Από αριστερά: Θεόδωρος Δεληγιάννης, συνταγματάρχης Τιμολέων Βάσσος και ο διάδοχος Κωνσταντίνος | CreativeProtagon
Απόψεις

Η εθνική ταπείνωση του 1897

Τον πόλεμο που ξέσπασε στις 5 Απριλίου του 1897 μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποφασίσαμε να τον χαρακτηρίσουμε «ατυχή». Κανένα έθνος δεν μπορεί εύκολα να διαχειριστεί τις στιγμές της Ιστορίας του που το άφησαν ταπεινωμένο και εξευτελισμένο. Από αυτή την άποψη δεν αποτελούμε εξαίρεση. Μόνο που ο πόλεμος του 1897 έχει πολλά μαθήματα να μας δώσει
Ελένη Λετώνη

Στις αρχές του 1897 είχαν περάσει μόλις τρία χρόνια από την μέρα που ο Χαρίλαος Τρικούπης ανήγγειλε από το βήμα της Βουλής ότι η Ελλάδα δεν ήταν πλέον σε θέση να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της προς τους πιστωτές της. Η πτώχευση του 1893, πέρα από τα αντικειμενικά προβλήματα που απορρέουν από μία πτώχευση, δημιούργησε όπως ήταν φυσικό και μεγάλη απογοήτευση στον λαό, μιας και η εκπλήρωση των αλυτρωτικών πόθων του Έθνους έμπαινε  μοιραία στον πάγο.

Μην ξεχνάμε ότι όταν λέγαμε Ελλάδα το 1897 εννοούσαμε βόρεια σύνορα κάτω από την Ελασσόνα. Άρα Ελλάδα τότε σήμαινε Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, από την Ήπειρο μόνο η επαρχία της Άρτας και από νησιά η Εύβοια, οι Κυκλάδες, τα νησιά του Αργοσαρωνικού, οι Βόρειες Σποράδες και τα Επτάνησα.

Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1896, είχε ξεσπάσει μία ακόμη εξέγερση στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη, η οποία κατεστάλη και πάλι βίαια από τους Οθωμανούς. Ο λαός, επηρεασμένος και από την εθνική ανάταση και την εθνικιστική αισιοδοξία που προκάλεσε η διοργάνωση στην Αθήνα των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων εκείνο τον Μάρτιο, πίεζε την κυβέρνηση να στηρίξει έμπρακτα τον αγώνα των Κρητικών.

Πρωθυπουργός τότε ήταν ο Θεόδωρος Δεληγιάννης και η κυβέρνησή του πιεζόταν από παντού. Από την κοινή γνώμη, από μέρος της αντιπολίτευσης καθώς και από την Εθνική Εταιρεία, μία πατριωτική οργάνωση που είχε ιδρυθεί λίγα χρόνια νωρίτερα και στην οποία συμμετείχαν σημαίνουσες προσωπικότητες της πολιτικής και στρατιωτικοί. Από την άλλη μεριά όμως η χώρα, εκτός του ότι ήταν πτωχευμένη, δεν είχε και αξιόμαχο στρατό. Ο Χαρίλαος Τρικούπης είχε πει κάποια στιγμή την εξής χαρακτηριστική φράση: «Δεν έχομεν στρατόν. Ο ελληνικός στρατός της σήμερον είναι αγέλη».

Ο Τρικούπης όμως είχε πεθάνει – και ο Δεληγιάννης μόνο Τρικούπης δεν ήταν.

Αντικειμενικά και αδιαμφισβήτητα δεδομένα, όπως ότι η χώρα ήταν πτωχευμένη και παράλληλα εντελώς απροετοίμαστη στρατιωτικά και απομονωμένη διπλωματικά, δεν στάθηκαν ικανά να αποτρέψουν την κυβέρνηση Δεληγιάννη από μια πρωτοβουλία που ήταν μαθηματικά βέβαιο ότι ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.

Κι έτσι αντί να επικρατήσει ο ορθολογισμός προτιμήθηκε η εύκολη, αρεστή στο ευρύ κοινό αλλά εν δυνάμει καταστροφική για τη χώρα απόφαση, που για ακόμα μια φορά έγινε έρμαιο του λαϊκισμού και της μικροπολιτικής.

Στις 2 Φεβρουαρίου 1897 λοιπόν αποφασίστηκε να σταλούν χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις στην Κρήτη υπό τον συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο, με την εντολή να καταλάβουν το νησί εν ονόματι του βασιλέα Γεωργίου Α’. Οι Μεγάλες Δυνάμεις εν τω μεταξύ, σε μια προσπάθεια να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση, πρότειναν ένα μήνα αργότερα την αυτονομία της Κρήτης, με την προϋπόθεση να αποχωρήσουν και οι ελληνικές και οι οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις.

Αυτή η λύση ήταν ξεκάθαρα συμφέρουσα για την ελληνική πλευρά, αφού η Κρήτη ανήκε τότε στους Οθωμανούς, οι οποίοι θα αναγκάζονταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις να αποχωρήσουν από το νησί και αυτό να γίνει αυτόνομο. Και ενώ οι Τούρκοι δέχτηκαν να αποχωρήσουν από την Κρήτη, εμείς όχι απλά αρνηθήκαμε να αποχωρήσουμε και αποκλείσαμε την λύση της Αυτονομίας αλλά κηρύξαμε και επιστράτευση και δύο βδομάδες αργότερα ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, επικεφαλής του στρατού, αναχώρησε για τα σύνορά μας στην Θεσσαλία.

