Αναμνήσεις από το 1989, την εποχή που το πρώτο μεγάλο σκάνδαλο κλόνισε την Ελλάδα (φωτογραφία από την έκθεση για τη δεκαετία του '80 στο Γκάζι) | Nikos Libertas / SOOC
Απόψεις

Μαμανέες ή (και) Τσοχατζόπουλοι;

Σε σκάνδαλα με εμπλοκή πολιτικών έχουμε δει τα πάντα. Και σκευωρίες με ψευδομάρτυρες, αλλά και πολιτικούς που τα άρπαξαν. Μόνη διέξοδος σήμερα στην υπόθεση της Novartis η εξονυχιστική διερεύνηση των πάντων, ώστε να φανεί αν έχουμε (μόνο) σκευωρία ή και πραγματικούς ενόχους
Γιώργος Καρελιάς

Για την αντιμετώπιση του σκανδάλου της Novartis δεν ξεκινάμε από το μηδέν. Ευτυχώς. Υπάρχει «τεχνογνωσία» από το παρελθόν, πρόσφατο και απώτερο. Και ως προς την αντιμετώπιση των κατηγορηθέντων πολιτικών τα έχουμε δει όλα. Και λαδωμένους πολιτικούς, οι οποίοι φώναζαν στην αρχή ότι είναι θύματα πολιτικής δίωξης, αλλά και στημένους μάρτυρες.

Μια σύντομη αναδρομή σε προγενέστερες υποθέσεις πείθει για του λόγου το αληθές:

1. Η υπόθεση Κοσκωτά, που συντάραξε την πολιτική σκηνή επί πέντε χρόνια(1988-1992), τα είχε όλα. Δηλαδή, ήταν ένα πραγματικό σκάνδαλο και όχι σκευωρία. Για το οποίο παραπέμφθηκε ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, μακαρίτης Μένιος Κουτσόγιωργας, για δωροδοκία. Το αδίκημα αποδείχτηκε πέραν πάσης αμφιβολίας, αφού βρέθηκε ο τραπεζικός λογαριασμός στην Ελβετία. Τον λογαριασμό αποκάλυψε ένας μάρτυρας, ο δικηγόρος Γιάννης Μαντζουράνης, για να έχει και ο ίδιος ευνοϊκή ποινική μεταχείριση. Ηταν «κανονικός» μάρτυρας, τότε δεν είχε βρεθεί ακόμα ο «προστατευόμενος». Ο Κουτσόγιωργας είχε καταγγείλει τότε ότι όλα ήταν «σκευωρία», την οποία του την είχαν στήσει οι «Κοσκωτοματζουράνηδες». Αποδείχτηκε, όμως, ότι δεν ήταν σκευωρία, διότι υπήρξε το ατράνταχτο στοιχείο του τραπεζικού λογαριασμού.

Αυτή ήταν η μία, η  πτυχή της υπόθεσης, που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Υπήρξε και μία άλλη, λιγότερο (ή μάλλον καθόλου) «καθαρή». Η παραπομπή του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου στηρίχτηκε εν πολλοίς στην κατάθεση ενός ψευδομάρτυρα, του περιβόητου Μαμανέα, ο οποίος κατασκεύασε την ιστορία με τις κούτες από Πάμπερς, μέσα στις οποίες κουβαλούσε-υποτίθεται- τα λεφτά της δωροδοκίας του τότε πρωθυπουργού. Προφανώς ήταν δασκαλεμένος από τον Κοσκωτά (ήταν σωματοφύλακάς του), ενώ υπήρξαν τότε και πολλές καταγγελίες ότι στο «δασκάλεμα» συμμετείχαν παρακυβερνητικά πρόσωπα. Η ψευδομαρτυρία αποδείχτηκε στο Ειδικό Δικαστήριο και ο πρόεδρός του Βασίλης Κόκκινος τον έδιωξε με  σκαιό τρόπο.

Ποιο είναι το συμπέρασμα; Ότι στην ίδια υπόθεση συνυπήρχαν το πραγματικό σκάνδαλο (δωροδοκία πολιτικού) και η σκευωρία δια του στησίματος μάρτυρα.

2. Η υπόθεση του Ακη Τσοχατζόπουλου ξεκίνησε με τον ίδιο να καταγγέλλει πολιτική σκευωρία και προσπάθεια εξόντωσής του και μάλιστα από το ίδιο τα κόμμα του. Η συνέχεια απέδειξε ότι ήταν λόγια ενόχου, που προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από τη -δήθεν- πολιτική δίωξη. Εδώ δεν είχαμε προστατευόμενους μάρτυρες, όπως σήμερα, αλλά συγγενικά και  φιλικά πρόσωπα του Τσοχατζόπουλου, που αποκάλυψαν τη δράση του, για να έχουν οι ίδιοι (μετείχαν στη συμμορία) ευνοϊκή ποινική μεταχείριση.

