Είχα γράψει και με άλλη ευκαιρία μία σκηνή με τον Κωστή Στεφανόπουλο που μου έχει μείνει αξέχαστη. Hταν μια Κυριακή βράδυ του ’94 και ο Αντώνης Σαμαράς μόλις είχε ανακοινώσει την πρόταση του κόμματός του για την Προεδρία της Δημοκρατίας, που ήταν ο αχαιός πολιτικός. Ολες οι πληροφορίες προεξοφλούσαν τη σύμφωνη γνώμη του ΠΑΣΟΚ που ήταν στην κυβέρνηση, άρα η κοινοβουλευτική πλειοψηφία στο πρόσωπό του φαινόταν εξασφαλισμένη. Οπως ήταν φυσικό τα τηλεοπτικά συνεργεία έστησαν νυχτιάτικα στασίδι έξω από την πολυκατοικία που έμενε, στην οδό Δάφνης, και περίμεναν τον επόμενο Πρόεδρο που επέστρεφε από το εξοχικό του στο Ρίο.
Ο Στεφανόπουλος βγήκε από το αμάξι όπως βγαίνουμε όλοι οι άνθρωποι όταν γυρνάμε από εκδρομή το Σαββατοκύριακο. Κάτι τακτοποιούσε, κάτι κουβαλούσε, στο τέλος έκανε αυτό που προφανώς έκανε πάντα πριν κλειδώσει το αυτοκίνητο. Εβγαλε ένα από αυτά τα μπαστούνια ασφαλείας της εποχής που ακινητοποιούσαν το τιμόνι και πάσχιζε να περάσει τη λαβή του στο πετάλι του φρένου. Δεν το πετύχαινε, αναψοκοκκίνισε, αλλά δεν εννοούσε να αφήσει στη μέση τη δουλειά που έκανε κάθε βράδυ επειδή τον σημάδευαν από λίγο μακρύτερα κάμερες και μικρόφωνα. Οταν τελείωσε προχώρησε προς το σπίτι του, έκανε μια ευγενική δήλωση που δεν τη θυμάμαι και μπήκε μέσα.
Ολοι συνειδητοποιήσαμε τότε την αντίθεση της εικόνας με αυτή του Προέδρου που διαδεχόταν. Ο Καραμανλής ήταν συνώνυμο του μεγαλείου και της δωρικότητας, αιχμάλωτος των συμβολισμών και των συνδηλώσεων κάθε του δημόσιας έκφρασής του. Κάποιοι γέλασαν ειρωνικά – αυτός ο δικηγόρος επαρχίας θα διαδεχτεί τον πολιτικό που για την παράταξή του αλλά και για αρκετούς άλλους ήταν ήδη ζωντανός μύθος; Και θα συνυπάρξει με τα άλλα πολιτικά τέρατα της εποχής που παρά τα πολιτικά πάθη ήσαν ηγέτες υψηλού κύρους και εκτοπίσματος;
Φαντάζομαι δεν χρειάστηκε να ξαναβάλει μπαστούνι στο αμάξι του ο Κωστής Στεφανόπουλος γιατί πια η είσοδος της πολυκατοικίας του φυλασσόταν, αλλά νομίζω ότι όλα τα άλλα τα έκανε με τον τρόπο που ήξερε. Με το δικό του τρόπο. Γνώριζε ότι δεν μπορούσε να υποδυθεί τον ρόλο του Καραμανλή, να κλειστεί στο Μέγαρο και κατά καιρούς να κάνει σιβυλλικές δηλώσεις που θα προκαλούν πάταγο. Γνώριζε ότι αν υιοθετούσε και εκείνος το μοντέλο του απρόσιτου μεγαλειώδους Προέδρου ο λόγος του δεν θα είχε αντίκρισμα στον λαό. Και έκανε το φυσικότερο πράγμα στον κόσμο που στην πολιτική φαίνεται το πιο δύσκολο. Δεν έπαιξε κανένα ρόλο, έμεινε ο εαυτός του και έδωσε στην Προεδρία ένα νέο περιεχόμενο που ανταποκρινόταν στη δική του προσωπικότητα.
Αλώνισε τη χώρα, πήγε στα πιο απομακρυσμένα μέρη της επικράτειας και μίλησε με τους πολίτες κάθε γωνιάς της ελληνικής γης. Ανοιξε το Προεδρικό Μέγαρο σε ανθρώπους του πολιτισμού, της επιστήμης και της κοινωνίας και μετέτρεψε το κλειστοφοβικό κτίριο του Καραμανλή σε φιλόξενο και εξωστρεφές. Παρενέβαινε αρκετές φορές με δημόσιες δηλώσεις του, όχι λακωνικά και με χρησμούς, αλλά μακρόσυρτα, αναλυτικά και δικηγορίστικα, γιατί αυτός ήταν και ο λαός τον αγάπησε για αυτό. Και δεν του έλειπε η τόλμη να πει ευθέως τη γνώμη του είτε στον Κλίντον είτε στον Χριστόδουλο είτε σε οποιονδήποτε άλλον, χωρίς ποτέ ασφαλώς να παρεκκλίνει από το θεσμικό πλαίσιο του αξιώματός του. Νομίζω ήταν ο καλύτερος Πρόεδρος της Μεταπολίτευσης. Και ήταν για αυτόν τον απλό λόγο. Γιατί ήταν ο εαυτός του.
Είναι ένα δίδαγμα για τους πολιτικούς της σημερινής εποχής που είτε λόγω προσωπικής εμμονής, είτε γιατί εμπιστεύονται σύμβουλους επικοινωνίας όλο και συχνότερα υποδύονται άλλους. Ερμηνεύουν ρόλους.
Ο κ. Τσίπρας π.χ. προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του και την κοινωνία ότι είναι η μετενσάρκωση του Ανδρέα Παπανδρέου και μιμείται κινήσεις και φωνή του μακαρίτη σαν τον Μητσικώστα. Ο κ. Κυρ. Μητσοτάκης αποφάσισε να γίνει αντιτσίπρας και στήνει στη Βουλή καυγάδες που δεν θυμίζουν σε τίποτα την προηγούμενη θητεία του ως νηφάλιου υπουργού – με την οξύτητα χαρακτηρισμών, τις προσωπικές επιθέσεις και τα φτηνά ευρήματα που χρησιμοποιεί περισσότερο τον Πρωθυπουργό θυμίζει. Συμβαίνει και σε πολλούς άλλους σύγχρονους πολιτικούς και το καταλαβαίνεις πιο εύκολα από την εναλλαγή των ρόλων στο ίδιο πρόσωπο, ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε εποχής. Ας εγκύψουν στον Στεφανόπουλο και την πολυτιμότερη παρακαταθήκη του και ας προσπαθήσουν να το κάνουν με το δικό τους τρόπο. Μόνο ο εαυτός σου δεν σε προδίδει.