Συγκλονιστική μελέτη τριών καθηγητών του Πανεπιστημίου της Νότιας Δανίας αποδεικνύει ότι όχι απλά η συμμετοχή στην Ευρωζώνη αλλά αυτή καθαυτή η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενωση δεν βελτιώνει τις οικονομικές προοπτικές μιας χώρας!
«Δεν μπορούμε να δείξουμε» αναφέρει η μελέτη «ότι η συμμετοχή στην ΕΕ οδηγεί σε μεγαλύτερη ανάπτυξη».
Οι καθηγητές είναι οι Τόμας Μπάρνεμπεκ Αντερσεν, Μίκελ Μπάρσλουντ και Πίετερ Βανχούισε. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι προαναφερθέντες όχι απλά δεν φημίζονται ως ευρωσκεπτικιστές αλλά μάλιστα ένας από αυτούς είναι και συνεργάτης του «ευρωλάγνου» ερευνητικού ιδρύματος European Policy Studies.
Αφήνοντας έξω τα μαθηματικά και τα διαγράμματα και απλοποιώντας κάπως, η δομή επιχειρηματολογίας της επιστημονικής μελέτης είναι η εξής:
Οι συγγραφείς του κειμένου παίρνουν ως σημείο αναφοράς την ομάδα των αρχικών κρατών μελών του ΟΟΣΑ. Πρόκειται για τις 21 χώρες που έγιναν μέλη την περίοδο 1961 έως 1964. Σήμερα τα 2/3 αυτών των κρατών είναι μέλη της ΕΕ. Με άλλα λόγια έχει νόημα να συγκρίνει κανείς αυτά τα κράτη και να συγκρίνει κανείς την πορεία τους εντός και εκτός ΕΕ. Εαν η συμμετοχή στην ΕΕ σηματοδοτεί υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης τότε θα έπρεπε τα κράτη μέλη της ΕΕ να είχαν επιτύχει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από ότι η υπόλοιπη ομάδα κρατών. Ομως αυτό δεν ισχύει.
Αν κανείς συγκρίνει την αύξηση του ΑΕΠ της ομάδας των χωρών του ΟΟΣΑ που έγιναν μέλη της ΕΕ με την αύξηση του ΑΕΠ του υπολοίπου 1/3 των χωρών του ΟΟΣΑ που παρέμειναν έκτος ΕΕ βλέπουμε ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης από το 1961-2015 είναι οι ίδιοι. Με άλλα λόγια η συμμετοχή στην ΕΕ δεν πρόσθεσε κανένα πλεονέκτημα.
Ενας άλλος τρόπος να απαντήσει κανείς στο ερώτημα σχετικά με την αύξηση της ευημερίας είναι να πάρουμε ως σημείο αναφοράς την ομάδα των 31 πρώην σοσιαλιστικών χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Από το 2004 μέχρι σήμερα η ΕΕ έχει διευρυνθεί με 13 απ’ αυτές τις χώρες. Αν η συμμετοχή στην ΕΕ αυξάνει την ευημερία μιας χώρας τότε θα ανέμενε κανείς ότι τα κράτη που έγιναν μέλη της ΕΕ θα έπρεπε να είχαν αποκομίσει ένα «μπόνους» αύξησης του ΑΕΠ σε σχέση με αυτά που δεν έγιναν. Ομως αυτό δεν συνέβη. Το αντίθετο μάλιστα. Η οικονομική ανάπτυξη στις 13 χώρες που έγιναν μέλη ήταν χαμηλότερη από τις 18 χώρες που δεν έγιναν!
Τέλος, όπως επισημαίνουν οι οικονομολόγοι υπάρχει και ένα αλλο ενδιαφέρον φαινόμενο που συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι η συμμετοχή στην ΕΕ δεν βελτιώνει το επίπεδο οικονομικής ευημερίας μιας χώρας.
Μέχρι σήμερα η συζήτηση επικεντρωνόταν στην Ευρωζώνη με την πλειονότητα των ερευνών να δείχνουν ότι οι επιπτώσεις κάθε άλλο παρά θετικές ήσαν για όλες τις χώρες.
Αν ίσχυε αυτό τότε θα περίμενε κανείς ότι με την ένταξη νέων χωρών στην ΕΕ το επίπεδο ανάπτυξης του συνόλου της ΕΕ θα αυξανόταν. Ομως αυτό δεν συνέβη. Το αντίθετο συνέβη: με την ένταξη νέων χωρών οι ρυθμοί ανάπτυξης μειώνονταν!
Και καταλήγουν οι οικονομολόγοι:
«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τελικές αιτιοκρατικές ερμηνείες στα οικονομικά είναι μία χίμαιρα. Ομως αν εξετάσει κανείς συστηματικά, όπως κάναμε, τις επιπτώσεις στην ευημερία της συμμετοχής μιας χώρας στην ΕΕ, βρίσκουμε δεν υπάρχει τίποτα που να δείχνει ότι οι επιπτώσεις είναι θετικές».
Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι οι επιπτώσεις υπήρξαν κατ’ ανάγκη αρνητικές. Αυτό που σημαίνει όπως αναφέρει η μελέτη είναι ότι «η συμμετοχή στην ΕΕ (δηλαδή η υιοθεσία και εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου) δεν αποτελεί από μόνη της μια στρατηγική ανάπτυξης»
Φυσικά όπως μπορεί εύκολα να συμπεράνει κανείς οι επιπτώσεις της έρευνας είναι συγκλονιστικές. Μέχρι σήμερα η συζήτηση επικεντρωνόταν στην Ευρωζώνη με την πλειονότητα των ερευνών να δείχνουν ότι οι επιπτώσεις κάθε άλλο παρά θετικές ήσαν για όλες τις χώρες.
Ομως η νέα μελέτη των δανών οικονομολόγων πλέον θέτει σε αμφισβήτηση αυτό καθ’ αυτό το raison d’ être του λεγόμενου «ευρωπαϊκού εγχειρήματος» δείχνοντας ότι τουλάχιστον από οικονομική σκοπιά δεν έχει και μεγάλο νόημα.
Φυσικά αυτή η έρευνα όπως και ανάλογες παλαιότερες αποσιωπήθηκε από τα «ευρωλάγνα» ελληνικά ΜΜΕ. Θα αποσιωπηθεί επίσης από το πανεπιστημιακό κατεστημένο που προκειμένου να συνεχίζει να παίρνει «προγράμματα» θα συνεχίζει να υποστηρίζει τις πλέον αντεπιστημονικές θέσεις σχετικά με το «μεγαλείο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης».