Η Ευρώπη παράγει δίπολα και αντιθέσεις. Βόρειοι εναντίον των Νοτίων. Δυτικοί εναντίον Ανατολικών. Ντόπιοι εναντίον ξένων. Νέοι εναντίον μεγαλυτέρων. Αν η μάχη των γενεών ήταν κάποτε συμβολική, αξιακή ή πολιτισμική, σήμερα αποτελεί άλλη μια σοβαρή κοινωνική και οικονομική απειλή για την Ευρώπη. Οι ειδικοί συμφωνούν: πόροι, ευκαιρίες, μεταρρυθμίσεις γέρνουν την πλάστιγγα υπέρ των γονιών μας.
Το Ινστιτούτο Bruegel αναφέρεται ρητά σε «διαγενεακό χάσμα». Οι ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις την περίοδο της κρίσης στον ευρωπαϊκό Νότο, πλην Ιταλίας, ωφέλησαν τους μεγαλύτερους, ενώ 26 εκατομμύρια νέοι βρίσκονται στη γωνία: δεν εργάζονται, δεν αποκτούν δεξιότητες, δεν μορφώνονται, αρκετοί ζουν ήδη στη φτώχεια. Οι επιχειρήσεις από την άλλη, όσες άντεξαν, δεν έχουν πρόσβαση σε εργατικό δυναμικό με δεξιότητες. Ένας νέος που μένει χρόνια άνεργος χάνει ενέργεια, γνώσεις, ταλέντα, αυτοπεποίθηση. Οι κοινωνίες γερνούν, οι δουλειές λιγοστεύουν, οι συνταξιούχοι αυξάνονται, τα ελλείμματα μεγαλώνουν, οι προϋπολογισμοί δεν βγαίνουν, τα κράτη δανείζονται. Οι σημερινοί millenials – όσοι γεννήθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και μετά – έχουν κάθε λόγο να αγχώνονται για το μέλλον τους.
Μέχρι την κρίση, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η μάχη των γενεών έμοιαζε μάλλον με μια συμβιωτική, ανταλλακτική σχέση. Οι νεότεροι σιωπούσαν ή αδιαφορούσαν για τις μελλοντικές τους διεκδικήσεις. Οι μεγαλύτεροι έφεραν τα ασφαλιστικά ταμεία και την οικονομία στα μέτρα τους, διόρισαν στο Δημόσιο, έδωσαν πλουσιοπάροχες και πρόωρες συντάξεις, γενναιόδωρα εφάπαξ στους εαυτούς τους. Η μεσογειακή μεσαία τάξη υποκατέστησε κράτος και αγορά μαζί. Η ελληνική οικογένεια επένδυσε στα τέκνα της ως start-ups, για να σπουδάσουν και να προκόψουν. Με το ένα χέρι της τα έδινε και με το άλλο της τα παίρνει μέσα από το Ασφαλιστικό σύστημα.
Τη δεκαετία της ολυμπιακής έκστασης, οι νέοι με πτυχία και μεταπτυχιακά άρχισαν να διαχέονται στην ακμάζουσα αγορά εργασίας των συμβουλευτικών εταιριών, των τηλεπικοινωνιών και των κατασκευαστικών. Συχνά, οι υψηλές προσδοκίες αναμετρήθηκαν με την πραγματικότητα των χαμηλών αμοιβών, με το μπλοκάκι, τα «μαύρα», τις υπερωρίες, ακόμα και τα stage του Δημοσίου, πελατειακή «προσφορά» του σημερινού Προέδρου της Δημοκρατίας στη γαλάζια μάχη κατά της ανεργίας. Μοιραία, η γέννηση του κινήματος της γενιάς των 700 ευρώ (G700) ήταν προϊόν μιας δίκαιης διεκδίκησης: «είμαστε η πιο μορφωμένη γενιά, αλλά είμαστε υποπληρωμένοι, ανασφάλιστοι, σε επισφάλεια. Θέλουμε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, αλλιώς θα φάμε τους γονείς μας», ήταν τα συνθήματα της εποχής.
Η κρίση μετέτρεψε τα 700 ευρώ σε πολυτέλεια. Οδήγησε το 3-4% του ελληνικού πληθυσμού εκτός συνόρων – σύνηθες φαινόμενο για όσες χώρες περνάνε μέσα από τη μέγγενη της λιτότητας. Οι λιγότερο καταρτισμένοι μετατρέπονται σε πρεκαριάτο εποχιακής απασχόλησης. Από το 2010 οι μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό και στην αγορά εργασίας αφήνονται στα χέρια της Τρόικας, οι κυβερνήσεις επιδίδονται στην πολιτική επικοινωνία, οι κοινωνικοί εταίροι δεν συναποφασίζουν. Οι χρηματοδοτικές τρύπες μεγαλώνουν, αφού κάθε «περήφανη» διαπραγμάτευση μετά από πρόωρες εκλογές, φέρνει νέους φόρους, αυξάνει τις εισφορές, μειώνει τις συντάξεις.
