Οι αγρότες ζητούν συζήτηση «από μηδενική βάση». Ο Πρωθυπουργός δέχεται να τους δει στο Μέγαρο Μαξίμου και να συζητήσει μαζί τους, αλλά όχι «από μηδενική βάση».
Τι σημαίνει άραγε αυτή η οριοθέτηση; Γιατί είναι τάχα κακό πράγμα να λύσεις ένα πρόβλημα, βάζοντάς το κάτω από την αρχή και, κατά την κοινή έκφραση, να το ξετινάξεις;
Γιατί επιδιώκουμε ή και απορρίπτουμε την «από μηδενική βάση» συζήτηση σε χρονικές στιγμές που ξέρουμε ότι εκ των πραγμάτων, έχοντας φτάσει ο κόμπος στο χτένι, αυτή δεν μπορεί να γίνει;
Γνωρίζοντας ποιο είναι το πρόβλημα και δεχόμενοι ότι πρέπει κάπως να το λύσουμε, τι τάχα εμποδίζει να γίνονται οι συζητήσεις αυτές, οργανωμένα, εμπεριστατωμένα, επί της ουσίας και σοβαρά, υπό πιο φυσιολογικές περιστάσεις, πριν φτάσουμε στο μη παρέκει και καταβληθούμε όλοι από πίεση και χάσουμε τη ψυχραιμία μας;
Ρητορικές είναι οι ερωτήσεις μου και τις απαντήσεις τις ξέρουμε καλά.
1.Οταν έπρεπε, κανείς δεν ήθελε να λύσει το πρόβλημα. Επικρατούσε η καθησυχαστική άποψη ότι «αφού δεν μας πιέζει κανείς, αφού η κατάσταση είναι ακόμα ελεγχόμενη (νομίζαμε), έστω και με μπαλώματα, «γιατί να βγάλω εγώ το φίδι απ’ τη τρύπα;».
2.Ο διάλογος στην Ελλάδα, ιδίως στον πολιτικό στίβο, είναι μια έννοια… μονομερούς αντιλήψεως. Αλλιώς τον καταλαβαίνω εγώ, αλλιώς τον θέλεις εσύ. Και αν τυχόν καθίσουμε καμιά φορά στο ίδιο τραπέζι, είναι μόνο για τις κάμερες. Δηλαδή, για τα μάτια του κόσμου.
3.Δεν έχουμε ιδέα τι σημαίνει και πώς πραγματώνεται η διαβούλευση. Είναι έξω από την σφαίρα της δικιάς μας αντίληψης για τα πράγματα. (Τώρα, αλλά και επί χρόνια, που παρακολουθώ τις διαβουλεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού, τρέμω στην ιδέα ότι εάν είχαμε εμείς στην Ελλάδα να χειριστούμε αυτό το πρόβλημα θα κάναμε απεργία εναντίον του εαυτού μας!).
4.Είμαστε εσαεί απροετοίμαστοι και αδιάβαστοι. Οι μεν δεν ξέρουν «απ’έξω κι ανακατωτά» όπως πρέπει, το πρόβλημα των δε. Και οι δε, που το ξέρουν, δεν το φανερώνουν στην πραγματική του διάσταση διότι πάντα κάτι θέλουν να προστατεύσουν, να κρατήσουν κάτι.
Στο προκείμενο πρόβλημα, το Ασφαλιστικό:
Η κυβέρνηση, που ήξερε εδώ και καιρό ότι θα ήταν κυβέρνηση, δεν έκανε ποτέ την προεργασία της – όπως δεν την έκανε σε όλους σχεδόν τους τομείς, γι’ αυτό και συνεχώς παλινωδεί, κάνει πίσω, προβαίνει σε τροποποιήσεις, κόβει από δω, ράβει από εκεί, αποσύρει, επαναφέρει, δεν ξέρει που της πάν τα τέσσερα.
Hξερε ότι είναι μια ωρολογιακή βόμβα, όπως ωραία το λέει και αυτή, και ότι το «τικ-τακ» τελειώνει.
Oφειλε, όπως και όλοι οι προηγούμενοί της επίσης, να είχε κάνει την «από μηδενική βάση» συζήτηση από τότε που ήταν αντιπολίτευση, και να αναπροσάρμοζε διαρκώς τις θέσεις της αναλόγως των περιστάσεων από εκεί και ύστερα.
