Ακουγα τον λόγο του Πρωθυπουργού την παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας. Μεταξύ των πολλών που είπε, ανέφερε επίσης ότι το υπουργείο Εσωτερικών έθεσε σε δημόσια διαβούλευση το σχέδιο νόμου για την «προώθηση της ουσιαστικής ισότητας των φύλων και την καταπολέμηση της έμφυλης βίας». Ενα απ’ αυτά που περιλαμβάνει το παραπάνω νομοσχέδιο είναι η αύξηση της ποσόστωσης των γυναικών στα ψηφοδέλτια των βουλευτικών και αυτοδιοικητικών εκλογών, η οποία αυξάνεται στο 40%, επί του συνόλου των υποψηφίων, έναντι του 1 προς 3 που ίσχυε μέχρι τώρα.
Ποσόστωση των γυναικών στο 40%, μάλιστα. Υποχρεωτικά δηλαδή, θα πρέπει το 40% των υποψηφίων να είναι γυναίκες. Αν ήμασταν στη δεκαετία του ’50, όπου το βασικό όνειρο μιας γυναίκας, σύμφωνα με τις κοινωνικές επιταγές, ήταν να γίνει μια υπάκουη σύζυγος και μια καλή νοικοκυρά, που ‘ναι δούλα και κυρά, τότε η συγκεκριμένη πρόταση θα ήταν όντως πρωτοπόρα. Αν έλεγες «ποσόστωση γυναικών 40% στα ψηφοδέλτια» τη δεκαετία του ’50, όπου μόλις είχε ψηφιστεί η κατοχύρωση των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών, τότε ναι, θα προσέφερες στο γυναικείο φύλο ένα σημαντικό βήμα για περαιτέρω ισότητα.
Τώρα όμως έχουμε 2018, και πώς να το κάνουμε, αυτή η πρόταση ακούγεται εντελώς αναχρονιστική και υποτιμητική. Είναι σαν θεωρείς το γυναικείο φύλο προβληματικό, σαν να το εντάσσεις σε μια κατηγορία πολιτών με ειδικές ανάγκες, η οποία αδυνατεί να πολιτευτεί λόγω αδυναμίας. Και έρχεσαι εσύ και λες, «μη στεναχωριέσαι προβληματικέ μου άνθρωπε, εγώ θα σε ενισχύσω. Θέλουν δε θέλουν, αξίζεις δεν αξίζεις, το 40% των ψηφοδελτίων θα το γεμίσεις εσύ».
Αγαπητό υπουργείο Εσωτερικών που βρίσκεσαι πίσω απ’ αυτή την πρόταση, η γυναίκα δεν είναι ένα αδύναμο ον που δυσκολεύεται να πολιτευτεί και περιμένει να την πάρει κάποιος από το χέρι και να την οδηγήσει στην πολιτική σκηνή. Μπορούμε να το κάνουμε και μόνες μας. Και γενικά, μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα πια, ζούμε σε μια μοντέρνα κοινωνία, ανοιχτή και, παρά τα όποια συντηρητικά της στοιχεία, προοδευτική. Θεωρούμαστε ίσοι πολίτες, ασχέτως αν υφιστάμεθα αδικίες (αυτό είναι άλλο).
Ενα σοβαρό κράτος, αν θα ήθελε να ενισχύσει τον αριθμό των γυναικών στα ψηφοδέλτια, θα έκανε πράγματα που θα βοηθούσαν, ώστε να στραφούμε περισσότερες γυναίκες στην πολιτική δράση. Θα ξεκινούσε από την εκπαίδευση, μυώντας μας στην αξία της ενασχόλησης με τα κοινά. Και κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής μας, εκεί που τρώμε το πακέτο δουλειά-οικογένεια, θα μας προσέφερε κοινωνικές υπηρεσίες, που θα διευκόλυναν την καθημερινότητά μας. Γιατί, πώς ν’ ασχοληθούμε με την πολιτική, όταν δεν ξέρουμε πού ν’ αφήσουμε το παιδί μας;
Ενα σοβαρό κράτος, θα βελτίωνε την ποιότητα ζωής μας και θα μας ελευθέρωνε χρόνο. Και τότε να δεις πώς θα ανέβαινε το ποσοστό μας στα ψηφοδέλτια από μόνο του.
Στο δικό μας κράτος βέβαια, που απέχει έτη φωτός από τα σοβαρά κράτη, θεωρείται βήμα προς την ισότητα των φύλων ένα σχέδιο για ποσόστωση γυναικών στα ψηφοδέλτια, και παρουσιάζεται μετά βαΐων και κλάδων στον λόγο του Πρωθυπουργού την παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας.
Να μου πεις, όλα τα παραπάνω που ανέφερα, οι κοινωνικές υπηρεσίες οι διευκολύνσεις και τα τοιαύτα, κοστίζουν. Μια ποσόστωση γυναικών στα ψηφοδέλτια είναι τζάμπα και μπορεί να εντυπωσιάσει και κανέναν, και να μας ψηφίσει. Κάνω λάθος;
ΥΓ. Απορώ πώς και δεν υπήρξε και καμιά αντίδραση, από τη γραμματεία ισότητας, από γυναικείες οργανώσεις κτλ; Σε κάτι τέτοια κρυφορατσιστικά, σιωπούν όλοι;