1. Ο θεσμικός χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας προφανώς και δεν είναι το μείζον πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα μας και η ελληνική κοινωνία. Ωστόσο, δεν είναι ένα ήσσονος σημασίας ζήτημα και σίγουρα αποτελεί μία από τις ιστορικές εκκρεμότητες στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, αφού αφορά την εναρμόνιση του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου με τη σύγχρονη κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα.
Το θέμα μέχρι τώρα έρχεται στο προσκήνιο ευκαιριακά και αποσπασματικά, όπως συνέβη και πρόσφατα. Αυτό όμως που χρειάζεται, ιδιαίτερα ενόψει και της συνταγματικής αναθεώρησης, είναι ένας ειλικρινής, απροκατάληπτος και νηφάλιος πολιτικός και επιστημονικός διάλογος, με γνώση των ιστορικών, οικονομικών, συνταγματικών και εκκλησιολογικών δεδομένων. Το θέμα δεν προσφέρεται για απλουστεύσεις, υπερβολές, μισαλλόδοξες συμπεριφορές και διχαστικά λάβαρα.
2. Η σχέση Κράτους και Εκκλησίας ενώ έχει ιστορία μόλις 190 περίπου χρόνων, παρουσιάζεται σαν αιώνια και ακατάλυτη. Η Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας δεν προϋπήρξε του νέου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, αλλά αποτελεί δικό του διοικητικό δημιούργημα. Το νέο εθνικό κράτος είναι αυτό που της έδωσε νομική υπόσταση, με τη μορφή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, και την οργάνωσε διοικητικά. Με τον τρόπο αυτό το Κράτος πέτυχε να διατηρεί σημαντικό έλεγχο επί της Εκκλησίας και να εκμεταλλεύεται το ορθόδοξο χριστιανικό φρόνημα της μεγάλης πλειονότητας του ελληνικού λαού για την κοινωνική νομιμοποίηση της πολιτικής του εξουσίας.
Η πολιτική και πολιτισμική έννοια του ελληνικού έθνους, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται με την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία, όπως ισχυρίζεται ο κυρίαρχος ιδεολογικός -και ουδόλως θεολογικός- λόγος της Εκκλησίας
Ως αντάλλαγμα παραχώρησε στην Εκκλησία την αναγνώριση της προνομιακής της θέσης στην ελληνική κοινωνία και το θεσμικό σύστημα. Έτσι, η Εκκλησία οργανώθηκε από την αρχή ως δημόσια αρχή, ουσιαστικά ως προέκταση της κρατικής εξουσίας, και μάλιστα εν πολλοίς αυτονομημένη από το θεσμικό σύστημα του δημοκρατικού κράτους δικαίου, που εκφράζει κατά το Σύνταγμα τον κυρίαρχο λαό.
3. Μετά το 1850, όταν η Μεγάλη Ιδέα και ο στόχος της εθνικής ολοκλήρωσης αποτέλεσαν τον άξονα της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας, η ηγεσία της Εκκλησία έκανε ένα βήμα παραπέρα. Όχι μόνο ενστερνίστηκε την εθνική ιδεολογία, αλλά υιοθέτησε και την έννοια του έθνους-γένους, με έντονη αναφορά στο Βυζάντιο και την αδιάλειπτη ανά τους αιώνες συνέχεια του Ελληνισμού. Η πραγματικότητα είναι πως μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το ελληνικό έθνος προσδιορίστηκε, σε μεγάλο βαθμό, και από την ορθόδοξη χριστιανική ταυτότητα. Η πολιτική και πολιτισμική έννοια του ελληνικού έθνους, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται με την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία, όπως ισχυρίζεται ο κυρίαρχος ιδεολογικός -και ουδόλως θεολογικός- λόγος της Εκκλησίας.
