Το πρώτο επεισόδιο με πρωταγωνίστρια την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου είναι γνωστό. Κατέθεσε μήνυση εναντίον του καθηγητή Σταύρου Τσακυράκη επειδή τής άσκησε κριτική για μια επιστολή που έστειλε στους ομολόγους της ευρωπαϊκών κρατών, η οποία είχε και πολιτικό περιεχόμενο.
Η ενέργειά της αυτή επικρίθηκε από πολλούς ανθρώπους της νομικής επιστήμης, η ίδια έδωσε εξηγήσεις και η υπόθεση θα πάρει το δρόμο της. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν (πρέπει να) υπάρχει δικαστής ο οποίος θα καταδικάσει κάποιον για έκφραση γνώμης, έστω κι αν μηνυτής είναι ανώτερός του δικαστής.
Αλλά ας το αφήσουμε αυτό. Κάποιος καλοπροαίρετος θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ενέργεια της κυρίας Θάνου και να πει «έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό της». Χάριν του διαλόγου, ας το δούμε έτσι.
Ομως, ήρθε η χτεσινή αποκάλυψη, ως συνέχεια του προηγούμενου επεισοδίου, η οποία φανερώνει ότι όλα αυτά δεν είναι τυχαία. Η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου έστειλε επιστολή στην πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Φώφη Γεννηματά, διαμαρτυρόμενη – άκουσον, άκουσον – επειδή το κόμμα εξέδωσε ανακοίνωση για την υπόθεση αυτή και επειδή ο πρώην πρόεδρος του κόμματος Βαγγέλης Βενιζέλος κατέθεσε ερώτηση στη Βουλή! Η επιστολή εδώ.
Η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ της απάντησε πολύ εύστοχα (εδώ). Αλλά η δεύτερη αυτή ενέργεια της κυρίας Θάνου προκαλεί κατάπληξη, διότι επιθυμεί να γίνει λογοκρισία στον κοινοβουλευτικό έλεγχο. Αυτό είναι απαράδεκτο. Ουδείς ποτέ διανοήθηκε να εμποδίσει βουλευτή να καταθέσει ερώτηση στη Βουλή, όσο σκληρή κι αν είναι.
Και οι δικαστές είναι πολίτες και έχουν πολιτικές προτιμήσεις. Ακόμα και σε πολύ οξυμμένες περιόδους της πολιτικής μας ζωής, με οξύτατες συγκρούσεις πολιτικοδικαστικές, τέτοιο φαινόμενο δεν υπήρξε. Την περίοδο του σκανδάλου Κοσκωτά, θυμάμαι τις επικές συγκρούσεις του τότε Προέδρου του Αρείου Πάγου Βασίλη Κόκκινου (ήταν κοινό μυστικό ότι ήταν πολιτικός φίλος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη) με τον μακαρίτη Ευάγγελο Γιαννόπουλο. Ο Κόκκινος είχε ακούει τα μύρια όσα. Αλλά δεν διανοήθηκε ούτε να μηνύσει τον Γιαννόπουλο ούτε να ζητήσει να μην κατατίθενται ερωτήσεις στη Βουλή. Μπορούσε να καταλάβει ότι η θέση του ήταν (και) πολιτική, αφού η κυβέρνηση όριζε τα πρόσωπα, όπως και σήμερα. Ετσι, καταλάβαινε ότι οι συγκρούσεις είναι μέσα στο πολιτικό παιχνίδι.
Αντίθετα, η κυρία Θάνου φαίνεται ότι αδυνατεί να αντιληφθεί πως ουδείς μπορεί να απαγορεύσει την κριτική προς το πρόσωπό της. Η Ελλάδα είναι δημοκρατική χώρα. Οι βουλευτές καταθέτουν ερωτήσεις στη Βουλή, οι δημοσιογράφοι μιλάνε και γράφουν ελεύθερα. Μόνο σε χώρες με αυταρχικά καθεστώτα όλοι αυτοί συλλαμβάνονται και φυλακίζονται. Τα δημόσια πρόσωπα είναι υποχρεωμένα να ανέχονται την κριτική όσο σκληρή κι αν είναι, πόσω μάλλον που αυτά έχουν τη δυνατότητα να απαντούν με τον ίδιο τρόπο στους επικριτές τους.
Η μήνυση της κυρίας Θάνου εναντίον του καθηγητή Τσακυράκη και, κυρίως, η επιστολή της προς την κυρία Γεννηματά δείχνουν ότι η νυν Πρόεδρος του Αρείου Πάγου διακατέχεται από έναν ιδιότυπο αυταρχισμό. Πώς είναι δυνατόν να ζητεί από αρχηγό κόμματος να λογοκρίνει βουλευτές;
Οι δικαστές πρέπει να είναι αυστηροί στην άσκηση των καθηκόντων τους. Αλλά δεν πρέπει να μπερδεύουν την αυστηρότητα με τον αυταρχισμό, όπως φαίνεται ότι κάνει η κυρία Θάνου.
Αν ξανασκεφθεί ειδικά το περιεχόμενο της επιστολής της, αν ρωτήσει συναδέλφους και ομοτέχνους της με ορθή κρίση, θα πειστεί ότι έκανε λάθος.
Σε κάθε περίπτωση και εδώ ισχύει απολύτως η πριν από ενάμιση αιώνα ρήση του προέδρου των ΗΠΑ Αβραάμ Λίνκολν: «Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι μπορούν να αντέξουν τις αντιξοότητες. Αλλά, αν θέλεις να δοκιμάσεις τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου, δώσ’ του εξουσία».