Έχω γράψει με άλλη ευκαιρία ότι η γενιά μου, η γενιά της Μεταπολίτευσης, υπήρξε η πιο τυχερή γενιά στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, ακριβώς γιατί ήταν η μόνη που έζησε την απόλυτη κανονικότητα μέχρι να πενηνταρίσει, δηλαδή μέχρι το ’10. Και επειδή ο ηρωισμός και τα έπη ζούσαν μόνο μέσα στη φαντασία της (την οποία η γενιά αυτή διέθετε καλπάζουσα), ήταν λογικό να μην έχει γίνει η μούσα πολλών καλλιτεχνών. Οι καλλιτέχνες της γενιάς αυτής ζητούσαν και αυτοί σαν τους συνομηλίκους τους δάνειες συγκινήσεις από τα προηγούμενα ταραγμένα χρόνια- κάποιοι το κάνουν ακόμα. Πλην ενός. Του Νίκου Πορτοκάλογλου.
Σχεδόν με την εμφάνισή του, στις αρχές του ΄80, μας συστήθηκε, ασυνείδητα πιθανότατα, ως ο τραγουδοποιός που θα αντλήσει την έμπνευση από τη νηνεμία των χρόνων που είχε την τύχη να ζήσει και αυτό νομίζω ήταν η βασικότερη συνθήκη που προδιέγραψε την πορεία του μέχρι σήμερα. «Ανήκω στην καημένη γενιά της Μεταπολίτευσης, γι αυτό υπάρχει λόγος σοβαρός που ήμουν νέος χλιαρός», είπε περίπου όταν έγραψε το αντιηρωικό εμβατήριο της γενιάς μας και από τότε κατοχυρώθηκε ως ο ροκ συνοδοιπόρος πολλών από εμάς. Όχι όλων, γιατί όπως είπαμε πολλοί ζουν ακόμα μέσα στο μυαλό τους αγώνες και επαναστάσεις που δεν γνώρισαν ποτέ, αλλά είχαν την ανάγκη να προβάλουν στα δικά τους χρόνια, με άλλη μουσική υπόκρουση πιο επική. Ο Νίκος δεν έκανε για αυτούς.
Όμως με ένα τρόπο απαλλάχτηκε και εκείνος από την υποχρέωση να υποδαυλίζει το ρηχό μαζικό συναίσθημα για να τους δικαιώνει. Έμεινε μακριά από τους ορμητικούς συρμούς που διαμορφώνουν οι μέσοι όροι και που εύκολα η καλλιτεχνική ελευθεριότητα μπορεί να πυρπολήσει στις πλατείες και στους δρόμους. Για αυτό δεν άκουγες ποτέ τα τραγούδια του σε διαδηλώσεις ούτε ποτέ συμμετείχε ο ίδιος σε διάφορες ευκαιριακές συναυλίες συμπαράστασης σε θύματα που δημιουργούσε το κοινό, αβαθές τηλεοπτικό θυμικό. Ακολούθησε μοναχική καλλιτεχνική διαδρομή με πρώτες ύλες φτιαγμένες μόνο από το ταλέντο και την εποχή του, χωρίς εισαγόμενα άχρονα υλικά συγκίνησης, και όποιος τον ακολουθήσει. Εκείνος δεν χρωστούσε σε κανέναν, γιατί ποτέ δεν είχε ζητήσει επιδοτήσεις από λεφτά φορολογουμένων που όφειλε μετά να τους αποθεώσει. Και περιέργως τον ακολούθησαν πολλοί, πάρα πολλοί, που σε πείσμα των υποτιθέμενων κοινών τόπων υπάρχουν, δημιουργούν και τραγουδούν μαζί του- τελικά οι άλλοι απλώς κάνουν περισσότερο θόρυβο. Νομίζω ότι οι πολλοί αυτοί θα συμφωνήσουν ότι ο Πορτοκάλογλου είναι ο πιο αντιλαϊκιστής τροβαδούρος της γενιάς του ακριβώς όπως ήταν ο Σαββόπουλος της προηγούμενης και ο Χατζηδάκις πριν απ’ αυτόν – ο καθένας τους με κάποιο τρόπο πλήρωσε το τίμημα της επιλογής.
Τα χρόνια της κρίσης αυτό φάνηκε ανάγλυφα και οδυνηρά. Ο Πορτοκάλογλου ήταν από τους ελάχιστους καλλιτέχνες που αντιστάθηκε με σθένος στο μύθο του αθώου λαού- θύματος, και προσπάθησε μέσα από την τέχνη του, αλλά και με τις δημόσιες παρεμβάσεις του, να βρει τις υπόρρητες αλήθειες και τις ενδιάμεσες αποχρώσεις ανάμεσα στις μυλόπετρες. Οι καιροί όμως δεν επέτρεπαν τέτοιες πολυτέλειες – ζούσαμε στον αστερισμό «ή θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν», ενώ ο Νίκος έλεγε «θα περάσει κι αυτό, θα περάσεις κι εσύ, θα περάσω κι εγώ/ νικητές και νικημένοι όλοι χάσαμε μαζί». Βαριά κουβέντα για το βασίλειο των τρολ που τιμωρήθηκε σκληρά στον παράλληλο διαδικτυακό κόσμο, αλλά η ζωή έδειξε ότι τον επιβραβεύει ο πραγματικός.
Το είδα με τα μάτια μου το περασμένο Σάββατο στον Σταυρό του Νότου. Ο χώρος ξεχείλιζε από τρελαμένους πιτσιρικάδες που παρέσυραν στο συλλογικό οίστρο και τους μεγαλύτερους και ο Πορτοκάλογλου στη σκηνή πιο κατασταλαγμένος από ποτέ, η ενσάρκωση του στίχου του «το μέτρο και το πάθος», με μια εξαιρετική, ολόφρεσκη νεανική μπάντα, σου έδινε ξεκάθαρα την εικόνα του καλλιτέχνη που είχε περάσει τις Συμπληγάδες διατηρώντας αλώβητη την έμπνευση, το ταλέντο και την αυτοπεποίθησή του. Όρθιοι στις καρέκλες και τα τραπέζια στο τέλος όλοι τραγουδούσαν δύσκολα τραγούδια της χαρμολύπης , «από πείσμα και τρέλα θα ζω σε τούτη τη χώρα γιατί ανήκω εδώ», και χαιρόσουν που το λαϊκό τελικά είναι κυρίως το κοινό αίσθημα απογείωσης και όχι τα σουξέ και τα γαρύφαλλα. Και που ένας καλλιτέχνης που θα μπορούσες να τον χαρακτηρίσεις ως τον ορισμό του cool μπορεί να προκαλέσει τέτοιο παραλήρημα.