4. Κορωνίδα των πρόσφατων, διαδοχικών παρεμβάσεων του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου είναι η συνεχής, επίμονη αναφορά του σε αυτό που αποκαλεί «μητρική σχέση μεταξύ Εκκλησίας και λαού». «Την Πολιτεία τη δημιουργούν οι πολίτες. Τους πολίτες όμως τους γεννάει η Εκκλησία και η σχέση μας είναι μητρική και όχι διοικητική. Πώς θα χωριστεί η μάνα από το παιδί; Ποια μάνα θα το έκανε αυτό;», αναρωτιέται. Και σε άλλο σημείο: «Πώς να τους χωρίσω; Για την Πολιτεία είναι οι πολίτες και για μένα οι πιστοί. Δεν χωρίζονται αυτοί οι άνθρωποι». Με την επίκληση της «μητρικής σχέσης», ο αρχιεπίσκοπος επιχειρεί να κόψει με το μαχαίρι κάθε συζήτηση περί χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους. Περαιτέρω, με αναφορές όπως ότι ο τόπος «προχωράει από στιγμή σε στιγμή στον αφελληνισμό και τον αποχριστιανισμό», προσπαθεί να επαναφέρει την Εκκλησία στον ρόλο του εθνικού θεματοφύλακα που διαχρονικά διεκδικεί, αφού εμφανίζεται να «αγκαλιάζει» τους πολίτες όχι μόνο στο όνομα της Πίστης αλλά και του Έθνους.
5. Το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας και γενικότερα των οικονομικών σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας είναι περίπλοκο και διαχρονική εστία εντάσεων. Πολύ περισσότερο που συνδέεται και με τη μισθοδοσία του κλήρου από το Δημόσιο. Η διοικούσα Εκκλησία ισχυρίζεται πως η μισθοδοσία των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό αποτελεί ανταποδοτική υποχρέωση του Κράτους εις το διηνεκές, έναντι της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης μεγάλων τμημάτων της περιουσίας της χωρίς να καταβληθεί από το Κράτος η αντίστοιχη αποζημίωση. Πρόκειται για τη μισή αλήθεια. Η πραγματικότητα είναι ότι όντως το νέο Ελληνικό Κράτος, με διάφορα νομοθετήματα, αρχής γενομένης από την περίοδο του Όθωνα, απαλλοτρίωσε σημαντικό μέρος της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας (όχι φυσικά το 96%, όπως καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται η Εκκλησία).
Η εκκοσμίκευση του Κράτους, ο χωρισμός δηλαδή του θρησκευτικού από το πολιτικό στοιχείο, δεν είναι μια απλή ρήξη σε θεσμικό επίπεδο, αλλά μια ευρύτερη, μακρόχρονη και ουσιαστική κοινωνική και ιδεολογική διαδικασία που αφορά τη συνολική εξέλιξη της κοινωνίας
Προηγουμένως είχε βεβαίως φροντίσει να αναγνωρίσει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των μοναστηριών επί της περιουσίας που είχαν αποκτήσει -με όποιο τρόπο την είχαν αποκτήσει- την περίοδο του Βυζαντίου και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το Δημόσιο ανέλαβε τη μισθοδοσία του Εφημεριακού Κλήρου από το 1945, με τον Α.Ν.536/1945, και όχι από το 1952, όπως συνήθως ισχυρίζεται η Εκκλησία. Από το 1980 το Δημόσιο ανέλαβε τη μισθοδοσία και των Αρχιερέων. Το πόση είναι μέχρι τώρα η επιβάρυνση του Κρατικού Προϋπολογισμού από τη μισθοδοσία του κλήρου τα 70 αυτά χρόνια (από το 1945), αλλά και από τις διάφορες κατά καιρούς ευεργετικές διατάξεις υπέρ της Ορθόδοξης Εκκλησίας, είναι δύσκολο να υπολογιστεί. Ακόμη πιο δύσκολο είναι να υπολογιστεί η αξία της απαλλοτριωθείσας και μη αποζημιωθείσας εκκλησιαστικής περιουσίας.