Στα τέλη Μαρτίου ένοπλες ομάδες της Εθνικής Εταιρείας εισέβαλαν σε οθωμανικό έδαφος από την πλευρά του Μετσόβου, προσέβαλαν φρουρές και οπισθοχώρησαν. Έδωσαν με αυτό τον τρόπο την αφορμή που έψαχναν οι Τούρκοι για να μας κηρύξουν τον πόλεμο – έτσι κι έγινε στις 5 Απριλίου.

Και επειδή, όπως είπαμε, ήμασταν εντελώς απροετοίμαστοι στρατιωτικά και απομονωμένοι διπλωματικά, παρά την αρχικά αβέβαιη πορεία του πολέμου, σύντομα τα ελληνικά στρατεύματα άρχισαν να υποχωρούν προς τη Λάρισα και τα Φάρσαλα, με τους Οθωμανούς να καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας.

Στις 23 Απριλίου στο Βελεστίνο δόθηκε εντολή υποχώρησης από τον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο, ενώ ο Βόλος έπεσε στα χέρια των Οθωμανών δύο μόλις μέρες αργότερα. Η τελική οθωμανική επίθεση έγινε στον Δομοκό στις 5 Μαΐου και οδήγησε σε γενική υποχώρηση προς τη Λαμία.

Oύτε ένας μήνας δεν είχε περάσει και όχι απλά δεν καταφέραμε να απελευθερώσουμε κάποια υπό οθωμανικό έλεγχο περιοχή αλλά οι Τούρκοι είχαν ανακαταλάβει ολόκληρη τη Θεσσαλία κι έφταναν στη Λαμία. Πλέον τα πράγματα είχαν γίνει αρκετά επικίνδυνα ώστε να ζητήσουμε την άμεση παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων για να υπογραφεί ανακωχή. Πρώτη-πρώτη παρενέβη η Ρωσία και προσωπικά ο τσάρος Νικόλαος Β’, που ήταν και ανιψιός του βασιλιά Γεωργίου Α’.

Η ανακωχή υπεγράφη τελικά έξω από τη Λαμία στις 8 Μαΐου αλλά τα δύσκολα τώρα ξεκινούσαν για τη χώρα. Διότι τα λάθη πληρώνονται, ενίοτε δε πολύ ακριβά. Στις 22 Νοεμβρίου υπεγράφη η Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις και την Οθωμανική Αυτοκρατορία – δίχως τη συμμετοχή της Ελλάδος. Εξαιτίας της ταπεινωτικής ήττας, η χώρα μας αναγκάστηκε να πληρώσει πολεμική αποζημίωση στους Οθωμανούς ύψους 4 εκατομμυρίων τουρκικών λιρών. Κι επειδή φυσικά δεν τα είχαμε τα χρήματα – πού να τα βρούμε άλλωστε, ήμασταν και πτωχευμένοι – αναγκαστήκαμε να πάρουμε κι άλλο δάνειο προκειμένου να πληρώσουμε τους Τούρκους. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μας επιβλήθηκε και ο λεγόμενος Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος – ένα ΔΝΤ της εποχής με λίγα λόγια – για να διασφαλιστεί ότι θα αποπληρώναμε παλιές και νέες δανειακές υποχρεώσεις. Υπό το βάρος όλων αυτών των εξελίξεων η κυβέρνηση Δεληγιάννη αναγκάστηκε να παραιτηθεί ενώ παράλληλα είχε δημιουργηθεί ένα έντονα αντιδυναστικό ρεύμα εναντίον του βασιλιά Γεωργίου Α΄, απειλώντας σοβαρά τον θρόνο.

Αποτελεί ειρωνεία το γεγονός ότι ένα χρόνο μετά τον καταστροφικό πόλεμο του 1897 δημιουργήθηκε η αυτόνομη Κρητική Πολιτεία, με Ύπατο Αρμοστή τον πρίγκιπα Γεώργιο – αυτό δηλαδή που πρότειναν εξαρχής οι Μεγάλες Δυνάμεις κι εμείς δεν το αποδεχόμασταν…

Η ταπεινωτική ήττα που υπέστη η χώρα το 1897, με τις σοβαρές ηθικές αλλά και οικονομικές συνέπειες που είχε, επηρέασε το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της Ελλάδας για περισσότερο από μία δεκαετία. Εν τέλει, δρομολόγησε τις εξελίξεις που θα οδηγούσαν στο ξέσπασμα, τον Δεκαπενταύγουστο του 1909, της λεγόμενης Επανάστασης στο Γουδί από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, και στη συνακόλουθη άφιξη του Ελευθερίου Βενιζέλου στην Ελλάδα.

Εξαιτίας του πολέμου του 1897 μάθαμε, με πολύ βίαιο τρόπο, ότι μια μικρή χώρα σαν τη δική μας δεν μπορεί να κάνει πόλεμο δίχως συμμάχους. Η επόμενη φορά που θα το αγνοούσαμε, 25 χρόνια αργότερα, θα κατέληγε στη μεγαλύτερη τραγωδία στην ιστορία του Ελληνισμού: τη Μικρασιατική Καταστροφή.