Η καρέκλα της εξουσίας είναι γλυκιά, δεν κομίζουμε γλαύκα εις Αθήνας. Όμως, παρά τη δυσκολία του αποχωρισμού της καρέκλας, υπήρξαν κατά καιρούς κάτοχοί της που δεν δίστασαν να το κάνουν, όταν το επέβαλαν οι περιστάσεις.
Σε αντίθεση με την επικρατούσα εντύπωση, που θέλει τους πολιτικούς να μένουν «κολλημένοι στην καρέκλα», στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης είχαμε πολλές παραιτήσεις υπουργών για λόγους ευθιξίας. Δεν μιλάμε για υποχρεωτική παραίτηση, που τους ζητήθηκε δηλαδή. Αλλά για οικειοθελή, όταν ακόμα κάποιες στοιχειώδεις αρχές τηρούνταν. Θα αναφέρουμε τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα, με χρονική σειρά. Για τους έχοντες μνήμη είναι απλώς υπενθύμιση:
1. Το 1987, ο Πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου αποφασίζει αιφνιδιαστικά να αλλάξει την έως τότε σταθεροποιητική πολιτική, την οποία είχε αρχίσει να εφαρμόζει μετά εκλογές του 1985, για να συμμαζέψει τα ελλείμματα. Ο υπουργός Οικονομικών που είχε αναλάβει να εφαρμόσει αυτήν την πολιτική, Κώστας Σημίτης, υπέβαλε γραπτώς την παραίτησή του. Θα μπορούσε να κάνει αλλιώς; Φυσικά. Θα μπορούσε να μείνει στη θέση του και να εφαρμόσει τη νέα, «φιλολαϊκότερη», πολιτική με παροχές κτλ. Επέλεξε την παραίτηση.
2. Το 1991, ο Σταύρος Δήμας, υπουργός Βιομηχανίας στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, είχε ένα λεκτικό επεισόδιο με τη σύζυγο του Πρωθυπουργού. Την επομένη υπέβαλε την παραίτησή του. Δεν είχε κάνει κάποιο λάθος στο υπουργείο του, δεν του καταλογίστηκε κάτι. Για λόγους ευθιξίας.
3. Το 1994, ο υπουργός Δημόσιας Διοίκησης της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, Αναστάσιος Πεπονής, παραιτήθηκε, επειδή συνάδελφοί του υπονόμευαν το νόμο για τις προσλήψεις στο Δημόσιο, που ο ίδιος είχε εισηγηθεί. Είναι ο γνωστός ως «νόμος Πεπονή»(2190/1994), που καθιέρωσε το ΑΣΕΠ, ο σπουδαιότερος, ίσως, νόμος των τελευταίων δεκαετιών, τον οποίο καμιά κυβέρνηση δεν τόλμησε να καταργήσει μέχρι σήμερα. Ουδείς υποχρέωσε τον αείμνηστο Πεπονή να παραιτηθεί, αντίθετα όλοι του ζήτησαν να παραμείνει.
Το άρθρο αυτό δεν γράφεται για να ενισχύσει την επιχειρηματολογία όσων ζητούν να παραιτηθεί ο σημερινός υπουργός Ναυτιλίας Παναγιώτης Κουρουμπλής για ανικανότητα, μετά το ναυάγιο του δεξαμενόπλοιου και την εξάπλωση του πετρελαίου στις ακτές του Σαρωνικού. Δεν πιστεύω ότι, με τον κρατικό μηχανισμό που έχουμε, αν ήταν άλλος στη θέση του, θα έκανε περισσότερα και καλύτερα. Ομως, σε μείζονα θέματα οι υπουργοί (πρέπει να) παραιτούνται ακόμα και αν δεν έχουν (προσωπική) ευθύνη. Το επιβάλλει ο, άγραφος φυσικά, νόμος της αντικειμενικής ευθύνης: ο υπουργός μπορεί να μην φταίει, αλλά οι ακτές μαύρισαν, το έγκλημα συνετελέσθη. Κάποιος πρέπει να αναλάβει την ευθύνη, την πολιτική, την αντικειμενική. Και να στείλει ένα μήνυμα.
Ετσι, όταν άκουσα ότι «έθεσε την παραίτησή του στη διάθεση του Πρωθυπουργού», είπα «επιτέλους». Δεν είναι και λίγο ένας να αισθανθεί ευθιξία και να παραιτηθεί. Αλλά, φεύ, «ήταν λογοπαίγνιο». Και όχι μόνον αυτό. Ο ίδιος, αντί να λουφάξει, προκαλεί κι από πάνω (εδώ).
Στον κόσμο των «παλιών» της Μεταπολίτευσης, που τόσο (θέλει να) κατακεραυνώνει ο Αλέξης Τσίπρας και η Πρώτη Φορά Αριστερά, μαζί με όλα τα στραβά του, υπήρχε η αίσθηση της ευθύνης και της ευθιξίας. Η λέξη παραίτηση δεν ήταν άγνωστη. Αγνωστη φαίνεται ότι είναι στο σημερινό, «νέο», κόσμο της κυβερνώσας Αριστεράς. Γι’ αυτό και θάλλουν οι Κουρουμπλήδες…
ΥΓ: Είναι, πράγματι, κρίμα που ο Τσίπρας και σε αυτό έχασε μια ευκαιρία. Αντί, μόλις ο Κουρουμπλής είπε «θέτω την παραίτησή μου στη διάθεση του Πρωθυπουργού», να την αρπάξει και να του πει «μπράβο, γίνεται αποδεκτή», επέλεξε την κλασική (μη) αντίδραση του ζαμανφουτίστα…