«Ψυχή της Ελλάδας είναι και ήταν πάντα ο πολιτισμός της» λέει ο υπουργός Πολιτισμού Αριστείδης Μπαλτάς στην ανοιχτή επιστολή που απευθύνει σε καλλιτέχνες και διανοούμενους για το Προσφυγικό. Τη διαβάζει κι ο ηθοποιός που κάθεται σ’ ένα υπόγειο και μετράει ψιλά για να δει αν του φτάνουν για μακαρόνια. Ναι, του φτάνουν για μακαρόνια. Για φως, νερό, τηλέφωνο, νοίκι, ούτε λόγος.
«Εσείς οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι του κόσμου, το γνωρίζετε. Το γνωρίζετε γιατί μελετάτε την κληρονομιά της που είναι και δική σας» διαβάζει κι η χορεύτρια και συμφωνεί. Πώς αμέ, ναι καλέ, τη γνωρίζει την κληρονομιά του ελληνικού πολιτισμού, πώς δεν τη γνωρίζει, γι’ αυτό ψάχνει οντισιόν για μπαλέτα στις καλοκαιρινές επιθεωρήσεις. Αυτή είναι η μια επιλογή της, η άλλη είναι τα σκυλάδικα της παραλιακής, να κάνει πιρουέτες δίπλα στον Πλούταρχο και τη Φουρέιρα.
«Απευθύνομαι σε σας, τους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους του κόσμου που με τις δημιουργίες σας και τον στοχασμό σας οικοδομείτε κάθε στιγμή τη συνείδηση του κόσμου» διαβάζουν κι ο ζωγράφος, ο συγγραφέας, ο ποιητής, ο μουσικός. Οντως, γι’ αυτό παλεύουν οι καημένοι, για να οικοδομήσουν τη συνείδηση του κόσμου, ιδιαιτέρως του ελληνικού κόσμου, να τον πείσουν να μην θεωρεί τις δουλειές τους πάρεργο. Βρες μια δουλειά και γράφε όσα ποιήματα θες, λέει η ελληνίδα μάνα στο παιδί, έτσι δε λέει;
«Μίλα. Πες κάτι, οτιδήποτε. Μόνο μην στέκεις σαν ατσάλινη απουσία» διαβάζει κι ο εργαζόμενος στο θεατρικό μουσείο. Αυτό που είναι το μοναδικό εθνικό θεατρικό μουσείο της Ευρώπης, με τρομερής σημασίας αρχειακό υλικό και με κατσαρίδες και ποντίκια μέσα, τα οποία χορεύουν εδώ και πέντε περίπου χρόνια που είναι κλειστό γιατί το κράτος στέκει σαν ατσάλινη απουσία.
Κι έτσι, με μερικά ωραία λογάκια, κάποια απ’ τα οποία σας μετέφερα, και μ’ ένα στίχο της Κικής Δημουλά, ο υπουργός Πολιτισμού καλεί τον κόσμο της τέχνης και της διανόησης να βοηθήσει το κράτος στο Προσφυγικό. Καμπάνια ευαισθητοποίησης ξεκινά το κράτος μας και θέλει τον Πολιτισμό δίπλα του, αμέ. «Καλώς τους», λέει. Καλώς τον κύριο Μπαλτά και το κράτος μας, λέω εγώ. Καλώς μας βρήκατε, τι κάνετε; Ολα καλά; Πάντα καλά.
«Μίλα. Πες κάτι, οτιδήποτε. Μόνο μην στέκεις σαν ατσάλινη απουσία» διαβάζει κι ο εργαζόμενος στο θεατρικό μουσείο. Αυτό που είναι το μοναδικό εθνικό θεατρικό μουσείο της Ευρώπης, με τρομερής σημασίας αρχειακό υλικό και με κατσαρίδες και ποντίκια μέσα
Θέλω να πω κ. Μπαλτά, η επιστολή σας είναι τυπικό παράδειγμα συμπεριφοράς του ελληνικού κράτους. Πώς ένας μαλάκας πρώην που σε θυμάται όταν δεν έχει γκόμενα και σου τηλεφωνεί να βγείτε, εσείς, το ελληνικό κράτος δηλαδή, θυμάστε τον Πολιτισμό μόνο όποτε τον χρειάζεστε. Τον υπόλοιπο χρόνο τον έχετε γραμμένο εκεί που δεν πιάνει μελάνι, τον αφήνετε να μαραζώνει μέσα σε μουσεία που έχουν βάλει λουκέτο και περιμένουν κάποιον να έρθει να τα καθαρίσει απ’ τις κατσαρίδες και τα ποντίκια.
Κι αν θέλετε να ξέρετε κύριε Μπαλτά, ο Πολιτισμός σάς έχει προλάβει. Πάντα σας προλαβαίνει σε τέτοια ζητήματα. Δεν χρειάζεται να τον καλέσετε να ευαισθητοποιήσει τον κόσμο, το κάνει ήδη. Γι’ αυτό η κατάληξη της επιστολής σας είναι περιττή: «Και ο δικός μας -και δικός σας- Γιώργος Σεφέρης θυμίζει σε όλους μας: Ζωή, είναι ό, τι έδωσες», λέτε.
Ο Πολιτισμός δίνει, κύριε Μπαλτά. Πάντα δίνει. Το κράτος δεν δίνει τίποτα.