Η «Μαζική ψυχολογία του φασισμού» του Βίλχεμ Ράιχ εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1933. Ηταν η εποχή που ο Χίτλερ πήρε την εξουσία και το βιβλίο περιορίστηκε σε μια μικρή ελίτ αναγνωστών η οποία δεν είχε καν τη διάθεση να συνδέσει τη θεωρία με την πολιτική πράξη της εποχής. Επειτα από έντεκα χρόνια κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ η τρίτη έκδοση όπου πήρε πια τις πλατιές διαστάσεις από ένα κοινό που διψούσε για εξηγήσεις σχετικά με το φαινόμενο που κόντευε να τινάξει στον αέρα ολόκληρο τον πλανήτη. Στο βιβλίο ο Ράιχ διέκρινε τη θεμελιακή συσχέτιση ανάμεσα στην αυταρχική καταπίεση των ορμών και τη φασιστική ιδεολογία. Και μαζί με πολλά άλλα «φροϋδικά» προσέγγισε τη σχέση σεξουαλικού φόβου και χρόνιας εξάρτησης.
Η αφορμή να ψάξω το ξεχασμένο βιβλίο του Ράιχ, μετά από πολλά χρόνια, δεν ήταν κάποια φιλοσοφική συζήτηση αλλά ο θάνατος του τραγουδιστή Παντελή Παντελίδη και η λαϊκή του δραματοποίηση. Οχι ως μεμονωμένη εξήγηση του φαινομένου αλλά ως περίπτωση ενταγμένη σε έναν τεράστιο κύκλο κοινωνικών εξάρσεων που βιώνουμε ιστορικά ως λαός. Αλλωστε, ο «λαϊκός φασισμός» (μόνο ο δικός μου μαζικός έρωτας είναι ο αληθινός, μόνο το δικό μου μαζικό πένθος είναι το αυθεντικό!) δεν είναι φαινόμενο περιορισμένο σε μερικά κράτη και κυβερνήσεις, αλλά αναγνωρίζεται ως φαινόμενο της σύγχρονης μαζικής κοινωνίας γενικά.
Πώς διαμορφώνονται οι μαζικές εξάρσεις «ολοκληρωτισμού»; H σύνθεσή τους, εξελίσσεται μακροπρόθεσμα από ένα ένστικτο «μαζικού ερωτισμού». Αυτός γεννιέται από την καταπιεσμένη libido των ανθρώπων που αναζητούν την ικανοποίηση σε διάφορες μορφές «μεσσιανισμού». Στο ποδόσφαιρο στην πολιτική (είναι ο Αλέξης Τσίπρας sex symbol..;), σε δολοφονίες με κοινωνικό συμβολισμό (Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος), σε συναυλίες και ειδικά, για την περίπτωσή μας, σε «λαϊκές» πίστες!
Ο Ράιχ αντιπαραθέτει το εναλλακτικό σχέδιο μιας πολιτιστικής επανάστασης με τη «δημοκρατία της εργασίας» η οποία στηρίζεται στον κοινωνικό αυτοκαθορισμό όλων των «εργαζομένων»
Σε ό,τι αφορά τώρα την μεταπολιτευτική Ελλάδα, οι νεότερες γενιές βίωσαν τον νεοπλουτισμό, την καταξίωση του επαρχιωτισμού και την αλλοτρίωση. Ετσι το life- style, η πολιτική της κομματοκρατίας, η κουλτούρα των απανταχού ειδώλων και η απαξίωση της συλλογικότητας επέδρασαν αρνητικά στην απελευθέρωσή τους, μέσα από την γνήσια ερωτική τους ζωή. Κι αυτό φαίνεται στη αναζήτηση ερωτικών συμβόλων, στην μαζική κοινωνία και όχι στην κοντινή προσωπική μας ζωή (τραγουδιστές, πολιτικοί, τηλεοπτικές περσόνες, λαϊκοί ήρωες, κτλ).
Και το άλλο είναι η «φιλήδονη» τάση της μαζικής δραματοποίησης. Η «ερωτική» διάθεση του να συμμετέχεις σε μικρές και επαναλαμβανόμενες δόσεις «θανάτου» δοσμένες μέσα από το Νείκος (Εμπεδοκλής) και την απόκρουση της Φιλότητας. Είτε πρόκειται για μάχες «στρατών» στα γήπεδα είτε για εθνικολαϊκιστικές κορώνες (δείτε τις αναρτήσεις στο fb, κάποιων που ανακαλύπτουν συνεχώς ότι ο Πούτιν προελαύνει να απελευθερώσει την Πόλη!) είτε για συμμετοχή σε πένθιμα γεγονότα, όπως του Γρηγορόπουλου ή του Παντελιδη.
Σε όλα αυτά, ο Ράιχ αντιπαραθέτει το εναλλακτικό σχέδιο μιας πολιτιστικής επανάστασης με τη «δημοκρατία της εργασίας» η οποία στηρίζεται στον κοινωνικό αυτοκαθορισμό όλων των «εργαζομένων». Και σ’ αυτό το επεκταμένο σχέδιο η βασική θέση του μένει η ίδια: η υπερνίκηση του «λαϊκού φασισμού» είναι δυνατή μόνο με νέα ορθολογική ρύθμιση της «σεξουαλικής οικονομίας» της κοινωνίας.
Για να μην ψαχνόμαστε όμως τόσο πολύ με τον Ράιχ το σύνθημα γενικώς είναι ένα: «Κάντε έρωτα, όχι πόλεμο» αντί για το «Κάντε πόλεμο για το έρωτα».