Ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι η Ελλάδα του 20ού αιώνα ήταν σαφώς πιο ενδιαφέρουσα από τη σημερινή. Ούτε είναι παράλογο οι παροικούντες τον δημόσιο βίο να ονειρεύονται την καριέρα τους με όρους προηγούμενων δεκαετιών, όταν κινητήρια δύναμη της ελληνικής κοινωνίας ήταν η πολιτική, άρα και ιδεολογία.
Αρχηγοί κομμάτων, υπουργοί, βουλευτές, δημοσιογράφοι, δημοσιολογούντες και απλοί πολιτευτές θα προτιμούσαν να ζουν στα μετεμφυλιακά, αλλά γοητευτικά 60s, όταν πλήθος κόσμου στρατευόταν στις παρατάξεις της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς. Οταν οι αλλεπάλληλες θεσμικές κρίσεις έβγαζαν χιλιάδες λαού στους δρόμους – άλλους που ζητούσαν την έκπτωση του θρόνου και άλλους που έβλεπαν παντού τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Διαφορετικά ήταν τα πράγματα και στα ελληνικά 80s, όταν ο Ανδρέας άνοιξε τις πόρτες της εξουσίας σε εκατοντάδες χιλιάδες παρίες, ενώ η Νέα Δημοκρατία του Ράλλη, του Αβέρωφ και του Μητσοτάκη λειτουργούσε ως συντηρητικό αντίβαρο του πασοκικού ρεσάλτο.
Προφανώς, δεν είμαστε εκεί. Και ούτε θα ξαναβρεθούμε. Τι σχέση έχουν, άλλωστε, όλα αυτά με τα επιτελικά Εxcel και Τik Τok του Μητσοτάκη, τον ουρανοκατέβατο Κασσελάκη ή ακόμα και τους sugar daddies του Κουτσούμπα; Η κοινωνία, η επικοινωνία, άρα και η πολιτική άλλαξαν και συνεχίζουν παντελώς.
Οσο οι νέες γενιές έρχονται στο προσκήνιο, τόσο το ενδιαφέρον για τα κοινά μειώνεται. Οπως συμβαίνει και με την Ιστορία, τις μεγάλες ιδεολογίες, γενικώς με την πολιτική θεωρία. Δύσκολα θα βρει σήμερα κανείς αξιόπιστο συνομιλητή κάτω των 30 με αντικείμενο τον διαλεκτικό υλισμό. Λίγοι είναι αυτοί που μπορούν να εξηγήσουν γιατί η σοσιαλδημοκρατία, κυρίαρχη άλλων εποχών, πασχίζει παγκοσμίως να διατηρήσει το κεφάλι της έξω από το νερό.
«Αν η ερώτησή σας έχει να κάνει με τον βαθμό που οι άνθρωποι γενικότερα και οι νέοι ειδικότερα εμπνέονται το ίδιο σε σχέση με το παρελθόν από τις μεγάλες πολιτικές ιδεολογίες, η απάντηση είναι πολύ λιγότερο», λέει στο Protagon ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονία Νίκος Μαραντζίδης, προσθέτοντας πάντως ότι οι πολιτικές ιδεολογίες ως «χαλαρά σύνολα ιδεών», εμπνέουν ακόμα την πολιτική και εκλογική συμπεριφορά.
Και όμως, εντός αυτής της νέας πραγματικότητας, των «χαλαρών συνόλων», αλλά και ως απότοκο του 28% των ευρωεκλογών, στη Νέα Δημοκρατία θεώρησαν απαραίτητο να ξεκινήσουν μια εκ βαθέων και σκληρή συζήτηση περί της ιδεολογίας του κόμματος. Πρόταση των δυσαρεστημένων είναι η στροφή προς τα δεξιά, ώστε να συναντηθούν ξανά με τον εκλογικό πυρήνα της παράταξης.
