Η σύνταξη δεν προκύπτει ως δικαίωμα εκ γενετής για τους κατοίκους της ευημερούσας Δύσης. Είναι δικαίωμα που κατοχυρώνει ο εργαζόμενος με τις συνταξιοδοτικές εισφορές του. Οι οποίες είναι, κατά μία έννοια, αποταμίευση του εργαζομένου, προκειμένου να δημιουργήσει το κεφάλαιο που θα χρηματοδοτήσει τα γηρατειά του. Για τους περισσότερους εργαζόμενους μάλιστα, τους λιγότερο ευκατάστατους και τυχερούς, οι συνταξιοδοτικές εισφορές είναι η σημαντικότερη αποταμίευση της ζωής τους.
Δυστυχώς, η σύνδεση εισφορών και σύνταξης στη χώρα μας είναι «παρεξηγημένη».
Η παρεξήγηση ξεκίνησε πριν από την κρίση. Το συνταξιοδοτικό σύστημα ήταν τόσο γενναιόδωρο (παχυλές πρόωρες συντάξεις, άγαμες θυγατέρες, «μαϊμού» αναπηρικές, «μαϊμού» αντιστασιακοί κ.α.) που δεν υπήρχε αιτιώδης σύνδεση μεταξύ εισφορών που καταβλήθηκαν και συντάξεων που αποδόθηκαν.
Με την κρίση η παρεξήγηση έγινε καβγάς! Ηταν τέτοιο το σοκ από τις τεράστιες μειώσεις συντάξεων, ώστε το δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα απαξιώθηκε πλήρως στη συνείδηση της κοινωνίας. Η επικρατούσα άποψη είναι: «Συντάξεις δεν θα πάρουμε, κι αν πάρουμε, θα είναι ψίχουλα, συντάξεις πείνας» και «είτε πολλά δίνουμε είτε λίγα (σε εισφορές), ψίχουλα θα πάρουμε στο τέλος».
Η σύνδεση εισφορών και σύνταξης αυτή τη φορά χάθηκε αντίστροφα. Από ένα σύστημα με παροχές χωρίς εισφορές, περάσαμε σε ένα σύστημα με εισφορές χωρίς παροχές.
Κι όμως αυτή η αντίληψη είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό λάθος.
Για τους χαμηλόμισθους και τους ελεύθερους επαγγελματίες με χαμηλά εισοδήματα, οι εισφορές αποτελούν την αποδοτικότερη αποταμίευση της ζωής τους.
Με 117 ευρώ τον μήνα για 20 χρόνια, ο ασφαλισμένος εξασφαλίζει εισόδημα (σύνταξη) 4831 ευρώ για 16 χρόνια (σύνταξη στα 67 – προσδόκιμο ζωής 83). Εισφέρεις σήμερα το 20% του βασικού μισθού μηνιαίως και θα λαμβάνεις το 80% του βασικού μηνιαίως στο μέλλον. Καμία -το επαναλαμβάνω, καμία!- ασφαλιστική εταιρεία, κανένα πρόγραμμα δεν μπορεί να προσφέρει ούτε κατά προσέγγιση ένα τόσο ελκυστικό πακέτο.
Αυτό εξηγώ σε πολλούς ελεύθερους επαγγελματίες που σκέφτονται να κλείσουν το μπλοκάκι τους μεταπηδώντας πλήρως στη μαύρη οικονομία, και να καταφύγουν για τη σύνταξή τους σε κάποιο πρόγραμμα ιδιωτικής ασφάλισης. Τέτοιες σκέψεις δείχνουν όχι μόνο τη απαξίωση του δημόσιου συνταξιοδοτικού συστήματος στη συνείδηση των πολιτών αλλά και το μέγεθος της σύγχυσης που επικρατεί.
Οι αντιλήψεις αυτές, όμως, έχουν πολύ τοξικές συνέπειες σε όλο τον οικονομικό κύκλο. Όσο ο ασφαλισμένος αντιμετωπίζει το δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα σαν μαύρη τρύπα που απομυζά τους κόπους του κι όχι ως προσωπική αποταμίευση, η καλλιέργεια φορολογικής συνείδησης υπονομεύεται και ενθαρρύνεται η φοροδιαφυγή.
Στην κατεύθυνση αυτή σημαντικό ρόλο παίζει η υπέρμετρη γενναιοδωρία του νέου ασφαλιστικού συστήματος. Η προηγούμενη φράση εμπεριέχει δύο παράδοξα τα οποία εξηγώ αμέσως:
Παράδοξο Α: Είναι «γενναιόδωρο» το νέο συνταξιοδοτικό σύστημα; Ναι, είναι γενναιόδωρο απέναντι σ’ εκείνους που έχουν εισφέρει λίγα για λίγα χρόνια όπως αναφέρθηκε και στο προηγούμενο παράδειγμα.
