Απόψεις

Μυκονομαχίες

Η Μύκονος είναι γραφικό νησί. Ακόμα πιο γραφικός όμως είναι ο λόγος περί αυτής. Από τη μία οι εξ αριστερών προσλήψεις την ταυτίζουν με την επιδεικτική χλιδή. Aπό την άλλη οι εύποροι μυκονολάτρες που επιστρατεύουν οικονομικά επιχειρήματα για την αξία της. Και κάπου ανάμεσα η gauche caviar
Γιάννης Μαύρος

Οπως κάθε χρόνο, με την έναρξη του καλοκαιριού ξεκινούν οι εθιμοτυπικές έριδες μεταξύ μυκονολατρών και μυκονομάχων. Το θέμα προσφέρεται ιδεωδώς για αντιλογίες και ρητορικές ασκήσεις, καθώς πλούσια επιχειρήματα είναι διαθέσιμα και στις δύο πλευρές.

Η Μύκονος θεωρείται ένα ιδιαίτερα γραφικό νησί. Ακόμα πιο γραφικός όμως είναι ο λόγος περί αυτής. Aφενός, διάφορες «εναλλακτικές» και εξ αριστερών προσλήψεις της Μυκόνου την ταυτίζουν μονοσήμαντα με την πλουτοκρατία, τον χυδαίο καταναλωτισμό και την επιδεικτική χλιδή, το νεοπλουτίστικο greek dream των λαϊφστάιλ περιοδικών και τον αντικοινωνικό κωλοπαιδισμό μιας αυτιστικής «χρυσής νεολαίας» που προκαλεί βάζοντας φωτιά σε πεντακοσάευρα και περιχύνοντας με πανάκριβες σαμπάνιες σιλικονάτα στήθη μοντέλων. Αυτός ο αντικαπιταλιστικός αντιμυκονιασμός εφάπτεται σε αρκετά σημεία με την παραδοσιακή συντηρητική κριτική που στην οθόνη των χρηστών ηθών και του «Νόμος και Τάξη» προβάλλει μια δαιμονοποιημένη Μύκονο, «πορνονήσι» και άντρο της ακολασίας.

Αφετέρου, διεκδικεί χώρο τα τελευταία χρόνια ένας ιδιαίτερα οξύς αντίλογος από την πλευρά των οπαδών της ελεύθερης αγοράς, λόγος που αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό ως υπεραντίδραση στην καταγγελτική υπερβολή και τον ιδιόμορφο πουριτανισμό της εξ αριστερών κριτικής. Οι εύποροι μυκονολάτρες περνούν στην αντεπίθεση, απενοχοποιούνται και δεν αρκούνται μόνο στο να απολαμβάνουν τα χρήματά τους αλλά επιχειρούν να δικαιώσουν και θεωρητικά τον τρόπο ζωής τους, επιστρατεύοντας ιδεολογικά και οικονομικά επιχειρήματα: η θεμελιώδης αξία της ελευθερίας, το δικαίωμα στην επιλογή και την καλή ζωή, η αύξηση της ζήτησης και η δημιουργία θέσεων εργασίας, η διαφήμιση της Ελλάδας ως τουριστικού παραδείσου κλπ. Κάποιες από αυτές τις συνηγορίες είναι συγκροτημένες και πειστικές, άλλες πιο άξεστες και καρικατουρίστικες.

Οι εύποροι μυκονολάτρες περνούν στην αντεπίθεση, απενοχοποιούνται και δεν αρκούνται μόνο στο να απολαμβάνουν τα χρήματά τους αλλά επιχειρούν να δικαιώσουν και θεωρητικά τον τρόπο ζωής τους

Κάπου στο ενδιάμεσο μεταξύ αριστερίστικης «Αντιμυκόνου» και δεξιοφιλελέ «Υπερμυκόνου» βρίσκεται η εξιδανικευμένη «αυθεντική» Μύκονος των επαϊόντων, αυτών που έχουν φάει από παλιά το νησί με το κουτάλι και το ξέρουν σαν την παλάμη τους, σε όλες του τις όψεις, τόσο τις θορυβώδεις και διασκεδάδικες όσο και τις απόκρυφες και πιο «ανθρώπινες». Εδώ θα συναντήσει κανείς ξεπεσμένους κατά φαντασίαν αριστοκράτες και ζεν πρεμιέ τύπου Ζάχου Χατζηφωτίου, που εδώ και δεκαετίες έχει πάρει εργολαβία την κρεβατομουρμούρα κατά των αγροίκων νεόπλουτων παραθεριστών, ρηχών και αμύητων στα βιωματικά βάθη του μυκονιασμού, που του χαλάνε το φενγκ σούι και την αισθητική αρμονία του χώρου.

Στους αυτοχρισμένους μύστες της Μυκόνου περιλαμβάνεται και μια μικρή ελίτ αριστερών καταβολών, μια gauche caviar που πλασάρεται ως ούμπερ ψαγμένη πνευματική πρωτοπορία σε συνεχή δημιουργική επαφή με τον αυθεντικό λαϊκό πολιτισμό και τη λαϊκή ψυχή, λαθροβιούσα κάτω από ρυπαρά στρώματα καταναλωτικής γκλαμουριάς. Αλήτες και κοσμοπολίτες, του λιμανιού και του σαλονιού, επαίρονται για το ταλέντο τους να ρουφάνε τη ζωή ως το μεδούλι, είτε αγκαλιά με ξανθιές μπίμπο στο κότερο κάποιου ρώσου μεγιστάνα είτε στρίβοντας τσιγάρο παρέα με ντόπιους ψαράδες και μιλώντας για τους καημούς της ναυτοσύνης. Oπως και στη Μύκονο των παλαιών ευπατριδών, είναι και εδώ εμφανείς οι απόηχοι της αυθεντικολογίας και της μεταρσίωσης του αιγαιακού τοπίου που συνδέονται με τις αναζητήσεις της λογοτεχνικής δικτατορίας της Γενιάς του ’30· ένας ετεροτοπικός χώρος αντίστασης, ταυτόχρονα υλικός και νοητικός-γλωσσικός, στον οποίο η προσπέλαση γίνεται ιεροτελεστικά και υπό προϋποθέσεις.

Η Μύκονος δεν είναι συναρπαστική μόνο για τις παραλίες, τα σεξουαλικά όργια και τους σελέμπριτις. Είναι εξίσου συναρπαστική ως σημειολογικός παράδεισος, διαφιλονικούμενος κόμβος πυκνής συρραφής και συνάντησης διαφορετικών πολιτισμικών αφηγημάτων και κοινωνικών νοηματοδοτήσεων που αλληλοϋποβλέπονται και συγχρόνως αλληλοτροφοδοτούνται.