Το βέβαιο πάντως είναι ότι τα ποσά που έχει καταβάλει μέχρι τώρα το Κράτος για τη μισθοδοσία του κλήρου υπερβαίνουν την αξία της περιουσίας που το Κράτος στέρησε από την Εκκλησία. Φυσικά, ένας επαναπροσδιορισμός των οικονομικών σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας δεν μπορεί να μην συνυπολογίσει και την απώλεια των προσόδων που θα απέφερε στην Εκκλησία η απαλλοτριωθείσα περιουσία και, κυρίως, το μεγάλο κοινωνικό έργο που επιτελεί η Εκκλησία, ιδιαίτερα σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς. Όπως επίσης δεν μπορεί να αφήσει χωρίς διασφάλιση τις 10 χιλιάδες και πλέον οικογένειες κληρικών. Αυτό που προέχει είναι να ολοκληρωθεί, επιτέλους, το Κτηματολόγιο και να λήξει το θέμα των διακατεχόμενων γαιών, ώστε οι οικονομικές σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας να επαναπροσδιοριστούν με βάση αδιαμφισβήτητα στοιχεία.
6. Πολλές φορές γίνεται το λάθος να συγχέουμε το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους με τις σχέσεις Εκκλησίας-Κοινωνίας. Το αν οι ποδοσφαιρικές ομάδες κάνουν αγιασμό στην έναρξη της αγωνιστικής περιόδου (ακόμη και σε περιπτώσεις που οι ορθόδοξοι χριστιανοί ποδοσφαιριστές της ομάδας δεν ξεπερνούν τα δάχτυλα του ενός χεριού), ή αν ο κάθε σύλλογος ζητάει την ευλογία κληρικού στην ετήσια χοροεσπερίδα του, ή αν καλείται κληρικός στα εγκαίνια ενός νέου επαγγελματικού χώρου, αυτό δεν αφορά τις σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους.
Η αποπομπή Φίλη από το υπουργείο οφείλεται στην οπισθοχώρηση της κυβέρνησης και κυρίως στον φόβο του πολιτικού κόστους λόγω της μεγάλης επιρροής της Εκκλησίας στην ελληνική κοινωνία, που δεν εξαρτάται από τον θεσμικό χωρισμό
Να πάμε όμως και σε σοβαρότερα θέματα. Η αποπομπή Φίλη από το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων δεν οφείλεται στο ότι δεν έχει προχωρήσει ο θεσμικός χωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος. Οφείλεται στην οπισθοχώρηση της κυβέρνησης και κυρίως στον φόβο του πολιτικού κόστους λόγω της μεγάλης επιρροής της Εκκλησίας στην ελληνική κοινωνία, που δεν εξαρτάται από τον θεσμικό χωρισμό.
Αντιθέτως, οι εικόνες σε δημόσια κτίρια, ο θρησκευτικός όρκος πολιτειακών οργάνων, ο θρησκευτικός όρκος στα δικαστήρια, οι επίσημες δοξολογίες, ή η επίκληση της Αγίας Τριάδος στο προοίμιο του Συντάγματος, ακόμη και αν δεχθούμε τον ισχυρισμό της Εκκλησίας ότι έχουν συμβολικό και μόνο χαρακτήρα, αντικειμενικά εισάγουν κάμψη του ουδετερόθρησκου, κοσμικού κράτους. Η εκκοσμίκευση, τελικά, του κράτους, ο χωρισμός δηλαδή του θρησκευτικού από το πολιτικό στοιχείο, δεν είναι μια απλή ρήξη σε θεσμικό επίπεδο, αλλά μια ευρύτερη, μακρόχρονη και ουσιαστική κοινωνική και ιδεολογική διαδικασία που αφορά τη συνολική εξέλιξη της κοινωνίας.
7. Επειδή στην Ελλάδα υπάρχει μια τάση να ανάγονται τα πάντα σε συνταγματικά ζητήματα, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί πως υπάρχουν θέματα που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Συντάγματος, αλλά υπάρχουν και πολλά άλλα ζητήματα για τα οποία αυτό που απαιτείται δεν είναι η αναθεώρηση αλλά η εφαρμογή του Συντάγματος. Για την απάλειψη του θρησκεύματος από τις ταυτότητες, επί παραδείγματι, δεν χρειάστηκε συνταγματική αναθεώρηση αλλά ισχυρή πολιτική βούληση. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται θέματα, όπως η ύλη και ο τρόπος διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών, η πολιτική κηδεία, η αποτέφρωση των νεκρών, η ίδρυση ναών από αλλοθρήσκους ή ετεροδόξους, και πολλά άλλα.