Παράδοξο Β: Είναι δυνατόν η υψηλή απόδοση των συνταξιοδοτικών εισφορών να αποθαρρύνει την αποταμίευση και να ευνοεί την εισφοροδιαφυγή; Ναι, επειδή τα λεφτά είναι μετρημένα! Όταν η συνταξιοδοτική δαπάνη είναι περιορισμένη, δίνοντας περισσότερα σε εκείνους που εισφέρουν λίγα, μένουν λιγότερα να μοιραστούν σ’ εκείνους που εισφέρουν πολλά. Κι έτσι, πάνω από κάποιο ελάχιστο όριο, η απόδοση της αποταμίευσης μέσω εισφορών παύει να είναι συμφέρουσα/ελκυστική.
Αυτή ήταν μία από τις σοβαρές αδυναμίες της πρότασης Κατρούγκαλου εξαρχής. Η υψηλή εθνική σύνταξη -για όλους, ανεξαρτήτως εισφορών και εισοδημάτων- δεν οδηγεί μόνο σε πολύ αποδυναμωμένη ανταποδοτική σύνταξη, αλλά υπονομεύει καίρια και την καλλιέργεια εισφορολογικής συνείδησης.
Περσινά ξινά σταφύλια, θα μου πείτε. Ναι, επανήλθε όμως πρόσφατα το υπουργείο με νέο νόμο που, ουσιαστικά, αποκαλύπτει ότι δεν έχει καταλάβει τίποτα για τα προβλήματα που δημιούργησε ο νόμος Κατρούγκαλου.
Διότι με το άρθρο 11 του νόμου 4488/2017 (ΦΕΚ Α 137/13-9-2017 εδώ), δίνεται στους ελεύθερους επαγγελματίες η δυνατότητα να εισφέρουν στον ΕΦΚΑ περισσότερα από όσα υποχρεούνται βάσει των φορολογικών κερδών τους, εξασφαλίζοντας υψηλότερη σύνταξη στο μέλλον. Δηλαδή ένας ΕΕ που δηλώνει στην εφορία ότι κερδίζει ετησίως €7.000 και καταβάλλει για κύρια σύνταξη €117 το μήνα σε εισφορές, θα μπορεί πλέον, δηλώνοντας τα ίδια κέρδη, να καταβάλλει πολλαπλάσιες εισφορές, ώστε να δικαιούται υψηλότερη σύνταξη.
Το υπουργείο, λοιπόν, ή ψάχνει για κορόιδα ή δεν έχει καταλάβει τίποτα. Ένα παράδειγμα:
Καταβάλλοντας τις ελάχιστες υποχρεωτικές εισφορές, €117 μηνιαίως για 20 χρόνια, ο ΕΕ εξασφαλίζει σύνταξη €483. Διπλασιάζοντας τις καταβαλλόμενες εισφορές, €234 μηνιαίως για 20 χρόνια, εξασφαλίζει σύνταξη €581. Καταβάλλοντας, δηλαδή, €117 επιπλέον για 20 χρόνια, θα λάβει κατά €98 υψηλότερη σύνταξη για 16 χρόνια. Μάλλον δεν είναι πολύ ελκυστική η αποταμίευση μέσω πρόσθετων ασφαλιστικών εισφορών.
Όμως, αν θέλουμε να καλλιεργήσουμε φορολογική συνείδηση, θα πρέπει μεταξύ άλλων και να αποκαταστήσουμε τη σύνδεση εισφορών και σύνταξης, να ενισχύσουμε την ιδέα των εισφορών ως αποταμίευσης, ακόμα και αν αυτό σημαίνει μικρότερες συντάξεις για εκείνους που εισέφεραν ελάχιστα.
Κοντολογίς, χρειαζόμαστε ένα σύστημα λιγότερο αναδιανεμητικό και περισσότερο ανταποδοτικό. Και πριν απορρίψετε την πρόταση ως αντιλαϊκή και νεοφιλελεύθερη, θυμηθείτε ότι πρώτος εισηγήθηκε την πλήρη εξίσωση των συντάξεων και την πλήρη αποσύνδεσή τους από τις εισφορές, πρώτος μίλησε για απολύτως αναδιανεμητικό συνταξιοδοτικό σύστημα, ο Στέφανος Μάνος εδώ. Ο οποίος, μάλλον είναι λιγότερο κομμουνιστής από τον κ. Κατρούγκαλο.
Ένα λιγότερο αναδιανεμητικό συνταξιοδοτικό σύστημα δεν είναι απαραίτητα «νεοφιλελεύθερο» όπως κι ένα πλήρως αναδιανεμητικό δεν είναι απαραίτητα «αριστερό». Κάθε μέτρο πρέπει να αξιολογείται λαμβάνοντας υπόψιν τις ειδικές και γενικές παραμέτρους του ευρύτερου πλαισίου όπου εφαρμόζεται. Και το πλαίσιο σήμερα στην Ελλάδα είναι μια οικονομία με πληθώρα ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων -με διαφορά οι περισσότεροι από κάθε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης- οι οποίοι βάσει φορολογικών δηλώσεων λιμοκτονούν και ταυτοχρόνως υφίστανται ακραία υπερφορολόγηση.