Και ας υποδεικνύουν οι μετρήσεις ότι οι εκλογικές απώλειες δεν προήλθαν απλώς και μόνο εξαιτίας της «ιδεολογικής αλλοίωσης» που αργά και σταθερά επιβάλλει –όπως λένε– ο Μητσοτάκης για να κυριαρχήσει στον χώρο. «Επιστροφή στις ρίζες και στις αρχές των κομμάτων και των παρατάξεων, άμεσα», πρόταξε ο Αντώνης Σαμαράς στην πολυαναμενόμενη, παρότι επαναλαμβανόμενη, παρουσίαση του βιβλίου του Μανώλη Κοττάκη.
Πράγματι, για πολλούς στη Νέα Δημοκρατία ο Μητσοτάκης είναι περισσότερο φιλελεύθερος από όσο μπορούν να καταναλώσουν. Οχι τόσο στην πολιτική ιδεολογία του, αλλά σε αυτά που άπτονται της συμπυκνωμένης συντηρητικής ταυτότητας. Ο γάμος των ομοφύλων και η νομιμοποίηση μεταναστών προκειμένου να εργαστούν στη χώρα είναι δύο τυπικά τέτοια παραδείγματα. Είναι, άλλωστε, αυτά που καταψήφισε με κρότο ο πρώην Πρωθυπουργός.
Φυσικά, ουδείς εκ των σημερινών διαφωνούντων, μήδε καν ο Σαμαράς είναι εν γένει αντίθετος μεταναστευτική πολιτική του Μητσοτάκη: κανείς δεν αντιδρά στον αμφιλεγόμενο τρόπο φύλαξης των συνόρων, ορισμένες φορές με πρακτικές που γίνονται αντικείμενο δημοσιογραφικής έρευνας μεγάλων ευρωπαϊκών Μέσων. Σε αυτά ο Μητσοτάκης είναι όσο δεξιός χρειάζεται. Εξίσου δεξιός και «πατριώτης» ήταν όταν τζαρτζαριζόταν καθημερινά με τον Ερντογάν ή όταν δέσμευε τα χρήματα των Ελλήνων για τα Rafale και τις Belharra.
Ο νυν Πρωθυπουργός πάντως δεν πήρε 39% το 2019 και 41% στις τελευταίες εθνικές εκλογές με πρόταγμα μια σκληρή ιδεολογική ατζέντα. «Πούλησε» αποτελεσματικότητα, ορθολογισμό, ισχυρότερη θέση στους διεθνείς θεσμούς, περισσότερες δουλειές, λιγότερους φόρους, καλύτερη οικονομική προοπτική. Η μείωση των επιδόσεων του κόμματος σε αυτούς τους τομείς έφερε και την απώλεια του 1 εκατομμυρίου ψήφων. Οι πανηγυρισμοί στα wine bar με την LGTB+ κοινότητα ήταν απλώς το κερασάκι στην τούρτα.
Αυτό που ενόχλησε όλους όσοι είναι από τις 9 Ιουνίου του 2024 στα κάγκελα, θεσμοθετήθηκε τον Ιούλιο του 2019: είναι το επιτελικό κράτος και οι λειτουργοί του. Η λογική ότι ένας στενός πυρήνας πέριξ του Μεγάρου Μαξίμου, προερχόμενος από το περιβάλλον του Πρωθυπουργού και το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ, κουμαντάρει την κυβέρνηση. Οτι ο Μητσοτάκης δημιούργησε έναν μηχανισμό υπέρβασης της κομματικής, αλλά και της υπουργικής γραφειοκρατίας προκειμένου να προωθήσει μια σειρά από μεταρρυθμίσεις, οι οποίες στο παρελθόν βάλτωναν εξαιτίας του περιβόητου πολιτικού κόστους. Οτι οι μόνοι που παραμένουν ανέγγιχτοι όλα αυτά τα χρόνια είναι ο Σκέρτσος, ο Γεραπετρίτης και ο Πατέλης. «Είναι επιτυχημένο το επιτελικό κράτος με τους ανακυκλούμενους υπουργούς και τους απαξιωμένους βουλευτές;», αναρωτήθηκε ο Σαμαράς.
