμένα, ότι η καθίζηση του χώρου είναι πρόβλημα «προσφοράς», δηλαδή απουσίας μιας ενιαίας Κεντροαριστεράς ή ενός χαρισματικού ηγέτη. Στην πράξη, αγνοούν τη σημασία της «ζήτησης», κατά πόσο δηλαδή υπάρχει ακροατήριο για μια μεταρρυθμιστική ατζέντα, έτσι όπως αυτοί την εκφράζουν.
Το δημοψήφισμα του Ιουλίου χτύπησε το καμπανάκι. Η βαθιά τομή μεταξύ «χαμένων των μνημονίων» και «όσων αντέχουν» ή είναι «βολεμένοι» είναι υπαρκτή και ξεπερνά το δίλημμα «υπέρ ή κατά της Ευρώπης». Εξάλλου, το 1/5 των ψηφοφόρων της ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ποταμιού ψήφισαν ΟΧΙ στο δημοψήφισμα. Οι ίδιες τάσεις, επιβεβαιώθηκαν στην κάλπη του Σεπτεμβρίου είτε μέσω της αποχής είτε μέσω της νέας στήριξης στο ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτές τις τάσεις όμως εντοπίζεται η πλειοψηφία του βασικού ακροατηρίου των προοδευτικών, εφόσον θέλουν να βρίσκονται κοντά στις κοινωνικές και τις ιδεολογικές τους ρίζες: οι νέοι, οι άνεργοι, οι φτωχοί, οι μικρομεσαίοι, το πρεκαριάτο – νεότερο και μεγαλύτερο.
Συμπερασματικά, η πορεία της Νέας Δημοκρατίας προς το μεταρρυθμιστικό κέντρο υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι αβέβαιη και έχει σοβαρά εμπόδια. Για την ώρα, αφορά κυρίως την πλειοψηφία του ΝΑΙ, έχει ταξικά χαρακτηριστικά και συντηρεί μάλλον τον διακαή πόθο κάποιων για ένα μεγάλο φιλοευρωπαϊκό συνασπισμό, τον οποίο δεν είναι βέβαιο ότι τον έχει ανάγκη η Νέα Δημοκρατία. Από την άλλη, είναι ματαιοπονία για όσους βρίσκονται στο Κέντρο, να προσδοκούν το μικρο κομμάτι μιας ήδη φαγωμένης πίτας και να γίνουν ουρά μιας νέας πολυσυλλεκτικής Δεξιάς, απλώς επειδή έχουν απέναντι τους μια επικίνδυνη εθνικο-Αριστερά.
Πολιτικός χώρος υπάρχει. Ως γνωστόν, οι κοινωνικές ανάγκες υπαγορεύουν τις πολιτικές ατζέντες. Για να το πούμε απλά, η ευκαιρία για την εκλογική ανάκαμψη των προοδευτικών και δη της Κεντροαριστεράς, είναι η πλειοψηφία του ΟΧΙ, των μεγάλων χαμένων και σύντομα απογοητευμένων από τη «μια από τα ίδια» κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Αυτή η μεγάλη κοινωνική μάζα, που ουσιαστικά βρίσκεται χωρίς πολιτική εκπροσώπηση, θα καθορίσει την πολιτική ταυτότητα της Ελλάδας για την επόμενη δεκαετία. Εδώ υπάρχει μια μεγάλη δεξαμενή και ταυτόχρονα, μια μεγάλη πολιτική ευκαιρία για ένα νέο, ριζοσπαστικό, συγκρουσιακό πολιτικό λόγο, εστιασμένο σε υπαρκτές ανάγκες που θα απευθύνεται σε ειδικά κοινά και δεν θα παζαρεύει με το αποτυχημένο «παλιό». Αυτό είναι ένα πλαίσιο αντιπολίτευσης και κυρίως, αλλαγής χαρακτήρα για τους σημερινούς μετριοπαθείς. Αν θέλουν να αποφύγουν το χασμουρητό των πολιτών, τη συρρίκνωση και αφομοίωσή τους από τα δύο μεγαλύτερα, πελατειακά κόμματα, καλό θα είναι να κηρύξουν το δικό τους ανένδοτο χωρίς ετεροκαθορισμούς.
*Ο Παναγιώτης Βλάχος είναι επικεφαλής της πολιτικής κίνησης «Μπροστά»