Συμπέρασμα και από τις δύο υποθέσεις: Παρά τις (αρχικές) καταγγελίες για «σκευωρία», τα σκάνδαλα αποδείχτηκαν. Χρησιμοποιήθηκαν μάρτυρες που ήξεραν τα πράγματα από μέσα. Και, μαζί με άλλα στοιχεία, οδήγησαν σε καταδίκες. Ταυτόχρονα, αποδείχτηκε ότι κατασκευάστηκαν και ψευδομάρτυρες.

Ερχόμαστε τώρα στη σημερινή υπόθεση της Novartis. Πρώτα-πρώτα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι υπάρχει σκάνδαλο και είναι καραμπινάτο. Η  αλματώδης αύξηση τη φαρμακευτικής δαπάνης μετά τα μέσα της δεκαετίας του 2000 δεν αμφισβητείται.

Η ευνοϊκή μεταχείριση της Novartis  είναι υπό εξέταση. Ολα αυτά γίνονταν με τη συνέργεια μόνο γιατρών και κατώτερων κρατικών υπαλλήλων και χωρίς καμία συμμετοχή πολιτικών; Πρέπει να ελεγχθεί.

Εδώ υπεισέρχεται η ιστορία με τους «προστατευόμενους» μάρτυρες. Το επιλήψιμο δεν είναι ότι δεν αποκαλύπτεται η ταυτότητά τους. Ετσι πρέπει να γίνει, αλλιώς δεν θα είχε κανένα νόημα αυτή η πρόβλεψη του νόμου, τον οποίο έφεραν προηγούμενες κυβερνήσεις. Τέτοιοι μάρτυρες χρησιμοποιήθηκαν, για παράδειγμα, στη δίκη της Χρυσής Αυγής και τα κατηγορούμενα στελέχη της οργάνωσης (πολιτικά πρόσωπα) κατάγγειλαν με σφοδρότητα τον ίδιο τον τότε πρωθυπουργό  Αντώνη Σαμαρά ότι «πήγε να τους εξοντώσει με ψευδομάρτυρες». Όμως, η μαρτυρία αυτών των «προστατευομένων» (πρώην μέλη της οργάνωσης) έγινε δεκτή και ουδείς ζήτησε «να τους βγάλουν τις κουκούλες», όπως ζητείται σήμερα με τους μάρτυρες στην υπόθεση Novartis. Πρέπει να είμαστε καθαροί σ’ αυτό και να μη χρησιμοποιούμε δυο μέτρα και δύο σταθμά.

Αυτό σημαίνει ότι οι καταθέσεις αυτών των μαρτύρων είναι αξιόπιστες; Κάθε άλλο. Διότι μπορεί να έχουν στηθεί είτε από τους ίδιους, για να έχουν ευνοϊκή ποινική μεταχείριση, είτε από κάποια κυβερνητικά (παρά)κεντρα, για να πληγούν τα αντίπαλα πολιτικά πρόσωπα. Όλα μπορεί να έχουν συμβεί. Γι’ αυτό και όσα λένε αυτοί οι μάρτυρες δεν αρκούν για να καταδικαστεί κανένας. Αν δεν βρεθούν άλλα αποδεικτικά στοιχεία, η υπόθεση θα καταλήξει σε φιάσκο. Θα είναι φιάσκο αυτών που έστησαν την ιστορία των ψευδομαρτύρων. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να ερευνηθούν όσα λένε. Ούτε ότι θα πρέπει να αποκαλυφθούν τα στοιχεία τους, διότι τότε ο θεσμός του προστατευόμενου μάρτυρα θα διαλυθεί με αίτημα εκείνων που τον θέσπισαν. Και δεν πρέπει να γίνει, διότι από τέτοιους μάρτυρες έχουν αποκαλυφθεί -σε πολλές χώρες εδώ και πολλά χρόνια, στην Ελλάδα τα τελευταία- βαριά εγκλήματα πάσης φύσεως.

Βεβαίως, αν αυτοί οι μάρτυρες αποδειχθούν ψευδομάρτυρες, θα έχουν διασυρθεί πολιτικά πρόσωπα. Ασφαλώς, αλλά αυτό είναι το τίμημα της ενασχόλησης με την πολιτική. Ο Ανδρέας Παπανδρέου επί πέντε χρόνια διασυρόταν ως ο «απατεώνας που τα άρπαξε» τόσο από τον εγχώριο

όσο και από  το διεθνή Τύπο.

Δικαιώθηκε και επανήλθε νικητής και τροπαιούχος το 1993. Σήμερα, παρά την όξυνση, είμαστε πιο σοφοί. Κανένα σοβαρό μέσο ενημέρωσης δεν είπε και δεν έγραψε ότι ο Σαμαράς, ο Πικραμένος, ο Βενιζέλος και οι λοιποί εμπλεκόμενοι είναι «απατεώνες που τα άρπαξαν».

Τελικό συμπέρασμα: Η υπόθεση πρέπει να διερευνηθεί έως το τέλος. Διότι έτσι μόνο θα αποδειχθεί αν έχουμε μόνο νέους Μαμανέες ή και νέους Τσοχατζόπουλος.