Είναι πολύ περίεργο το συναίσθημα που έχεις ως σατιρικός δημιουργός, όταν πεθαίνει κάποιος που η σάτιρα αγάπησε τόσο. Κυριολεκτικά τον λάτρεψε η σάτιρα τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Λίγα πρόσωπα έχει αγκαλιάσει τόσο κι ακόμα πιο λίγα της έχουν επιτρέψει να στηρίξει πάνω τους τόσο ισχυρά σατιρικά μοτίβα, που κατάφερναν ν’ ανακυκλώνονται επί δεκαετίες χωρίς να καταρρέουν.
Ο «Δρακουμέλ». Ο «γκαντέμης» και ο «αθάνατος». Πόσα αστεία πλάστηκαν, πόσες γελοιογραφίες έγιναν, πόσα σκετς στηρίχτηκαν πάνω σ’ αυτούς τους χαρακτηρισμούς, που προφανώς και δεν ισχύουν στην πραγματικότητα, αλλά κοίτα να δεις πόσα χρόνια έζησαν στο παράλληλο σύμπαν της σάτιρας. Πώς προέκυψαν αλήθεια; Με ποια αφορμή; Πώς του κολλήσαμε του Μητσοτάκη την ταμπέλα του εθνικού γκαντέμη, που σου λέει καλή τύχη και σπας το πόδι σου;
Δεν ξέρω πώς ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης σαν άνθρωπος, αλλά φαντάζομαι ότι τον αδικούσαν οι χαρακτηρισμοί. Ήταν μια πλάκα, χοντροκομμένη ενίοτε, που του τη φορέσαμε στην πλάτη σαν καμπούρα και τον αναγκάσαμε να την κουβαλάει ως το τέλος της ζωής του. Και η αλήθεια είναι εκείνος την κουβάλησε, χωρίς παράπονα και γκρίνιες. Να κάτι που πρέπει να του αναγνωρίσουμε. Δεν θυμάμαι ποτέ να ενοχλήθηκε από την πλάκα που γινόταν στο πρόσωπό του. Δεν θυμάμαι να θύμωσε, να ξίνισε, να το έκανε θέμα δημοσίως.
Αντιθέτως, φαινόταν να το απολαμβάνει, με κάποιο περίεργο, διακριτικό τρόπο, και ο ίδιος. Τον λέγαμε «Δρακουμέλ» κι εκείνος γιόρταζε με τούρτα που είχε πάνω της τον Δρακουμέλ. Τον λέγαμε αθάνατο και φρόντισε να φτάσει 99 χρονών. Σαν να ήθελε να μας τρολάρει και σαν να επιδίωκε, με τη μακροζωία του, να μας δώσει το δικαίωμα να κάνουμε πλάκα λίγο ακόμα μαζί της.
Η σάτιρα τον αγκάλιασε και την αγκάλιασε κι αυτός, την έκανε φίλη του. Ίσως γι’ αυτό, όσο κακότυχο και αχώνευτο κι αν τον έλεγες, στην πραγματικότητα δεν μπορούσες να τον αντιπαθήσεις. Ειδικά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, εκεί που ο χρόνος ξέπλενε σιγά-σιγά από πάνω του τα απόνερα της εξουσίας και τα λάθη που έγιναν στο όνομά της, εκεί που το σκληρό και αποτρόπαιο κέλυφος της πολιτικής μαλάκωνε, εκεί άρχιζες να τον βλέπεις καλύτερα. Όταν ο Μητσοτάκης πολιτικός έδωσε τη θέση του στον Μητσοτάκη άνθρωπο, μπορέσαμε να διακρίνουμε τη γλυκύτητα και την ανεκτικότητα που είχε μέσα του.
Τώρα η σάτιρα στέκει αμήχανη μπροστά σ’ εκείνο που κάποια στιγμή αναπόφευκτα θα ερχόταν, το τέλος. Και δεν είναι μόνο το τέλος ενός ανθρώπου, είναι το τέλος ενός κύκλου, μιας ολόκληρης εποχής. Είναι εκείνο που θα περιγράψει, πολύ καλύτερα απ’ αυτό το άρθρο, ο ιστορικός του μέλλοντος, σ’ ένα κεφάλαιο που θα το ονομάσει ίσως «Η σάτιρα και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης». Υποθέτω ότι θα γραφτεί ένα τέτοιο κεφάλαιο κάποτε. Γιατί και το χιούμορ γράφει τη δική του ιστορία.
ΥΓ. Αντίο «Δρακουμέλ»…