Είναι γεγονός ότι οι προεκλογικές εκστρατείες σπάνια περιστρέφονται γύρω από τον προγραμματικό διάλογο μεταξύ κομμάτων. Τις περισσότερες φορές κυριαρχούνται από ένα ζήτημα, όπως π.χ. την οικονομία ή ένα εθνικό θέμα. Αν δε ένα κόμμα καταφέρει να επιβάλει το πλαίσιο συζήτησης, τότε συνήθως καρπώνεται και τα εκλογικά οφέλη.
Η διαίρεση μεταξύ μνημονιακών-αντιμνημονιακών, κατόρθωμα της Νέας Δημοκρατίας, του ΣΥΡΙΖΑ και των παρακολουθημάτων τους, πόλωσε και διαίρεσε κοινωνία και πολιτικό σύστημα. Απέφερε βραχυπρόθεσμα εκλογικά οφέλη και στους δύο. Και έστειλε, μέσω της πολιτικής κρίσης και του σοκ στην οικονομία, τον λογαριασμό στις επιχειρήσεις, στους εργαζομένους, σε κάθε φορολογούμενο, στις επόμενες γενιές.
Θα περίμενε κανείς, όλη αυτή η προθανάτια εμπειρία να οδηγήσει σε αναστοχασμό. Τι έφταιξε τα προηγούμενα χρόνια; Γιατί προκαλούμε περισσότερη λιτότητα από αυτή που μας «επιβάλλουν» οι θεσμοί και η τρόικα; Προτείναμε ισοδύναμα μέτρα; Γιατί δεν αφήνουν το αποτύπωμά τους ακόμη και εκείνες οι μεταρρυθμίσεις που θεωρήσαμε και μεις αναγκαίες; Υπάρχουν πεδία συνεργασίας μεταξύ κομμάτων, κοινωνίας και αγοράς;
Αντιθέτως, η προεκλογική συζήτηση έχει μετατραπεί σε ένα τηλεοπτικό καφενείο ή στην καλύτερη περίπτωση σε μια «κολοκυθιά» για το ποιος θα συνεργαστεί με ποιον, ποιος θα φορτωθεί το Μνημόνιο, ποιος θα το αποποιηθεί με τακτ ή θα το εφαρμόσει με κοινωνισμό και ενσυναίσθηση. Και ειναι εύκολο σε μια τέτοια σύγχυση να ιδεολογικοποιούνται τα πάντα, να κρύβονται όλοι πίσω από «διακυβεύματα» και να μην εξηγείται π.χ. στον πολίτη ότι θα πληρώνει λιγότερους φόρους αν οι οικονομικές συναλλαγές γίνονται ηλεκτρονικά ή το Δημόσιο αποκτήσει διπλογραφικό σύστημα, για να ελέγχει τις οικονομικές του ροές.
Όταν η πολιτική μετατρέπεται σε μια διαρκή εκλογική εκστρατεία, τότε τον τόνο δίνουν οι δημοσκοπήσεις και τα σενάρια. Όχι οι προτάσεις ή οι πολιτικές. Αυτές δηλαδή που δίνουν τον τόνο αν κάποιος είναι προοδευτικός ή συντηρητικός, ανοιχτός στο νέο ή κλεισμένος στο χτες. Πρόσωπα και κόμματα γίνονται αναλώσιμα υλικά σε μια αρένα εντυπώσεων, η οποία απομακρύνεται διαρκώς από τις δύσκολες απαντήσεις, που ζητά με αγωνία η ελληνική κοινωνία, τόσο από τα δυναμικά όσο και από τα αδύναμα στρώματά της. Και το χειρότερο όλων, είναι ότι η επόμενη μέρα βρίσκει τα κόμματα απροετοίμαστα και απρόθυμα. Στην καλύτερη περίπτωση διαχειρίζονται τα απόνερα αυτών που αποκαλούν μεταρρυθμίσεις. Πάντα όμως εφευρίσκουν εχθρούς εντός και εκτός συνόρων για να ξανασυστηθούν στον λαό στις επόμενες εκλογές, που αυτά θα προκαλέσουν. Αυτή ειναι μια λυπηρή ομηρία για τη σύγχρονη πολιτική.
Γι’ αυτό και η λέξη «μπροστά» που κοσμεί τα συνθήματα των πρωταγωνιστών του μικρού δικομματισμού, δεν είναι ένα προοδευτικό κάλεσμα, ούτε καν η επιτομή ενός κυβερνητικού προγράμματος ελπίδας. Είναι το κάλεσμα στη λήθη και ταυτόχρονα στη συνέχιση της πολιτικής και κοινωνικής μας μοιρολατρίας. Η ισχυροποίηση του ενός ή η ολική επαναφορά του άλλου θα ισχυροποιήσουν τον κυνισμό και τον καθεστωτισμό τους. Αντίθετα, αν τολμήσουμε να ενισχύσουμε με την ψήφο μας τις αρετές της σύνθεσης, της μετροπάθειας, της γνώσης, της αξιοκρατίας, τότε υπάρχει πράγματι ελπίδα να κάνουμε ουσιαστικά βήματα προς μια ανοιχτή, παραγωγική και δίκαιη κοινωνία.
* Ο Παναγιώτης Βλάχος είναι σύμβουλος δημοσίων πολιτικών & επικεφαλής της πολιτικής κίνησης Μπροστά.