Κάποτε ρώτησαν τον βρετανό πρωθυπουργό Χάρολντ ΜακΜίλαν τι φοβάται περισσότερο στην πολιτική και αυτός απάντησε: «τα γεγονότα αγαπητέ μου, τα γεγονότα». Πράγματι, τα γεγονότα είναι αμείλικτα και ανατρεπτικά. Ενα τέτοιο γεγονός είναι ο φονικός σεισμός που ισοπέδωσε ολόκληρες επαρχίες στη νοτιοανατολική Τουρκία και τη βόρεια Συρία.
Ισως να είναι ακόμα και υβριστικό, την ώρα που τα διασωστικά συνεργεία αναζητούν επιζώντες στα συντρίμμια, να μιλά κανείς για τις πολιτικές και γεωπολιτικές διαστάσεις του σεισμού στην Τουρκία, αλλά εκτός από τα γεγονότα αμείλικτη είναι και η πραγματικότητα. Ειδικά όταν είναι βέβαιο ότι οι επιπτώσεις των 7,8 Ρίχτερ θα φέρουν μια σειρά από ανατροπές στην εσωτερική κατάσταση και στις διεθνείς σχέσεις της γείτονος.
Όσον αφορά το εσωτερικό, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι η σφοδρότατη πολιτική αντιπαράθεση ενόψει των εκλογών της 14ης Μαΐου πάει στην άκρη, τουλάχιστον για ένα εύλογο- και μεγάλο- χρονικό διάστημα. Μένει να φανεί αν θα μετατεθεί και το στήσιμο της κάλπης, με μια αναβολή να φαντάζει υπό τις παρούσες συνθήκες αρκετά πιθανή. Πολλοί θεωρούσαν ότι αν ο Ερντογάν δεν ήταν βέβαιος για τη νίκη του θα έκανε κάθε τι δυνατό προκειμένου να βρει μια αφορμή για να αλλάξει την ημερομηνία των εκλογών- τώρα έχει μια πραγματική αιτία για να κάνει κάτι τέτοιο. Αν, πάντως, επιλεγεί κάτι τέτοιο, αυτό θα γίνει μάλλον με τη σύμφωνη γνώμη της αντιπολίτευσης.
Παλαιόθεν γνωστό ότι στις συνθήκες ανεξέλεγκτου κινδύνου, φόβου και ανασφάλειας ο λαός συσπειρώνεται γύρω από την υπάρχουσα ηγεσία. Το απόλυτο αίτημα αυτή τη στιγμή στην Τουρκία είναι η αποτελεσματικότητα: αποτελεσματικότητα στην έρευνα και διάσωση, αποτελεσματικότητα στην αρωγή, αποτελεσματικότητα στην ανοικοδόμηση. Η εικόνα της στιβαρής ηγεσίας ήταν το πλεονέκτημα του Ταγίπ Ερντογάν. Ο χειρισμός της κατάστασης δίνει στον τούρκο πρόεδρο την ευκαιρία όχι απλώς να επιβεβαιώσει, αλλά να ενισχύσει, αν όχι να μεγεθύνει όσο το δυνατόν περισσότερο αυτές τις συνδηλώσεις, που τον καθιστούν τον μοναδικό άνθρωπο αυτή τη στιγμή στη γείτονα που μπορεί να πάρει τη χώρα από το χέρι και μαζί να ξεπεράσουν την πολυεπίπεδη κρίση. Αν ο Ερντογάν, αφενός κινητοποιήσει τον κρατικό μηχανισμό ώστε αντεπεξέλθει στις δαιδαλώδεις απαιτήσεις της πρώτης μετασεισμικής περιόδου και αφετέρου ανταποκριθεί εν συνόλω στην πρόκληση, τότε είναι βέβαιο ότι ατσαλώνει την εξουσία του.
Οσον αφορά τον συνασπισμό των έξι αντιπάλων του, δύο είναι τα βασικά δεδομένα:
Πρώτον, αντιπολίτευση πάνω στα ερείπια και στα πτώματα δεν είθισται. Τουλάχιστον στην πρώιμη φάση της διαχείρισης της κρίσης –μια φάση που απ’ ό,τι φαίνεται όμως θα διαρκέσει για καιρό. Ούτε καν περί της στατικής επάρκειας-ασφάλειας των κτιρίων δεν θα μπορεί κανείς να μιλήσει. Εκτός των 7,8 Ρίχτερ, είναι γνωστό ότι σημαντικό μέρος της τουρκικής ενδοχώρας είναι χτισμένο με προδιαγραφές άλλων αιώνων – και αυτό παρά το γεγονός ότι η εν λόγω είναι μια από τις πλέον σεισμογενείς περιοχές παγκοσμίως.