Μια ιδανική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα θα φρόντιζε την αντοχή του συστήματος στο χρόνο και την ανταπόδοση των κόπων όσων εργάστηκαν και κατέβαλαν εισφορές. Με αλληλεγγύη και δικαιοσύνη. Από τη μια οι απόμαχοι της ζωής να ζουν με αξιοπρέπεια, ανεξάρτητα από το σύστημα παροχών, χωρίς εξισωτισμό προς τα κάτω και με σεβασμό στο εισόδημα, στα χρόνια και στη φύση της εργασίας τους. Από την άλλη, αν θέλουμε να δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας και να κρατήσουμε επιχειρήσεις και εργαζόμενους στην Ελλάδα, οι ασφαλιστικές εισφορές δεν μπορούν να αυξάνονται διαρκώς. Όπως σωστά έχει γραφτεί, τις εισφορές του εργοδότη τις πληρώνει τελικά ο εργαζόμενος και ο άνεργος, που δε μπορεί να βρει δουλειά.
Σήμερα, τo ΔΝΤ ενδιαφέρεται να βγει ο προϋπολογισμός του 2016 και η κυβέρνηση να διανείμει συντάξεις στα κοινωνικά στρώματα που την ψήφισαν. Ξανά, όλη η συζήτηση εγκλωβίζεται στην γνωστή επωδό, «το μνημόνιο κόβει τις συντάξεις». Λίγοι λένε όλη την αλήθεια: κυνηγώντας δημοσιονομικούς στόχους με συνεχείς περικοπές, σύντομα θα φτάσουμε σε συντάξεις πείνας. Σταδιακά, οι σημερινοί εργαζόμενοι θα απαξιώσουν και άλλο το σύστημα, αφού θα βλέπουν ότι δεν έχει νόημα να πληρώνεις, όταν δεν πρόκειται να λάβεις. Το ζούμε ήδη.
Σύμφωνα με τον Δείκτη Κοινωνικής Δικαιοσύνης του Ιδρύματος Bertelsmann, η Ελλάδα είναι ουραγός στη διαγενεακή δικαιοσύνη, ανάμεσα στις 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κανένα κυβερνητικό κόμμα δεν κοιτά στα μάτια τη νέα γενιά και να της πει την αλήθεια. Ούτε καν υπολογίζει πόσο και πώς την επιβαρύνει. Και όμως, υπάρχουν τρόποι να ελέγχει κανείς το μέρισμα των γενεών. Ο κανόνας του Musgrave που χρησιμοποιεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (αναλογία της σύνταξης προς το εισόδημα των εργαζομένων) αποτελεί έναν δείκτη της ισορροπίας των πόρων ανάμεσα στις γενιές. Όσο η αναλογία μένει σταθερή, τόσο οι γενιές επιμερίζουν τα βάρη και τα κέρδη. Με δυο λόγια δεν μπορούν οι συντάξεις να μένουν σταθερές και οι εργαζόμενοι ή/και οι αμοιβές να μειώνονται και το αντίστροφο. Είναι κρίμα που και αυτή η ασφαλιστική μεταρρύθμιση έρχεται χωρίς ουσιαστικό κοινωνικό διάλογο και ερήμην των νέων.
Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Ένας στους πέντε Έλληνες είναι σήμερα πάνω από 65 ετών. Το 2060 θα είναι ένας στους τρεις και η Ελλάδα θα μετρά μόλις οκτώμισι εκατομμύρια κατοίκους. Μια χώρα που γερνά δεν σκέφτεται, δεν πράττει και κυρίως, δεν ψηφίζει με το βλέμμα στο μέλλον. Θλιβερά προεόρτια ενός ζοφερού μέλλοντος, όπου η γενικευμένη απάθεια καλύπτει τον αμοραλισμό και την πολιτική εξαπάτηση, ζούμε ήδη.
Τα σημερινά παιδιά της χιλιετίας μεγαλώνουν με άλλα πρότυπα, με το ένα πόδι έξω από την προστατευτική ομπρέλα της οικογένειας. Η ανάγκη εξάλλου, τους οδηγεί σε προσαρμογή: λιγότερες σπουδές ή καλλιέργεια, γρήγορη ένταξη στην εργασία, ακόμη και στήριξη των γονιών. Τα υπαρξιακά ερωτήματα τα έχουν αφήσει για τους μεγαλύτερους. Ακόμη και αν δεν γνωρίζουν τι συμβαίνει στο Ασφαλιστικό, ζουν ήδη τις συνέπειες της διαγενεακής αδικίας. Αντιλαμβάνονται ότι η αξιοπρέπεια που τους έταξαν κάποιοι είναι με δανεικά από το μέλλον τους. Έχουν στα χέρια τους την απόλυτη κοινωνική, προοδευτική ατζέντα και τις εμπειρίες να την υποστηρίξουν.
Εξοπλισμένοι με τεχνολογική ευφυΐα, με την κρίση στο DNA τους, έχοντας ζήσει σε fast forward την κατάρρευση της κακής αντιπολίτευσης από την αριστερή μέχρι τη δεξιά της εκδοχή, δεν έχουν παρά να οργανώσουν πολιτικά τα αιτήματά τους και να στριμώξουν το κομματικό σύστημα μέχρι τέλους. Και αυτοί, όπως και μείς, έχουμε καταλάβει ότι δεν πάει άλλο. Ειδάλλως, έχουμε μπλέξει άσχημα.
*Ο Παναγιώτης Βλάχος είναι επικεφαλής της πολιτικής κίνησης «Μπροστά».