Η σοσιαλδημοκρατία, πρέπει να ξαναβρεί τις αξίες της, την ανθρωπιά και τη λογική. Αλλιώς ο χρόνος μετράει αντίστροφα με τον φασισμό να κερδίζει έδαφος... | Shutterstock
Απόψεις

Η σοσιαλδημοκρατία και το τέλος της Ιστορίας

Οι ηγεσίες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, μετά την πτώση του Τείχους, αφέθηκαν στην δίνη των αγορών, υπέκυψαν κυβερνητικά στο «Τέλος της Ιστορίας», στο μονόδρομο του νεοφιλελευθερισμού. Υπό ποιες προϋποθέσεις είναι εφικτή η ανάκτηση της πολιτικής και κοινωνικής αξιοπιστίας τους;
Μάκης Ανδρονόπουλος

Σε ένα πρόσφατο άρθρο του στην ιστοσελίδα  Social Europe με τίτλο «Η Ευρώπη και η παγκοσμιοποίηση της αναταραχής» ο ισπανός ευρωβουλευτής του Σοσιαλιστικού Κόμματος Χαβιέ Λόπεζ επισημαίνει την άνοδο του αυταρχισμού και του λαϊκισμού και προτείνει να επανεξετάσουμε το «τελευταίο προπύργιο των ανοιχτών και ανεκτικών κοινωνιών: την Ευρώπη».

Διαπιστώνει λοιπόν ότι η παγκοσμιοποίηση επέτρεψε σε εκατομμύρια ανθρώπους να ξεφύγουν από την πείνα, αλλά και ότι οι μεσαίες τάξεις και οι εργαζόμενοι των πιο ανεπτυγμένων χωρών είδαν το βιοτικό τους επίπεδο να πέφτει δραματικά. Γι’ αυτό, υποστηρίζει, πρέπει να σταματήσει η πολιτική της λιτότητας που αύξησε τις ανισότητες  και οι οποίες με την σειρά τους τροφοδοτούν τον λαϊκισμό.

Ο Λοπέζ θεωρεί ότι κλειδί στην Ευρώπη είναι η σοσιαλδημοκρατία, η οποία οφείλει να θέσει κανόνες στην παγκοσμιοποίηση και στον καταμερισμό των ωφελειών. Πιστεύει ότι στις μέρες μας δεν επαρκεί μια πολιτική τύπου Κέινς και Μπέβεριτζ (1) αν εφαρμοστεί σε μια μόνο χώρα της Ευρωζώνης, ενώ ταυτόχρονα θα υπάρχει μια κοινωνία με φτωχούς εργάτες και μεγάλη δημογραφική αλλαγή, αφού, υπό αυτές τις συνθήκες οι δημόσιοι φορείς δεν μπορούν να εγγυηθούν αξιοπρεπείς υπηρεσίες. Γι’ αυτό και το όλο ευρωπαϊκό πρότζεκτ χρειάζεται ανακατασκευή, με εναρμόνιση της φορολογίας, με ισχυρό κοινωνικό πυλώνα, με καινοτόμους μηχανισμούς όπως το ελάχιστα εγγυημένο εισόδημα και την ανακατανομή της ευημερίας. Θεωρεί ότι όλα αυτά αποτελούν στην ουσία μάχη για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας, των θεσμών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων και πως, ως Ευρωπαίοι, έχουμε καθήκον να το κάνουμε.

Ποιος λογικός άνθρωπος μπορεί να διαφωνήσει με όλα αυτά. Το κακό είναι ότι ο Λόπεζ δεν λέει πως αυτά θα συμβούν. Διότι η σοσιαλδημοκρατία ταυτίστηκε με το νεοφιλελευθερισμό και είναι ένα ερώτημα αν μπορεί να ανακτήσει την εμπιστοσύνη του κόσμου που λίγο πολύ ξεπούλησε στις αγορές. Γι’ αυτό και ο κόσμος δοκιμάζει καινούργια πράγματα, έστω κι αν αυτά είναι επικίνδυνα. Ποιοι μπορούν να ανατάξουν την σοσιαλδημοκρατία; Αυτό είναι ένα κρίσιμο ερώτημα. Σίγουρα όχι τα πρόσωπα που ταυτίστηκαν με το παρελθόν της. Τα κόμματα ελέγχονται από τους μηχανισμούς αυτών των προσώπων, τα μεσαία στελέχη το ίδιο και η ανάδειξη νέων ηγετικών φυσιογνωμιών μοιάζει εξαιρετικά δύσκολη.