Με το 41% δεν υπήρχε χώρος αντίδρασης. Με το που κύλησε, όμως, αίμα στους κομματικούς διαδρόμους, εμφανίστηκαν οι καρχαρίες. Οι οποίοι δεν ενδιαφέρονται στην πραγματικότητα για την ιδεολογία, αλλά για την κυριαρχία στο κόμμα και την πρόσβαση στη νομή της εξουσίας. Αυτό συμβαίνει στα κόμματα εξουσίας, αλλά και βαρονίας, όπως είναι η Νέα Δημοκρατία. Ανεξαρτήτως του αν ο Μητσοτάκης θα προσφύγει προώρως στις κάλπες ή αν θα φύγει νικητής στο τέλος της τετραετίας, οι διεργασίες για την επόμενη μέρα έχουν ήδη ξεκινήσει.
Εξ ου και η παρέμβαση των δύο πρώην πρωθυπουργών και αρχηγών της Νέας Δημοκρατίας. Καινοφανής ως προς τον συντονισμό, φτιαγμένη όμως με τα παλιά υλικά. Λειτουργούν αφενός ως πόλοι άσκησης πίεσης στο Μέγαρο Μαξίμου, αφετέρου ως μαγνήτες των επιμέρους ομαδοποιήσεων για τη μετά Μητσοτάκη εποχή.
Ο Καραμανλής από τη μία συνεχίζει να μάχεται για το εξής ένα – την κληρονομιά του: μη τυχόν και αμφισβητήσει κανείς ότι για την οικονομική κρίση του 2010 φταίει αποκλειστικά το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου και όχι η δική του Νέα Δημοκρατία με τη «θωρακισμένη» οικονομία. Και προσθέτει λίγες δόσεις αδιαλλαξίας στα Ελληνοτουρκικά.
Ο Σαμαράς από την άλλη θέλει να πάει πιο «δεξιά», περισσότερο «πατριωτικά», με απόλυτο σεβασμό στη χριστιανική οικογένεια. Η ατζέντα του, στην εποχή που η χώρα πήγαινε με ταχύτητα στην άβυσσο, έλαβε μάξιμουμ 30%. Κακά τα ψέματα, αλλά μόνο η πολυσυλλεκτικότητα οδηγεί, πια, στην εξουσία. Τουλάχιστον αυτοδύναμα. Ο ίδιος επιμένει να το αγνοεί, σχεδόν μονότονα. «Δημιουργήθηκε η μικρότερη και πιο φοβική Νέα Δημοκρατία όλων των εποχών», είπε. Αν η Νέα Δημοκρατία των ευρωεκλογών του 28% ήταν η μικρότερη, αυτή του 17% των εθνικών εκλογών τι ήταν;
Ο Αντώνης Σαμαράς συνηθίζει τελευταία να κραδαίνει το ευρωπαϊκό παράδειγμα – τι συμβαίνει στην Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία. Το ίδιο έκανε και το βράδυ της Δευτέρας. Εκεί, όμως, το μήνυμα δεν είναι «εθνικό», ούτε «αντι-woke». Είναι «αντι-συστημικό», πράγματι και «αντι-μεταναστευτικό» και τείνει στην Ακροδεξιά. Το «αντι-σύστημα» δεν είναι ιδεολογία, είναι απαίτηση αξιοπρεπούς πρόσβασης στην αγορά εργασίας, περισσότερης συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων, αντίδρασης στη νομενκλατούρα των Βρυξελλών, στα εμβόλια, στον πόλεμο της Ουκρανίας.
«Η άνοδος της Ακρας Δεξιάς είναι απόλυτα συνυφασμένη με την επιστροφή του εθνικισμού στη δημόσια σφαίρα», λέει ο Μαραντζίδης. Μπορεί ποτέ να γίνει μια τέτοια πρόταση πλειοψηφική στην Ελλάδα; Σίγουρα όχι. Μπορεί όμως να μπετονάρει μια σκληρή σαμαρική πτέρυγα μέσα στο κόμμα. Ή, ακόμα καλύτερα, μπορεί να εκφράζεται από μια θέση διακοσμητική, λίγες εκατοντάδες μέτρα κάτω από το Μέγαρο Μαξίμου.