Η δουλειά μου έχει να κάνει με τις λέξεις. Ετσι όπως στοιχίζονται για να βγάλουν νόημα. Το νόημα ήταν κυρίως το ζητούμενο μου. Μέχρι που άρχισα ψυχανάλυση, τα τελευταία τρία χρόνια. Και τότε βρέθηκα μπροστά, στη μαγεία της λέξης. Της κάθε λέξης, χωριστά. Της μιας-μιας λέξη. Ετσι όπως την εκβράζει (από πόσο αλήθεια βάθος;) δήθεν ασυναίσθητα, το ασυνείδητο. Το σοφό μας ένστικτο.
Να, χθες μελέτησα μια λέξη, στη φράση του Γιάννη Αντετοκούμπο. «Ο,τι κι αν κάνω, έχω την Ελλάδα πίσω μου». Και το είπε με βαθιά συγκίνηση. Τι ωραία-αυθόρμητα, προσδιόρισε τη θέση, το σημείο που στέκεται η Ελλάδα, στην ύπαρξή του! Μελετήστε την. Οχι «δίπλα» του. Ποτέ, κανένας με αληθινή αξία, δεν θα είχε την «Ελλάδα» δίπλα του. Σκεφτείτε τις τιμές που απέδωσαν οι Ιταλοί στον Γιάννη Κουνέλλη, σκεφτείτε τις τιμές που απέδωσε ο πλανήτης στην Μαρία Κάλλας, η ιατρική στον Γιώργο Παπανικολάου, σκεφτείτε πόσο τιμούν διαχρονικά το σύστημα που χάρισε ο Καποδίστριας στην Ελβετία, οι Ελβετοί στην πράξη, σκεφτείτε τον χλευασμό στον Εγγονόπουλο και σε κάθε ποιητή, που -εν τω μέλλοντι- δοξάστηκε. Ποιος μεγάλος, σε οποιοδήποτε χώρο, είτε επιστήμης, είτε τέχνης, είτε αθλητισμού φιλοδωρήθηκε με το να έχει συμπαραστάτη την Πολιτεία στο διάβα της διαδρομής του; Είναι σχεδόν παρά φύση, σε τούτα τα μέρη. Μπορεί αυτό και να σε ποτίζει με τεράστιες δόσεις πείσματος και αντοχής. Τιτάνιας. Ή μπορεί, ούτε κι αυτό. Αλίμονο αν αναλωθείς σε διενέξεις. Εχασες τον στόχο σου.
Η Ελλάδα «δίπλα» σου; «Δίπλα» σου θα έχεις πάντα, ένα πόδι έτοιμο να σου βάλει τρικλοποδιά. Να ανακόψει κάθε επιθυμία να ξεφύγεις. Να σου χρονοτριβεί το βήμα, με χαζά. Να σε αναγκάζει να παλεύεις με ένα σωρό εμπόδια καθημερινότητας. Μακάρι, να σε δει να πέφτεις.
Αν, απ΄την άλλη… «Πάνω» του; Κάπως σαν «κορόνα στο κεφάλι μου»; Αυτό κι αν είναι αλίμονο. Ενα σύννεφο που δεν θα στάξει ποτέ αναζωογονητική βροχή. Μια ανατρεπτική μουχλαντάρα. Ιδανική για ένα επαναλαμβανόμενο ανασταλτικό «Και που να πας, με τέτοιον καιρό;». Ξέρεις τι γίνεται έξω; «Εξω» φοβικό.
Αν η Ελλάδα «μέσα» του; Μα, είναι τόσο νέος! Μέσα του έχει μόνο όνειρα. Αυτά έχουν καταλάβει κάθε χώρο της ύπαρξής του. Κι ας περνάει η νοσταλγία από κάτι χαραμάδες, τόσο ύπουλα, ιδίως κάτι ακίνητες Κυριακές στον μετανάστη… Oχι, ακόμα «μέσα» του!
Ενώ, «Η Ελλάδα πίσω μου»; Ναι, πίσω του. Την «Ελλάδα» πρέπει να την αφήσεις. Να χαιρετήσεις όλα τα οικεία. Ολα τα καθ΄ημάς.
«Ο,τι κι αν κάνω η Ελλάδα είναι πίσω μου». Ναι, φίλε Γιάννη. «Πίσω σου». Οπως εμφανίζεται ένα φιλαράκι στα ξαφνικά «πίσω σου», ούτε για να σε προτρέψει, ούτε να σε αποτρέψει, μόνο για να σου πει ένα «Τι κάνεις, ρε μαλάκα;». Και να χαθεί. Αφήνοντας σου ένα χαμόγελο στα χείλη. Και μια ζεστασιά στην πλάτη, από ένα χέρι που σ’ ακούμπησε.
Αυτό, για κάθε ψυχή (κι είναι πολλές ξανά στις μέρες μας) που αποχαιρετά τον τόπο. Για να περπατήσει τον κόσμο. Κι είναι ωραίος ο κόσμος! Και πρέπει, πρέπει, πρέπει, αν μη τι άλλο, να του προλάβουμε ένα «Γεια!». Πριν το άτιμο, μεγάλο «Γεια!» μας.