Η αμερικανική αφύπνιση

Στην Αμερική τα ανακλαστικά μοιάζουν πιο υγιή. Στο Δημοκρατικό Κόμμα γίνονται πολλές ζυμώσεις και έχει ξεκινήσει μια σύγκρουση επικράτησης μεταξύ της δεξιάς πτέρυγας και της αριστερής. Ο Μπέρνι Σάντερς που κατέδειξε ότι το δημοκρατικό σοσιαλιστικό μήνυμα εμπνέει εκατομμύρια Αμερικανούς σε όλες τις ΗΠΑ και συγκροτεί ένα προοδευτικό όραμα για τη χώρα, συνεχίζει να ταξιδεύει για να προωθήσει το μήνυμα της οικονομικής, φυλετικής και περιβαλλοντικής δικαιοσύνης. Και δεν είναι μόνος, πολλά στελέχη διατρέχουν τη χώρα για να οργανώσουν τον κόσμο στα επερχόμενα, όπως ο Κιθ Έλισον από τη Μινεσότα  που διεκδικεί την προεδρία του Δημοκρατικού Κόμματος, ή η Ελίζαμπεθ Γουόρεν που δίνει τη μάχη της στο Κογκρέσο.

Ο Τζόελ Μπέιφους, εκδότης της ιστοσελίδας ερευνητικής δημοσιογραφίας που στηρίζει δεκαετίες την αριστερή πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος, In These Times, σε ένα πρόσφατο άρθρο του με τίτλο «Μια γιγαντιαία ρωγμή στο Δημοκρατικό Κόμμα» επισημαίνει ότι πρέπει να μετατραπεί σε κόμμα των εργαζομένων, και όχι κόμμα για τους εργαζόμενους, εάν θέλει να ξαναδεί την εξουσία. Και για να γίνει αυτό, χρειάζεται τα μέλη του να επανακτήσουν  το κόμμα από τους «εταιρικούς Δημοκρατικούς» (corporate Democrats) που το είχαν υποτάξει στις αγορές και τις εταιρείες.

Οι ανησυχητικές ομοιότητες

Ο Τζάστιν Ρέινολντς, ένας σκοτσέζος συγγραφέας και σχεδιαστής που αρθρογραφεί τακτικά στο Social Europe έγραψε ένα πολύ ενδιαφέρον και τολμηρό άρθρο στο οποίο επισημαίνει ότι ο φασισμός και η σοσιαλδημοκρατία του 1930 είχαν ένα παράλληλο βίο και κάνει μια ενδιαφέρουσα πρόταση, την αναγέννηση της σοσιαλδημοκρατίας μέσα από ένα «προοδευτικό κοινοτισμό». Επισημαίνει ότι όπως και τότε, οι ψηφοφόροι αντιμετωπίζουν πολλαπλές ανασφάλειες: έλλειψη αξιοπρεπούς εργασίας, κατάρρευση των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας, διεύρυνση ανισοτήτων, ραγδαία αλλαγή των προτύπων μετανάστευσης, ενώ υπάρχει λίγη πίστη στην ικανότητα των κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν αυτά τα ζητήματα. Ταυτόχρονα, οι μηχανές του βιομηχανικού καπιταλισμού δημιουργούν ένα πρωτοφανή πλούτο και τεράστια κοινωνική αποδιοργάνωση. Σε αυτές τις συνθήκες, η μόνη δύναμη που είναι ικανή να ενώσει φαινομενικά τις απογοητευμένες τάξεις είναι το πνεύμα του έθνους σε συνδυασμό με ένα χαρισματικό ηγέτη που μπορεί μέσα από προστατευτικά συστήματα κοινωνικής πρόνοιας να διασφαλίσει τη λειτουργία του καπιταλισμού. Αυτό είναι το φασιστικό κράτος.

Στον αντίποδα, η ίδια κοινωνική αναταραχή που προκάλεσε τον φασισμό, οδήγησε σε μια ριζική ρεβιζιονιστική θεώρηση του «μοιρολατρικού μαρξισμού», τον «προοδευτικό κοινοτισμό» από τους Έντουαρντ  Μπερστίν(2), Κάρλο Ροσσέλλι (3) και άλλους που έβλεπαν το κράτος να υπηρετεί όλους, όχι μόνο το προλεταριάτο, και να αναπτύσσει μηχανισμούς ρύθμισης, αντί να εξαλείψει τον ιδιωτικό τομέα. Αποδέχτηκαν την εθνική συνείδηση ως μία ισχυρή κοινωνική δυναμική για την κοινωνική αλληλεγγύη, και ήταν σταθερά αντίθετοι στον αυταρχισμό. Μπορεί να απέτυχαν να πείσουν τα κόμματά τους στις χώρες τους, αλλά το σουηδικό SAP (Swedish Social Democrats) υιοθέτησε τα προγράμματά τους με τα γνωστά θετικά αποτελέσματα, όπως άλλωστε και η μεταπολεμική Ευρώπη, ενώ από αυτά εμπνεύστηκαν οι δημιουργοί του Σχεδίου Μάρσαλ, του νομισματικού συστήματος  Μπρέτον Γουντς  και της ΕΚΑΧ (Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα Χάλυβα).

