Ποια ήταν η πιο επικίνδυνη απόφαση που έχει πάρει ο Αλέξης Τσίπρας στα τρία χρόνια της πρωθυπουργικής θητείας του; Χωρίς αμφιβολία η προκήρυξη του περιβόητου δημοψηφίσματος το καλοκαίρι του 2015. Ηταν μια απόφαση που θα μπορούσε να τινάξει στον αέρα τη χώρα, βγάζοντάς την από την Ευρώπη και τοποθετώντας την στο περιθώριο των Βαλκανίων.
Ευτυχώς η απόφαση εκείνη δεν απέβη ολέθρια, διότι το υπό τον Τσίπρα κυβερνητικό τσούρμο της εποχής συνειδητοποίησε τον κίνδυνο και «έστριψε». Ο Τσίπρας πήρε το 62% του ΟΧΙ και το μετέτρεψε σε ΝΑΙ. Ηταν μία πράξη πολιτικά ανέντιμη, αλλά εθνικά σωτήρια. Στην οποία διευκολύνθηκε, ασφαλώς, από την υπεύθυνη στάση που κράτησε η συστημική αντιπολίτευση. Γι’ αυτό η εκ των υστέρων κριτική αυτής της αντιπολίτευσης στον Τσίπρα από… αντιμνημονιακή σκοπιά είναι αστεία.
Η ιστορία αυτή δίνει αυτομάτως και την απάντηση στο ερώτημα του τίτλου. Όχι, ο Τσίπρας δεν πρέπει να ακούσει αυτό που εξέπεμψε το συλλαλητήριο της Κυριακής και ήταν «καμιά λύση» (στο πρόβλημα της ονομασίας του γειτονικού μας κράτους). Για δύο λόγους:
Ο εθνικός λόγος: Η «εντολή» που έδωσε η πλατεία Συντάγματος (ΟΧΙ λύση) εφαρμόζεται εδώ και 25 χρόνια. Από το 1992 το πρόβλημα παραμένει άλυτο. Όχι πάντα με ελληνική ευθύνη (το 2008, για παράδειγμα, οι Σκοπιανοί απέρριψαν τη σύνθετη ονομασία, που πρότεινε η κυβέρνηση Καραμανλή), αλλά η ουσία δεν αλλάζει. Αλυτο το πρόβλημα. Τι κέρδισε η Ελλάδα από αυτήν την στασιμότητα; Την αναγνώριση της FYROM από τη συντριπτική πλειονότητα των κρατών-μελών του ΟΗΕ και την παγίωση του όρου Μακεδονία (σκέτο). Εμείς, για παρηγοριά, την αποκαλούμε Μακεδονία πρώην. Επομένως, για λόγους εθνικού συμφέροντος, η σημερινή κατάσταση πρέπει να ανατραπεί. Πρέπει να βρεθεί λύση στο πλαίσιο που έχει αποδεχθεί το 90% του πολιτικού κόσμου. Και την ευθύνη για την αναζήτηση της λύσης έχει η σημερινή κυβέρνηση. Η οποία, όπως και όλες οι κυβερνήσεις, έχει εντολή από το εκλογικό σώμα να παίρνει αποφάσεις και όχι να παραπέμπει τις λύσεις στις ελληνικές καλένδες, τρέμοντας το πολιτικό κόστος.
