Είδαμε αυτή τη θλιβερή σκηνή στο Δίστομο. Σε μια εκδήλωση μνήμης για τα θύματα των Ναζί, η Ζωή Κωνσταντοπούλου προσπάθησε να εμποδίσει τον γερμανό πρεσβευτή να καταθέσει στεφάνι. Δεν θα ασχοληθώ καθόλου με την κυρία Κωνσταντοπούλου, δεν με ενδιαφέρει η συγκεκριμένη περίπτωση σήμερα. Το ζήτημα είναι σημαντικότερο από τη συμπεριφορά ενός ατόμου.
Φανταστείτε, λοιπόν, τι θα συνέβαινε τελικά αν δεν βρισκόταν στον χώρο ένας άνθρωπος με το κύρος και την ιστορία του Μανώλη Γλέζου. Η παρέμβαση Γλέζου έσωσε κυριολεκτικά τα προσχήματα. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιο άλλο πρόσωπο που θα το είχε πετύχει. Ομως αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Αυτή τη φορά ήμασταν απλώς τυχεροί.
Διότι αν έλειπε ο Γλέζος τι θα είχε γίνει; Προφανώς η κυρία Κωνσταντοπούλου και οι εγκάθετοι που την σιγόνταραν θα πετύχαιναν τους σκοπούς τους χωρίς κανείς να τους εμποδίσει. Αλλά κι αν κάποια/ος από τους επίσημους ή το κοινό τολμούσε να παρέμβει θα άκουγε τα σχολιανά του. Θα διασύρονταν και θα γινόταν αντικείμενο μίσους και χλευασμού. Και θα βλέπαμε σήμερα το θριαμβευτικό βίντεο στις ψεκασμένες αριστεροδεξιές ιστοσελίδες, όχι με το χάπι εντ της παρέμβασης του, από μηχανής Θεού, Γλέζου αλλά με το εξευτελιστικό για τη δημοκρατία μας ανήθικο δίδαγμα ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν κανόνες. Όποιος αισθανθεί ισχυρός κάνει ό,τι θέλει. Και κανείς δεν τολμά να τον εμποδίσει.
Τυχοδιώκτες της πολιτικής που έχουν καταστήσει τον τραμπουκισμό πολιτικό εργαλείο. «Αγανακτισμένοι πολίτες» που εμποδίζουν και διακόπτουν ό,τι δεν τους αρέσει, ακόμα και μέσα στα δικαστήρια. Γνήσια φασιστάκια που τρομοκρατούν καθηγητές και φοιτητές στα πανεπιστήμια. Νεοναζί που ούτε μέσα στη Βουλή δεν μπορεί να τους ελέγξει η νόμιμη εξουσία. Και τα λοιπά, και τα λοιπά. Ολα αυτά είναι γνωστά.
Στη χώρα που δεν υπάρχουν κανόνες (και οι κανόνες δεν υπάρχουν όταν δεν εφαρμόζονται) δεν κυριαρχεί ο νόμος αλλά η ωμή δύναμη. Ομως αυτή είναι μια προνεωτερική κοινωνία, δεν είναι ένα σύγχρονο κράτος δικαίου.
Κοιτάξτε γύρω σας. Από τα γκράφιτι (για την ακρίβεια μουτζούρες) που έχουν λερώσει κάθε επιφάνεια σε κάθε πόλη, χωριό και αυτοκινητόδρομο. Από τον τρόπο οδήγησης, κράμα αυτοκτονικού ιδεασμού και ενδεχόμενου δόλου. Από τον τρόπο παρκαρίσματος πάνω σε πεζοδρόμια, ράμπες, οδηγούς όδευσης τυφλών. Από το τσιγάρο που σου φυσάνε αδιάφορα στα μούτρα εκεί ακριβώς που απαγορεύεται. Από το σκουπίδι που πετάει ή το φλέγμα που φτύνει μπροστά στα πόδια σου ο νεάντερταλ που βαδίζει μπροστά σου. Από τη σειρά που θα σου κλέψει κάνοντας πως δεν σε βλέπει ή δείχνοντάς σου απλώς πως δεν σε υπολογίζει ο «βιαστικός» κρετίνος. Εως τον άγαρμπο σεξισμό που θα πρέπει κάθε γυναίκα να ανεχθεί αν δεν θέλει να χαρακτηριστεί «υστερική».
Προσθέστε σ’ όλα αυτά, για να δέσει το μείγμα, τη ρευστοποίηση των εννοιών και τη σχετικοποίηση βασικών αρχών (ακόμα και της ανάγκης τήρησης των κανόνων) που εκφράζεται με το αρειμάνιο και ελληναράδικο «Μα αυτό είναι το πρόβλημά σου τώρα…;»
Στη χώρα χωρίς κανόνες ακόμα και η ανάγκη για κανόνες αμφισβητείται. Και όταν δεν υπάρχουν κανόνες αυτό που απομένει είναι μια κοινωνία αυθαιρεσίας, βίας, τραμπουκισμού, αναισθησίας. Μια απολίτιστη κοινωνία.
* Ο Αριστείδης Χατζής είναι Αν. Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το βιβλίο του Φιλελευθερισμός κυκλοφορεί στη σειρά «Μικρές Εισαγωγές» των Εκδόσεων Παπαδόπουλος.