Προτού αρχίσουν οι κλάψες και οι θρήνοι για την ήττα του Ματέο Ρέντσι και την τάχα άνοδο του «λαϊκισμού» θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ορισμένες «ενοχλητικές» λεπτομέρειες σχετικά με την τακτική που ακολουθούσε ο ιταλός πρωθυπουργος.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι ο Ρέντσι υιοθέτησε την γλώσσα και την στρατηγική του «λαϊκισμού» προκειμένου να τον νικήσει. Υιοθέτησε πάνω απ’ όλα ένα στιλ ηγεσίας προσωποπαγές προσπαθώντας να νικήσει τον «λαϊκισμό» χρησιμοποιώντας τα ίδια του τα μέσα, δηλαδή την προσωποπαγή εξουσία που αποτελεί την πεμπτουσία του «λαϊκισμού».
Οπως αναφέρει ο καθηγητής Μάρκο Τάρκι στο βιβλίο του «La Italia populista» το στιλ του Ρέντσι ήταν ο «θεσμικός λαϊκισμός». Προσπάθησε ευθύς εξ αρχής να υπερβεί τις διαχωριστικές γραμμές Δεξιά – Αριστερά, να τοποθετήσει τον εαυτό του υπεράνω του κόμματος και να αποκτήσει άμεση και αδιαμεσολάβητη επαφή με τον λαό όπως ακριβώς προσδιορίζει το «λαϊκιστικό» μοντέλο άσκησης της εξουσίας.
Οπως αναφέρει ο καθηγητής Χόρχε ντε Παλάτσιο του Πανεπιστημίου της Μαδρίτης: «O Ρέντσι ανέδειξε ένα στιλ χαρισματικό και αποφασιστικό. Παρουσίασε την μεταρρυθμιστική του ατζέντα ως μέρος ενός προγράμματος εκ βάθρων αλλαγής του πολικού συστήματος της Ιταλίας. Και πάνω απ’ όλα χρησιμοποίησε ένα αντιπολιτικό αφήγημα που στρεφόταν εναντίον της παραδοσιακής τάξης των πολιτικών που συμπεριλάμβανε και το ίδιο του το κόμμα. Ο Ρέντσι παρουσίαζε πάντα τον εαυτό του ως έναν πολιτικό που δημιούργησε την καριέρα του βασιζόμενος αποκλειστικά στην λαϊκή υποστήριξη και ερχόμενος σε ρήξη με τις επιθυμίες της ιταλικής πολιτικής ελίτ. Και στον πολιτικό του λόγο πάντοτε τόνιζε ότι η αποχώρηση της τάξης των παλαιών πολιτικών ήταν η απόλυτη προϋπόθεση για κάθε είδους πρόοδο».
Με άλλα λόγια η ήττα του Ματέο Ρέντσι δεν αντιπροσωπεύει καμία νίκη του «λαϊκισμού». Αντιπροσωπεύει την ήττα του «λαϊκιστικού αντιλαϊκισμού» την οποία χρησιμοποίησε ο ιταλός πρωθυπουργός προκειμένου να αντιμετωπίσει το ισχυρό αυτό σήμερα πολιτικό κίνημα. Με άλλα λόγια ήταν η ήττα μιας συγκεκριμένης –και αρκετά ευφυούς– στρατηγικής πάλης εναντίον της ανόδου των «λαϊκιστικών» δυνάμεων. Ομως απ’ ό,τι φαίνεται ακόμα και αυτή η ευφυής στρατηγική από έναν ταλαντούχο πολιτικό δεν ήταν αρκετή για να αμβλύνει την αηδία την οποία πλέον αισθάνονται όχι απλά οι συμπολίτες του αλλό όλοι οι λαοί της Ευρώπης για την ηγεμονεύουσα ελίτ των Βρυξελλών. Και όσο αυτή η ιθύνουσα τάξη των Ευρωκρατών θα παραμένει στην εξουσία τόσο θα γιγαντώνεται ο «λαϊκισμός».