Είχα μόλις επιστρέψει στην Αθήνα αεροπορικώς και επειδή το μετρό δεν λειτουργούσε πήγα να πάρω το λεωφορείο για το Σύνταγμα. Ελα όμως που το λεωφορείο ήταν πήχτρα στον κόσμο γιατί ήταν το μοναδικό διαθέσιμο μέσο δημόσιας συγκοινωνίας.
Δεν υπήρχε περίπτωση να μην μπω, με περίμεναν για μια ομιλία και είχα ήδη καθυστερήσει. Μισή ντροπή δική μου, μισή δική τους, έσπρωξα, με έσπρωξαν, βρήκα ένα κενό και τρύπωσα. Αμέσως σχεδόν ξεκινήσαμε. Καθώς ήμασταν παστωμένοι σαν σαρδέλες, δεν μπορούσα ούτε το χέρι μου να σηκώσω για να βρω το μηχάνημα ακύρωσης.
Αφού με δυσκολία σήκωσα το εισιτήριο ψηλά ρώτησα δυνατά: «Πού το ακυρώνουμε;»
Οι ξένοι επιβάτες με κοιτούσαν με απορία –διότι προφανώς δεν κατάλαβαν τι ρώτησα αν και το υποψιάζονταν.
Οι Ελληνες με κοίταξαν απλώς με αδιαφορία –ήταν στοιβαγμένοι σε ένα λεωφορείο που έβραζε, δεν είχαν όρεξη για περιττές κινήσεις και κουβέντες.
Και τότε ένιωσα να μου αρπάζει το εισιτήριο από το χέρι μια νέα κοπέλα που φορούσε μαντίλα. Το έδωσε στη φίλη της που στέκονταν δίπλα της και φορούσε κι αυτή μαντίλα. Η φίλη τεντώθηκε, έφτασε το ειδικό μηχάνημα, το ακύρωσε και μου το επέστρεψαν. Τις ευχαρίστησα στα αγγλικά και αμέσως κατάλαβα τη γκάφα μου. Το ότι φορούσαν μαντίλες δεν σημαίνει ότι ήταν και ξένες. Ευτυχώς όμως σε λίγο τις άκουσα να μιλούν γερμανικά.
Η διαδρομή ήταν οδυνηρή. Μέχρι σχεδόν την Εθνική Αμυνα παραμέναμε παστωμένοι, η ζέστη ήταν αποπνικτική, ο ιδρώτας μας έλουζε και η κίνηση απελπιστική. Η διαδρομή κράτησε 70 λεπτά ακριβώς μέχρι το Σύνταγμα. Αυτό που με εκνεύριζε ήταν ότι δεν μπορούσα (δεν υπήρχε χώρος!) να βγάλω το βιβλίο μου ενώ είχα σχεδιάσει ότι θα διάβαζα τουλάχιστον 40 λεπτά απερίσπαστος και άνετος σε μια θέση στο μετρό.
Φτάσαμε επιτέλους στην Αμυνα, μειώθηκε ο κόσμος, άνοιξαν μερικές θέσεις. Εγώ βρήκα μια βολική γωνία για να μπορώ, αν και όρθιος, να διαβάζω για όσο ακόμα χρόνο απέμενε. Οι δύο κοπέλες με τις μαντίλες, είχαν βρει θέση, είχαν βγάλει τα βιβλία τους και διάβαζαν κι αυτές. Η μία κάτι στα γερμανικά και η άλλη το «Do Not Say We Have Nothing» της Μαντλέν Τιέν. Εκτός από μένα κι αυτές κανείς άλλος δεν διάβαζε κάποιο βιβλίο στο πίσω μέρος του γεμάτου λεωφορείου. Οι περισσότεροι έπαιζαν με τα κινητά τους.
Κάθε φορά που ακούω επιχειρήματα υπέρ της απαγόρευσης της μαντίλας αναρωτιέμαι για το θράσος αυτών που τα υποστηρίζουν. Χρειάζεται θράσος για να ισχυρίζεσαι σοβαρά ότι ξέρεις καλύτερα εσύ τι θα πρέπει να φοράνε (ή να μην φοράνε) στο κεφάλι τους εκατομμύρια γυναίκες σε ολόκληρο τον πλανήτη. Χρειάζεται θράσος για να έχεις αυτήν την ατράνταχτη βεβαιότητα ότι γνωρίζεις καλύτερα απ’ αυτές αν οι επιλογές τους είναι ελεύθερες ή αποτέλεσμα καταναγκασμού. Χρειάζεται επίσης αφάνταστη διανοητική επιπολαιότητα για να τις αντιμετωπίζεις αποκλειστικά ως απλοϊκά υποζύγια σε κοινωνικούς ρόλους και όχι ως ξεχωριστά και πολύπλοκα άτομα με δική τους βούληση που ίσως (ίσως!) εσύ δεν μπορείς να κατανοήσεις.
Τέλος, χρειάζεται να έχεις γνήσιο το αυταρχικό ένστικτο (για το οποίο μας προειδοποιεί ο Νίτσε) για να πιστεύεις ότι οι φαντασιώσεις σου για το πώς ζουν και αποφασίζουν άτομα για τα οποία δεν έχεις ιδέα και οι εμμονές σου για το πώς θα όφειλαν να ζουν, θα πρέπει να επιβληθούν και με τη βία, έστω με τη νόμιμη βία ενός οργανωμένου κράτους.
Πραγματικά θα πρέπει να έχει μείνει κανείς αδιάβροχος από την ουσία του πολιτικού φιλελευθερισμού που αποτελεί τη βάση της φιλελεύθερης δημοκρατίας για να ζητά στα σοβαρά, αυτές οι κοπέλες, αυτές οι δύο συγκεκριμένες κοπέλες, να μην έχουν το δικαίωμα να ντυθούν με τον τρόπο που αυτές επιλέγουν σε μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Υποθέτω πολλές/οί θα διαφωνείτε. Επιμένοντας ότι γνωρίζετε πολύ καλύτερα από αυτές τις δύο κοπέλες τι είναι καλύτερο γι’ αυτές. Με συγχωρείτε αλλά οι αυτάρεσκες απόψεις σας δεν με πείθουν και επιπλέον δεν με πολυενδιαφέρουν. Αν θα ήθελα να μάθω περισσότερα για το ζήτημα θα προτιμούσα να ρωτήσω αυτές τις δύο κοπέλες. Και είμαι σίγουρος ότι θα μου έλεγαν πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα.
* Ο Αριστείδης Χατζής είναι Αν. Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το βιβλίο του Φιλελευθερισμός κυκλοφορεί στη σειρά «Μικρές Εισαγωγές» των Εκδόσεων Παπαδόπουλος.