Δεύτερον, στην αντιπολίτευση αντιλαμβάνονται με τον χειρότερο δυνατό τρόπο ότι θα έπρεπε εδώ και καιρό να έχουν επιλέξει αυτόν που θα στεκόταν απέναντι από τον Ερντογάν στις εκλογές. Αυτή η διακομματική διαδικασία –προγραμματισμένη πριν από τον σεισμό για τις 13 Φεβρουαρίου– μοιάζει τώρα με ανθυπολεπτομέρεια μέσα στο απόλυτο χάος. Ποιον ενδιαφέρει ότι οι έξι δεν έχουν μπροστά τον έναν που θα δώσει το στίγμα της πολιτικής τους εν μέσω της μεγαλύτερης ανθρωπιστικής κρίσης στη σύγχρονη Τουρκία;
Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι ο σεισμός ήρθε να ρημάξει το νοτιοανατολικό, πλέον φτωχό, τμήμα της χώρας, εκεί που διαβιώνει κατά πλειοψηφία το κουρδικό στοιχείο – εκεί που το τουρκικό κράτος έχει ανοικτούς ένοπλους λογαριασμούς, σε έναν πολυετή ακήρυχτο εμφύλιο πόλεμο με τις κουρδικές οργανώσεις. Και στην άλλη πλευρά των συνόρων, στη Συρία, οι περιοχές που χτυπήθηκαν είναι αυτές που κάθε τουρκική ηγεσία θα ήθελε να αποκλείσει δια παντός ότι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ενοποιητικός εδαφικός παράγοντας για τους Κούρδους. Οι δε εκλογικοί αναλυτές στην Τουρκία έλεγαν ότι είναι οι Κούρδοι αυτοί που κρίνουν το αποτέλεσμα της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης.
Τώρα πια είναι στο χέρι του Ερντογάν να πάρει το πάνω χέρι στην ευρύτερη περιοχή. Ο τρόπος που θα διαχειριστεί το τουρκικό κράτος αφενός την οικονομική βοήθεια και αφετέρου την επόμενη μέρα στις πληγείσες επαρχίες είναι το σημείο- «κλειδί» όσον αφορά την αντιμετώπιση που θα έχει η ηγεσία από τους εκατομμύρια κατοίκους της νοτιοανατολικής Τουρκίας.
Αγνωστο παραμένει το πώς θα διαμορφωθεί η κατάσταση στη βόρεια Συρία. Ποιος δηλαδή θα είναι αυτός που θα διαχειριστεί την οικονομική βοήθεια και αν η Τουρκία διαθέτει τα αντανακλαστικά και, κυρίως, το επιχειρησιακό βάθος για να αναλάβει πρωτοβουλίες στο συριακό έδαφος, που θα μπορούσαν μελλοντικά να δημιουργήσουν νέα γεωπολιτικά δεδομένα.
Εως και λίγες ώρες πριν από το σεισμό, η Άγκυρα είχε ανοικτά πολλαπλά μέτωπα στο εξωτερικό. Ενα εξ αυτών, μαζικό και ενιαίο, το αντιδυτικό μέτωπο. Βασικοί στόχοι Αθήνα και Ουάσινγκτον. Εκ των πραγμάτων, την επόμενη περίοδο θα υπάρξει αποκλιμάκωση, καθώς πρώτα απ’ όλα αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει η απαραίτητη ενέργεια για να διατηρηθούν ζωντανά τα εν λόγω μέτωπα. Αναρωτιέται, άλλωστε, κανείς: υπάρχει τώρα ενεργό εσωτερικό ακροατήριο για να καταναλώσει αναθεωρητισμό, αντιαμερικανισμό και ανθελληνισμό;
Ο Ερντογάν μίλησε στον Μητσοτάκη –και όπως είναι λογικό τις επόμενες ημέρες θα μιλήσει σχεδόν με όλους τους δυτικούς ηγέτες. Η βοήθεια που φτάνει στη χώρα προέρχεται (και) από όλους όσους έως προχθές έβαζε στο στόχαστρό του ο τούρκος πρόεδρος. Λογικό και ανθρώπινο. Θέλοντας και μη οι δίαυλοι επικοινωνίας ανοίγουν ξανά. Επίσης θέλοντας και μη το προεκλογικό αφήγημα των «κακών ξένων» χάνει τη δυναμική του, άρα έως ότου στηθούν οι κάλπες στην Τουρκία, η πολιτική ατζέντα αλλάζει, γεγονός που οδηγεί σε παύση των εκατέρωθεν πυρών με τις μεγάλες δυτικές πρωτεύουσες. Η ξένη βοήθεια προς την Τουρκία αποκτά πλέον και άλλη διάσταση καθώς, δεδομένων και των γενικότερων οικονομικών προβλημάτων της, κανείς δεν θέλει να δει μια μεγάλη και σημαντική χώρα να καταρρέει, πολλώ δε μάλλον εν μέσω της τρέχουσας γεωπολιτικής συγκυρίας.
Οι λαοί έρχονται εγγύτερα μέσα στις τραγωδίες. Δεν έχει κάποιος παρά να ρίξει μια ματιά στα ελληνικά και στα τουρκικά social media για να καταλάβει την ατμόσφαιρα. Αρκούν, όμως, αυτά για να πες με βεβαιότητα ότι η Τουρκία θα αλλάξει; Δυστυχώς η απάντηση είναι αρνητική. Οσο απομακρυνόμαστε από το μεσοδιάστημα, θα γίνεται αντιληπτό ότι, σε βάθος χρόνου, η διακηρυγμένη τουρκική στρατηγική, ειδικά όσον αφορά το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, θα παραμείνει ίδια. Αυτό, πάντως, που ίσως έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι ότι γεγονότα όπως αυτό που βιώνει σήμερα η Τουρκία έρχονται να μας θυμίσουν ότι η αβεβαιότητα είναι το κύριο χαρακτηριστικό της εποχής μας.