Ο (στενά) κομματικός λόγος: ο εθνικός λόγος θα αρκούσε για να μην ακούσει ο Τσίπρας τις πλατείες. Υπάρχει κι ένας πρόσθετος. Αν τις ακούσει, δεν έχει τίποτα να αποκομίσει πολιτικά και εκλογικά. Το εκλογικό σώμα -και ακροατήριο- του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ είναι σε άλλο μήκος κύματος από αυτό του συλλαλητηρίου. Όχι ότι στο συλλαλητήριο δεν πήγαν πολίτες που το 2015 είχαν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ. Ασφαλώς και πήγαν, ιδίως από τα δεξιά του (είναι κοινό μυστικό ότι και δεξιοί ψηφοφόροι τον είχαν ψηφίσει τότε). Όμως, αυτοί οι ψηφοφόροι τού έχουν ήδη κουνήσει μαντήλι. Και δεν θα τους πάρει πίσω αν ακούσει το συλλαλητήριο και θάψει -και αυτός- την όποια πιθανότητα υπάρχει να λυθεί το πρόβλημα. Ας το πούμε καθαρά. Το συλλαλητήριο της Κυριακής ήταν υπόθεση της ευρείας Δεξιάς. Ασφαλώς βρέθηκαν εκεί και άνθρωποι πέραν αυτής, αλλά μιλάμε για τη συντριπτική πλειονότητα. Από τέτοια συλλαλητήρια κέρδη μπορεί να αποκομίσει η (κανονική) Δεξιά της ΝΔ και τα πέραν αυτής παρακλάδια. Οι άλλες πολιτικές δυνάμεις δεν έχουν να περιμένουν κάτι.
Οι άλλες πολιτικές δυνάμεις έχουν (και) πολιτικό και κομματικό συμφέρον να επιδιώξουν λύση του προβλήματος. Αν οι Σκοπιανοί αυτή τη φορά υποχωρήσουν και εκπληρώνονται οι βασικές προϋποθέσεις, που έχουν θέσει οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά το ντελίριο του 1992, η λύση πρέπει να προχωρήσει. Να έρθει στην ελληνική Βουλή κι εκεί θα μετρηθεί η υπευθυνότητα του καθενός. Τότε θα υποχρεωθεί και η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη να πάψει να το παίζει Πόντιος Πιλάτος και να πάρει θέση. Διότι σήμερα μπορεί να κρύβεται πίσω από το άλλοθι της φράσης «ο λαός δεν εμπιστεύεται τον κ. Τσίπρα», αλλά τότε δεν θα μπορεί. Θα υποχρεωθεί να ψηφίσει ΝΑΙ στη λύση, την οποία πρώτη υιοθέτησε επισήμως η κυβέρνηση Καραμανλή το 2008 ή θα επιλέξει να συνταχθεί πίσω από όσους -πέρα από τους πατριδοκάπηλους- θέλουν να γυρίσουν τη χώρα πίσω στα φοβικά της σύνδρομα.
Εν κατακλείδι: αν προκύψει λύση αμοιβαία αποδεκτή, με τους όρους που όλοι γνωρίζουν, ο κ. Τσίπρας πρέπει να τη φέρει στη Βουλή. Η οποία κυρίαρχα θα αποφασίσει. Ετσι έγινε και στο παρελθόν με τις μεγάλες αποφάσεις: ένταξη στην ΕΟΚ το 1979, ένταξη στο ευρώ το 2000. Φυσικά, μπορεί να επιλέξει και την οδό της λαϊκής ψήφου. Να προκηρύξει πρόωρες εκλογές και οι ψηφοφόροι να πουν ποιος ή ποιοι θέλουν να τους κυβερνήσουν και να λύσoυν (ή να μη λύσoυν) το πρόβλημα. Αλλά τότε το κύριο κριτήριο της ψήφου δεν θα είναι το Μακεδονικό.
ΥΓ: Για την εμφάνιση του Μίκη Θεοδωράκη και την εκμετάλλευσή της από τα πάσης φύσεως μπουμπούκια του εθνικισμού και της πατριδοκαπηλείας (ιδού εδώ το αποκρουστικό τιτίβισμα ενός, που ένιωσε… ρίγη συγκίνησης από το «Σώπα όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες» του Μίκη), έχουν ειπωθεί τα πάντα. Το επιχείρημα ότι πριν από λίγα χρόνια ο Μίκης ήταν, μαζί με τον Τσίπρα και τους λοιπούς ΣΥΡΙΖΑίους, στους «αγανακτισμένους», δεν μειώνει καθόλου όσα θλιβερά είπε στο Σύνταγμα. Οσοι έβλεπαν από τότε την κατηφόρα που είχε πάρει, συντασσόμενος με όσους κραύγαζαν «προδότες», «γερμανοτσολιάδες», «προσκυνημένοι», σήμερα θλίβονται διπλά.