Ο Τζάστιν Ρέινολντς  εκτιμά πως μπορούμε να εμπνευστούμε κι εμείς από όλα αυτά, γιατί οι καταστάσεις είναι παρόμοιες, και να ανακτήσουμε την ελπίδα πως η συλλογική δράση μπορεί να οδηγήσει σε ένα καλύτερο μέλλον για όλους, σε μια πίστη στη δυνατότητα μιας πεφωτισμένης αλληλεγγύης και σε μια «νοσταλγία λιτότητας» μετά από δεκαετίες άκρατου καταναλωτισμού.

Οι όροι της μεγάλης επιστροφής

Και για να μην μπερδευόμαστε και όλα τα κακά τα ρίχνουμε στη Δημοκρατία. Δεν είναι η Δημοκρατία που φταίει για όλα τα δεινά που υφιστάμεθα, αλλά η πολιτική και οι πολιτικοί, όπως σωστά τονίζει σε πρόσφατο σχόλιό του ο περίφημος Τζόναθαν Πάι.

Η σοσιαλδημοκρατία, ως γενική έννοια όπως έχει καταγραφεί στο κοινωνικό φαντασιακό, εμπεριέχει δύο τεράστιες αξίες, την ανθρωπιά και τη λογική. Το ζήτημα όμως είναι ότι οι ηγεσίες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, ιδιαίτερα μετά την πτώση του Τείχους, αφέθηκαν στην δίνη των αγορών και του ακραίου μονεταρισμού, σε σημείο μάλιστα που υπέκυψαν κυβερνητικά στο «Τέλος της Ιστορίας», δηλαδή στο μονόδρομο του νεοφιλελευθερισμού. Η αξιοπιστία της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη και στην Αμερική έχει καταρρεύσει και οι μάζες των άνεργων και των εργαζόμενων αναζητούν αλλού λύσεις, έστω και με αμφίβολο αποτέλεσμα. Η ανάκτηση της πολιτικής και κοινωνικής αξιοπιστίας της σοσιαλδημοκρατίας είναι εφικτή υπό προϋποθέσεις:

  1. Απόσυρση από το κομματικό προσκήνιο όλων εκείνων των προσώπων που έχουν εμπλακεί με την κρατική διαχείριση και πολιτική και επέφεραν την αναξιοπιστία της σοσιαλδημοκρατίας και παραβίασαν τις αρχές και τους στόχους της.
  2. Συστηματική διαφοροποίηση μέσα στα κοινοβούλια από τις χρηματιστικές επιλογές , τις πολιτικές λιτότητας και περιορισμού των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
  3. Συστηματική συνεργασία με όρους ισοτιμίας των σοσιαλδημοκρατών, με τη ριζοσπαστική αριστερά και τους πράσινους, και ακύρωση του πατερναλισμού των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και των προσωπικών φιλοδοξιών της παλιάς φρουράς.

Το ευρωπαϊκό σχέδιο χρειάζεται άμεσα ανακατασκευή, η οποία και θα γίνει, είτε από τους νεοφιλελεύθερους που θα την φτιάξουν στα μέτρα τους, είτε από τους «λαϊκιστές» που χωρίς να το καταλάβουν και οι ίδιοι μπορεί να διολισθήσουν οριστικά σε ένα μεταμοντέρνο φασισμό. Και οι δύο εκδοχές οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην στρατιωτικοποίηση των κοινωνιών. Υπάρχει και η εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας σε συνεργασία με την πρώην κομμουνιστική αριστερά (η οποία έχει κάνει θαρραλέα ιδεολογικά βήματα και έχει ξεκολλήσει από τη μοιρολατρία) και τις δυνάμεις της οικολογίας. Μόνος του κανείς δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα πια. Ο 21ος αιώνας μπορεί να είναι ο αιώνας της Ευρώπης και της σοσιαλδημοκρατίας και ίσως αυτό παιχτεί εν πολλοίς το 2017.

(1) Ο βαρόνος Γουίλιαμ Μπέβεριτζ, (1879 – 1963) ήταν βρετανός προοδευτικός οικονομολόγος και κοινωνικός μεταρρυθμιστής που έγινε γνωστός για το Beveridge Report, την έκθεσή του για την Κοινωνική Ασφάλεια και τις Συμμαχικές Υπηρεσίες, που αποτέλεσαν τη βάση του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους και που εφάρμοσε η κυβέρνηση των Εργατικών αμέσως μετά τον πόλεμο.

(2) O Έντουαρντ Μπερστίν (1850 – 1932) ήταν γερμανός σοσιαλδημοκράτης θεωρητικός και πολιτικός, ιδρυτής του εξελικτικού σοσιαλισμού και του ρεβιζιονισμού, ένα είδος «Καλβινισμού χωρίς τον Θεό».

(3) Ο Κάρλο Ροσσέλλι (1899 – 1937) ήταν ιταλός πολιτικός ηγέτης, δημοσιογράφος, ιστορικός και αντιφασίστας ακτιβιστής που ανέπτυξε την ρεφορμιστική θεωρία του μη-μαρξιστικού σοσιαλισμού εμπνεόμενος από το εργατικό κίνημα της Αγγλίας και την οποία περιέγραψε ως «φιλελεύθερο σοσιαλισμό».

.