8. Κομβικό σημείο της συνταγματικής αναθεώρησης αποτελεί η κατοχύρωση της θρησκευτικής ισότητας και της θρησκευτικής ουδετερότητας του Κράτους και η πλήρης και απόλυτη προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας. Ο όρος «επικρατούσα θρησκεία» στο Ελληνικό Σύνταγμα θα πρέπει να απαλειφθεί, ακόμη και αν είχε βάση –που δεν έχει- ο ισχυρισμός ότι η αναφορά αυτή είναι καθαρά διαπιστωτικού χαρακτήρα. Το Σύνταγμα αποτελεί τον θεμελιώδη νόμο της πολιτείας και ο ρόλος του δεν είναι να προβαίνει σε απλές «διαπιστώσεις». Σε κάθε περίπτωση πάντως, θα πρέπει να αποφευχθεί η μηχανιστική μεταφορά προτύπων που αντιστοιχούν σε διαφορετικές εθνικές παραδόσεις.
Το ισχυρό ρεύμα του ανορθολογισμού και του εθνολαϊκισμού και η υποχώρηση της προοδευτικής ατζέντας και των ιδεών του προοδευτικού εκσυγχρονισμού στην κοινωνία και το πολιτικό σύστημα, δεν επιτρέπουν ιδιαίτερη αισιοδοξία. Αυτό όμως είναι και το στοίχημα
Αντιθέτως, επιβάλλεται να αναζητηθεί το πλέον πρόσφορο για τη χώρα μας πλαίσιο για τον θεσμικό χωρισμό, που δεν θα αγνοεί τις δικές μας παραδόσεις και ευαισθησίες, όπως για παράδειγμα το λεπτό ζήτημα των σχέσεων του Κράτους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ή το γεγονός ότι η Ορθοδοξία αποτελεί μία σημαντική συνιστώσα της εθνικής και πολιτισμικής μας ταυτότητας.
9. Ο θεσμικός χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας θα έχει εκατέρωθεν επιπτώσεις. Δεν θα «απελευθερωθεί», δηλαδή, μόνο το Κράτος από τις παρεμβάσεις της Εκκλησίας, αλλά και η Εκκλησία από τον εποπτικό και παρεμβατικό ρόλο του Κράτους στα εσωτερικά της ζητήματα. Θα προκληθούν επίσης και «παράπλευρες» συνέπειες, που θα πρέπει σωστά να σταθμιστούν και να αντιμετωπιστούν. Όπως σε σχέση με τον τρόπο επιλογής και διορισμού των Μουφτήδων της Δυτικής Θράκης, που έως τώρα επιλέγονται από την Ελληνική Πολιτεία, αλλά και σε σχέση με τη διοίκηση του μουσουλμανικού Τεμένους που πρόκειται να δημιουργηθεί στον Ελαιώνα, το οποίο με τον νόμο του 2006 προβλέπεται πως θα είναι υπό κρατική διοίκηση.
10. Η συνταγματική αναθεώρηση θα έπρεπε να αποτελέσει ευκαιρία για το πολιτικό σύστημα να κλείσει την εκκρεμότητα του θεσμικού χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας, με ιστορική αυτογνωσία, χωρίς άγονες αντιπαλότητες και χωρίς να θιγούν τα δικαιώματα της πίστης. Για τη διοικούσα Εκκλησία, από την άλλη, θα ήταν ευκαιρία, αντί να φαντασιώνεται απειλές και εχθρούς που μηχανεύονται πώς θα εξαφανίσουν την Ελλάδα, τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, να ξαναβρεί το νήμα με την οικουμενική διάσταση της Ορθοδοξίας και να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην πνευματική και κοινωνική της αποστολή.
Δυστυχώς, το ισχυρό ρεύμα του ανορθολογισμού και του εθνολαϊκισμού και η υποχώρηση της προοδευτικής ατζέντας και των ιδεών του προοδευτικού εκσυγχρονισμού στην κοινωνία και το πολιτικό σύστημα, δεν επιτρέπουν ιδιαίτερη αισιοδοξία. Αυτό όμως είναι και το στοίχημα.
* Ο Πάνος Σκοτινιώτης είναι νομικός, πρώην δήμαρχος Βόλου και πρώην βουλευτής και νομάρχης Μαγνησίας