Στη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος, η εξασφάλιση σταθερότητας στη διακυβέρνηση έχει απασχολήσει ελάχιστα, μέχρι τώρα. Κι όμως, είναι γνωστό ότι, σε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, η αδράνεια για τη λήψη κρίσιμων αποφάσεων και, βέβαια, η αναβολή αναγκαίων μεταρρυθμίσεων από τους κατά καιρούς κυβερνώντες οφείλονταν στο ότι αυτοί δεν αισθάνονταν σταθερή την εξουσία στα χέρια τους.
Το περίφημο «πολιτικό κόστος» δεν θα είχε τη σημασία που μάθαμε να του αποδίδουμε, αν οι κυβερνήσεις είχαν περισσότερο ωφέλιμο χρόνο από τα δύο (το πολύ) χρόνια που διαθέτουν, μετά τις πρώτες ημέρες της ενημέρωσής τους έως τις όποιες επόμενες εκλογές (ευρωεκλογές, δημοτικές, βουλευτικές), στις οποίες θα μετρηθεί -άμεσα ή έμμεσα- η απήχησή τους στους πολίτες. Στην πραγματικότητα, οι κυβερνήσεις ζουν για την επανεκλογή τους, για τη διατήρηση της εξουσίας ως αυτοσκοπού κι όχι για την αξιοποίησή της στην επιδίωξη στόχων δημόσιου ενδιαφέροντος.
Όταν άρχισε να συνειδητοποιείται αυτός ο παραλογισμός, οι λύσεις που αναζητήσαμε περιορίστηκαν σε αλχημείες στον εκλογικό νόμο. Αλχημείες με έντονη ιδεολογική φόρτιση, αλλά με κοινό χαρακτηριστικό έναν παιδιάστικο βολονταρισμό.
Η συντηρητική παράταξη πάντοτε ευνοούσε την επιλογή περισσότερο πλειοψηφικών εκλογικών συστημάτων που αναδεικνύουν κατά κανόνα μονοκομματικές κυβερνήσεις, ελπίζοντας ότι η σταθερότητα εξαρτάται τελικά από κάποια «αρραγή» ενότητα των τελευταίων υπό τον πρωθυπουργό.
Η Κεντροαριστερά ακολουθούσε (ιδίως στα χρόνια του ισχυρού ΠΑΣΟΚ) τον ίδιο δρόμο, αλλάζοντας ωστόσο -ιδίως στα τελευταία χρόνια- προς την κατεύθυνση αναλογικότερων συστημάτων, δείχνοντας να εμπιστεύεται περισσότερο τις κυβερνήσεις συνεργασίας για τη σταθερότητα της διακυβέρνησης.
Η Αριστερά, πάλι, ενδιαφερόταν να προωθήσει την απλή αναλογική, όχι όμως τόσο γιατί την ενδιέφερε η διακυβέρνηση, όσο για να έχει εξασφαλισμένη την εκλογική της επιβίωση. Όταν, πάντως, ανέλαβε η ίδια την εξουσία (ΣΥΡΙΖΑ), οι θέσεις της ως προς το εκλογικό σύστημα έγιναν πολύ πιο μετριοπαθείς.
Παρά το ότι όλες οι παραπάνω εκδοχές δοκιμάστηκαν στη Μεταπολίτευση, οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την πρόοδο του τόπου ποτέ δεν ήλθαν. Ούτε οι σχετικά μακρόβιες μονοκομματικές κυβερνήσεις έβαλαν σε δεύτερη μοίρα το πολιτικό κόστος, ούτε βέβαια τα παλιότερα και, ιδίως, τα πιο πρόσφατα παραδείγματα κυβερνήσεων συνεργασίας το αγνόησαν – αν δεν το έκαναν αποκλειστικό γνώμονα ενός κυνικού ενδοκυβερνητικού ανταγωνισμού. Το αποτέλεσμα δεν ήταν άλλο από μια εκνευριστική αδράνεια των κυβερνώντων σε όλα τα μέτωπα, που μας οδήγησε μαθηματικά στην κρίση και τη διαιώνισή της.
Μήπως είναι, λοιπόν, καιρός να ψάξουμε αλλού την αναγκαία σταθερότητα στη διακυβέρνηση, μακριά από ευσεβείς πόθους για την «καλή θέληση» οποιουδήποτε κυβερνά, είτε μόνος είτε σε συνεργασία με άλλους; Μία σχετική επισήμανση του Γιάννη Ραγκούση («Καθημερινή» της 7/9/17), που μακάρι να ευαισθητοποιήσει κι άλλους σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, αξίζει να εξετασθεί περισσότερο.
Γιατί άραγε να μην «κλειδώσουμε» με την αναθεώρηση τον χρόνο παραμονής μιας κυβέρνησης στην εξουσία για μια τετραετία, είτε δυσκολεύοντας την κοινοβουλευτική της πτώση είτε -ακόμη καλύτερα- απεξαρτώντας την οριστικά από την εμπιστοσύνη της Βουλής, άρα από την αβεβαιότητα των εκλογών που βιώνει αυτή η τελευταία;
Αν η δεύτερη εκδοχή θεωρείται ακόμη ξένη προς τις (μάλλον θλιβερές…) κοινοβουλευτικές μας «παραδόσεις» (ως συμβατή μόνο με προεδρικά συστήματα), η πρώτη πάντως δεν είναι. Η απαίτηση, π.χ., για αυξημένη πλειοψηφία (έστω των 3/5 των βουλευτών) προκειμένου να καταψηφισθεί μια κυβέρνηση από τη Βουλή και να «πέσει», ίσως και με την ταυτόχρονη προϋπόθεση η ίδια πλειοψηφία να προτείνει υποχρεωτικά νέα κυβέρνηση, εγγυώμενη έτσι εκ των προτέρων ότι θα τη στηρίξει, δεν είναι έξω από το πλαίσιο της παρούσας αναθεώρησης. Αυτές οι δύο προϋποθέσεις, μάλιστα, δεν αποκλείεται να συνδυασθούν με το ασυμβίβαστο των ιδιοτήτων μέλους της κυβέρνησης και βουλευτή -που ήδη έχει προταθεί από πολλούς-, απελευθερώνοντας ακόμη περισσότερο τη διακυβέρνηση από εκλογικές «δεύτερες σκέψεις».
Το όφελος θα είναι διπλό: σταθερότητα, με περισσότερη άνεση «ωφέλιμου» χρόνου για την εκάστοτε κυβέρνηση, αλλά και λιγότερα «παιχνίδια» με τον εκλογικό νόμο, που -αν μη τι άλλο- εργαλειοποιούν τους ίδιους τους πολίτες – όλους μας!
*Ο Τάκης Βιδάλης είναι συνταγματολόγος. Το βιβλίο του «Ο Πολίτης Πρόεδρος. Γιατί πρέπει να αλλάξουμε πολίτευμα» κυκλοφορεί στις εκδόσεις Παπαζήση