Στο τραπέζι έπεσαν συνολικά περί τα 400 εκατομμύρια ευρώ. Αν τα έβαζαν σε έναν κουμπαρά, πήγαιναν και αγόραζαν ρεφενέ το λιμάνι του Πειραιά από τους Κινέζους, θα τους έμεναν και άλλα στην τσέπη για κανένα περιφερειακό κανάλι. Και επειδή τυχαίνει οι τρεις να είναι και ιδιοκτήτες ΠΑΕ, αν έριχναν στο γήπεδο τα ποσά που διέθεσαν για κανάλι, όλο και κάτι ενδιαφέρον θα έφερναν στα αποδυτήρια. Ειδικά ο Ιβάν Σαββίδης, που βρέθηκε να προσφέρει ένα φορτηγό λεφτά για κανάλι, αλλά φορ για τον ΠΑΟΚ δεν αγόρασε. Τέλος πάντων…
Τα λεφτά είναι πολλά, τα νούμερα είναι μεγάλα και οι υπολογισμοί δίνουν τροφή για σκέψη.
Πρώτα-πρώτα ας σκεφτούμε αν είναι, όντως, ένα καλό deal για το ελληνικό Δημόσιο. Πολιτικά ακούγεται καλό. Ηδη βγήκε ο Πρωθυπουργός και ανακοίνωσε ότι θα μοιράσει σε ευπαθείς ομάδες τα έσοδα των 246 εκατ. ευρώ και φυσικά όλα αυτά θα τα πει πανηγυρικά στη ΔΕΘ. Απλώς υποθέτουμε ότι θα υπολογίσει και κάτι για επιδόματα για εκείνους που θα χάσουν τη δουλειά τους στα κανάλια που θα κλείσουν σε 90 μέρες. Το ερώτημα που εγείρεται έχει ενδιαφέρον: ποιο θα ήταν το έσοδο του κράτους αν άφηνε ανεπηρέαστη την αγορά, ζητώντας μόνο ένα ετήσιο τέλος λειτουργίας των δικτύων; Τι θα γινόταν αν έμπαιναν οι νέοι παίκτες, δημιουργούσαν μεγαλύτερες οικονομίας κλίμακας και έκαναν προσλήψεις; Πιθανότατα το δημόσιο έσοδο θα ήταν μεγαλύτερο – αλλά βλέπετε, δεν θα μπορούσε να το «πουλήσει» στη ΔΕΘ.
Η κυβέρνηση επιμένει ότι το νέο πλαίσιο δημιουργεί υγιές επιχειρηματικό περιβάλλον που θα εγγυάται ποιοτικό τηλεοπτικό προϊόν. Για χάρη της συζήτησης ας ξεπεράσουμε το πόσο «υγιές» είναι να κλειδώνεις επί τρεις μέρες επιχειρηματίες για να τους εκβιάσεις να σου δώσουν χρήματα. Το ερώτημα για το πόσο υγιές είναι το επιχειρηματικό πλαίσιο που διαμορφώνεται βρίσκεται στο ότι άλλος ο δείκτης βιωσιμότητας του μοντέλου του ΣΚΑΪ που ήδη λειτουργεί και αγόρασε άδεια με 43 εκατ. και άλλος του Βαγγέλη Μαρινάκη που έδωσε 75 εκατ. ευρώ και δεν έχει ούτε κάμερα. Πρόκειται για εντελώς διαφορετικές περιπτώσεις. Ο Γιάννης Αλαφούζος φαίνεται πως δεν είχε άλλη επιλογή από το να πληρώσει «τα λύτρα», όπως λένε στον ΣΚΑΪ, προκειμένου να διατηρήσει ζωντανή την επιχείρηση του – ασχέτως αν ήταν αυτός που προκάλεσε την κούρσα των τρελών πονταρισμάτων. Ομοίως και ο Θοδωρής Κυριακού. Οι άλλοι δύο, όμως, έκαναν είσοδο που ελέγχεται για τη λογική της.
Βγαίνουν αυτά τα χρήματα από την τηλεοπτική αγορά και μάλιστα σε περίοδο τέτοιας παρατεταμένης ύφεσης; Οι καναλάρχες πλήρωσαν για δεκαετή λειτουργία τον τζίρο μίας χρονιάς, χωρίς να έχουν ιδέα για την τελική εικόνα της αγοράς. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, εξηγούν άνθρωποι της πιάτσας, ακόμα και αν είναι κερδοφόρο ένα κανάλι – ο Alpha είχε παρουσιάσει κάποτε κέρδη 1,5 εκατ. ευρώ – τα λεφτά αυτά θα τα αποσβέσουν σε 30 χρόνια!
Αυτό μας οδηγεί σε ένα άλλο, ενδιαφέρον συμπέρασμα: λεφτά υπάρχουν. Και μαζί τους υπάρχουν και οι τσέπες που είναι διατεθειμένες να τα ρίξουν στην αγορά. Ναι, αυτή τη στιγμή υπάρχουν στην Ελλάδα επιχειρηματίες που μπορούν να βγάλουν από το παντελόνι τους το χαρτονόμισμα των 70 εκατ. ευρώ για να επενδύσουν σε μία αγορά που βρίσκεται σε ύφεση. Ο κ. Σαββίδης το είπε αυθορμήτως: αυτές οι άδειες κοστίζουν 3-4 εκατομμύρια. Και η οικογένεια Βαρδινογιάννη φαίνεται ότι κινήθηκε με αυστηρά επιχειρηματικά κριτήρια και δεν μπήκε στην τρέλα της διεκδίκησης – μολονότι ήταν και το σχήμα που μπορούσε να δώσει και τα περισσότερα λεφτά.
Η κοινή λογική λέει ότι αν έχεις αυτά τα χρήματα, δεν τα επενδύεις στην Ελλάδα. Θέλεις να τα επενδύσεις; Δύσκολα τα ρίχνεις σε έναν κλάδο που έχει ως μοναδικό έσοδο μια διαρκώς συρρικνούμενη διαφημιστική πίτα, υφίσταται τεράστιες αλλαγές και αντιμετωπίζει τεράστιο ανταγωνισμό από παράλληλες πλατφόρμες μετάδοσης. Και εκτός των άλλων, αν είσαι Καλογρίτσας ή Μαρινάκης ξεκινάς πολύ πίσω από τους ανταγωνιστές σου. Σαν να πηγαίνεις να τρέξεις Μαραθώνιο και να υπάρχουν δρομείς που ξεκινούν δέκα χιλιόμετρα μπροστά από σένα. Ομως πότε υπήρχε αληθινή και ειλικρινής επιχειρηματική λογική στην ελληνική αγορά των media;