Το αεροπλάνο δεν έχει καύσιμα να πετάει αιώνια όπως θα ήθελαν κάποιοι. Και τότε ο πιλότος θα δικαιούται απολύτως να τους πει «όχι, η μηδενική βάση εξαντλήθηκε»
Oφειλε να είχε συστήσει ομάδα που να ασχολείται μόνο με αυτό. Ομάδα από ανθρώπους ικανούς και γνωστικούς. Να «ξεσκόνιζαν» κάθε πτυχή του θέματος, σαν να εκπονούσαν διδακτορική διατριβή. Βασικό συστατικό της οποίας είναι η έρευνα. Η σχολαστική, ενδελεχής έρευνα.
Αντί να στέλνει αντιπροσωπείες της στη Βενεζουέλα για να αντιγράψει το ωραίο μοντέλο του Τσάβες, να πήγαινε σε χώρες που έχουν αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το συγκεκριμένο πρόγραμμα και να μάθαινε πώς και γιατί.
Oφειλε η κυβέρνηση να είχε κάνει την κουβέντα «από μηδενική βάση» με τους εμπλεκόμενους φορείς εδώ και καιρό. Ακόμα και πριν γίνει κυβέρνηση. Με την «ατζέντα» ότι «κοιτάξτε να δείτε, όταν και εάν εμείς εκλεγούμε να κυβερνήσουμε τη χώρα, αυτό το πρόβλημα θέλουμε να το λύσουμε, και εσείς να είστε μέρος της λύσης».
Το πιθανότερο είναι ότι θα έβρισκε τείχος μπροστά της. Αλλά μέρος της τακτικής μιας καλής διαβούλευσης είναι να μπορείς τέτοια τείχη, με διάλογο και επιχειρήματα, να τα ρίχνεις. Αλλιώς, δεν κάνεις…
Είναι επίσης πιθανό να μην σε ψηφίσουν εάν τους πεις ότι ανοίγεις εκ των προτέρων ένα «ευαίσθητο κεφάλαιο». Και ίσως αυτό να εξηγεί και το γιατί στην Ελλάδα «αναγκαζόμαστε» να κρύβουμε πράγματα κάτω από το χαλί νομίζοντας ότι θα δυσαρεστήσουμε κάποιους, και να τα βγάζουμε όταν φτάσουμε στο «αμήν» – ή μάλλον στο «αμάν».
Αυτό το «νομίζοντας» είναι ίσως το «κρίσιμο στοιχείο» που τα εξηγεί όλα. Διότι ακράδαντα πιστεύω, και εκ των πραγμάτων έχει αποδειχθεί σε κάθε σοβαρή χώρα που έχει κάνει τομές σε δύσκολα θέματα, ότι η σοβαρή διαβούλευση, με ανοιχτά χαρτιά και με ειλικρινή διάθεση «να τα βρούμε, αλλιώς αύριο θα είναι χειρότερα», μπορεί να υπερνικήσει όλους τους δικαιολογημένους ή μη φόβους. Οταν τον πείσεις τον άλλον με στοιχεία, και όχι με υποσχέσεις, ότι «αυτό που πάμε να κάνουμε, σε λίγα χρόνια θα είναι απείρως καλύτερο από αυτό που τώρα έχουμε», τον μαλακώνεις και στο τέλος νικάς την αδιαλλαξία του.
Για να τον πείσεις όμως, πρέπει πρώτα να τον καταλάβεις. Και για να γίνει αυτό, ίσως χρειαστεί ακόμα και να αποσπάσεις συνεργάτες σου στις περιοχές όπου υφίσταται το πρόβλημα, να το δουν και να το μελετήσουν από κοντά.
Εννοείται δε, επειδή μια διαβούλευση δεν μπορεί να τραβά αιώνια, ότι κάποια στιγμή πρέπει να παρθεί και μία απόφαση. Αν υπάρξει πλήρης ή και μεγάλη ταύτιση απόψεων, θά ‘ναι εύκολη. Αν όχι, ο κυβερνήτης πρέπει να προσγειώσει το αεροπλάνο. Και το πώς είναι πλέον μόνο δική του υπόθεση.
Τότε, ακόμα κι αν κάνει λάθος, κανείς δεν θα μπορεί να του πει «στάσου, μην το προσγειώσεις ακόμα, και έλα να ξανασυζητήσομε από μηδενική βάση». Το αεροπλάνο δεν έχει καύσιμα να πετάει αιώνια όπως θα ήθελαν κάποιοι. Και τότε ο πιλότος θα δικαιούται απολύτως να τους πει «όχι, η μηδενική βάση εξαντλήθηκε» και να κλείσει τη πόρτα του κοκπιτ!…