-Το 88% των ΕΕ δηλώνει εισοδήματα κάτω των €7.000 και καταβάλλει τις ελάχιστες διοικητικά καθορισμένες εισφορές εξασφαλίζοντας σύνταξη πολύ καλή αναλογικά με τις καταβληθείσες εισφορές.
-Το 88% των ΕΕ ζει επισήμως με λιγότερα από €350 το μήνα, αφού αφαιρεθούν το τέλος επιτηδεύματος και ο φόρος.
-Οι ΕΕ με χαμηλά εισοδήματα υφίστανται ακραία υπερφορολόγηση. Για κάθε ευρώ που κερδίζουν πάνω από τα €229 μηνιαίως επιβαρύνονται με φόρους και εισφορές τουλάχιστον 52% (εδώ κάρτα 4η & 5η).
Αυτό που κάνει, λοιπόν, το ελληνικό κράτος είναι να εξαντλεί φορολογικά τους πραγματικά φτωχούς ΕΕ στο όνομα μιας γενικευμένης και απρόσωπης φοροδιαφυγής. Αυτό είναι άδικο αλλά και αντιπαραγωγικό, επειδή η υπερφορολόγηση ευνοεί και ενθαρρύνει τη φοροδιαφυγή. Οι συντελεστές φορολογικής επιβάρυνσης για τα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια των Ε.Ε. πρέπει να μειωθούν.
Ακόμη κι αν μειωθούν όμως, ένας ελεύθερος επαγγελματίας που εξασφαλίζει minimum αποδεκτή σύνταξη με τις ελάχιστες εισφορές, θα αντιμετωπίζει πάντα τις επιπλέον συνταξιοδοτικές εισφορές ως πρόσθετο φορολογικό βάρος και όχι ως αποταμίευση. Και το κίνητρο για φοροδιαφυγή στα πολύ χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια θα παραμένει μεγάλο, ακόμα και αν οι φόροι και οι εισφορές εξορθολογιστούν.
Όσο άδικο είναι για τους φτωχούς ΕΕ να αντιμετωπίζονται από τη φορολογική διοίκηση ως φοροφυγάδες, άλλο τόσο άδικο είναι –για τους ασφαλισμένους που έχουν καταβάλλει υψηλές συνταξιοδοτικές εισφορές- να αντιμετωπίζονται όλοι οι ασφαλισμένοι που έχουν καταβάλλει τις ελάχιστες εισφορές ως αναξιοπαθούντες.
Καλούμαστε λοιπόν να απαντήσουμε στα εξής ερωτήματα:
-Οφείλει το κοινωνικό κράτος να ανταμείβει όσους φοροδιαφεύγουν επιστρέφοντας τους γενναιόδωρη σύνταξη, παρέχοντας ένα ακόμα κίνητρο για φοροδιαφυγή; Φυσικά, το κοινωνικό κράτος πρέπει να εξασφαλίζει συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης σε όλους τους ηλικιωμένους. Αλλά αυτό μπορεί να επιτυγχάνεται όχι μέσω γενναιόδωρων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων αλλά μέσω γενναιόδωρων προνοιακών επιδομάτων που –όπως και το εισόδημα κοινωνικής αλληλεγγύης- θα αποδίδονται με εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια.
-Οφείλει το κοινωνικό κράτος να επιδοτεί γενναιόδωρα την εθνική σύνταξη του πολίτη που διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και εισοδήματα από ενοίκια και επιχειρηματικές συμμετοχές;
-Οφείλει το κράτος να είναι γενναιόδωρο έναντι των πολιτών που ούτε εισφορές εισέφεραν ούτε φόρους πλήρωσαν, αλλά έχουν περιουσία και άρα δεν έχουν ανάγκη στήριξης;
-Οφείλει το κράτος να επιδοτεί γενναιόδωρα τις συντάξεις εκείνων που διαθέτουν περιουσία, την οποία δημιούργησαν ακριβώς επειδή ποτέ δεν πλήρωσαν φόρους & εισφορές;
Όχι, δεν οφείλει. Δεν είμαστε Ελβετία να προσφέρουμε πολλά σε πολλούς αδιακρίτως. Το κοινωνικό κράτος πρέπει να είναι στοχευμένο, να κατευθύνει τους πόρους εκεί που πραγματικά υπάρχει ανάγκη.
Το σύστημα των συνταξιοδοτικών παροχών μπορεί να γίνει λιγότερο αναδιανεμητικό και περισσότερο ανταποδοτικό χωρίς να γίνουν εκπτώσεις στην στήριξη των φτωχών ηλικιωμένων. Και χρειάζεται να γίνει πιο ανταποδοτικό. Χρειάζεται να ενισχυθεί η σύνδεση εισφορών και σύνταξης.
Αν η Ελλάδα θέλει πολίτες με φορολογική συνείδηση, πρέπει οι συνταξιοδοτικές εισφορές να καταγραφούν στη συνείδησή τους ως η πιο σημαντική αποταμίευση της ζωής τους.
Σημειώσεις
1Τα ποσά αναφέρονται σε συντάξεις προ κρατήσεων υγειονομικής περίθαλψης (6%).