Η πολιτική ιστορία της Τουρκίας είναι (και) η ιστορία των πραξικοπημάτων της. Ισως να είναι κατά κύριο λόγο αυτή, αφού κάθε φορά ένα πραξικόπημα καθόριζε τις σχέσεις εξουσίας.
Η Τουρκία μοιάζει να βρίσκεται έναν αιώνα πίσω σ’ αυτά. Ενώ όλες οι «κανονικές» ευρωπαϊκές χώρες έχουν αφήσει πίσω τα στρατιωτικά πραξικοπήματα (στην Ελλάδα το τελευταίο πριν από 50 χρόνια), η Τουρκία ζει ακόμα μαζί τους: το 1997 έγινε το τελευταίο, που ανέτρεψε τον ισλαμιστή πρωθυπουργό Ερμπακάν. Και μετά, από το 2002, ήρθε ο Ταγίπ Ερντογάν.
Κερδίζει απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις και μένει πρωθυπουργός επί 12 χρόνια. Το 2014 εκλέγεται και πρόεδρος με 52%. Πανίσχυρος. Σχεδόν όλοι είχαν πιστέψει ότι η Τουρκία άφησε πίσω της την εποχή των στρατιωτικών πραξικοπημάτων.
Ωσπου το βράδυ της Παρασκευής ο κόσμος όλος παρακολούθησε ένα νέο στρατιωτικό πραξικόπημα να εξελίσσεται. Ηταν το πρώτο που απέτυχε. Δεν γνωρίζουμε ακόμα πώς και γιατί. Αν έφταιγε η κακή προετοιμασία του. Αν ο Ερντογάν αποδείχτηκε ισχυρότερος απ’ όσο πίστευαν οι πραξικοπηματίες. Αν έπαιξαν καθοριστικό ρόλο οι ιμάμηδες, που κάλεσαν τους πιστούς να βγουν στους δρόμους. Αν επέδρασαν καταλυτικά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που έσωσαν τον «σουλτάνο» Ερντογάν, ο οποίος ουκ ολίγες φορές επιχείρησε να τα καθυποτάξει.
Αν αποδειχθεί αυτό, θα είναι από τις μεγάλες ειρωνείες της Ιστορίας και μπορεί να έχει μεταβάλει δραστικά το συσχετισμό των δυνάμεων εξουσίας: τα κλασικά μέσα για την επιβολή πραξικοπήματος (τάνκς και κατάληψη της κρατικής τηλεόρασης) να αποδειχτούν λιγότερο ισχυρά από τη λαϊκή κινητοποίηση, που ήρθε μόλις ο Ερντογάν εμφανίστηκε στην οθόνη ενός κινητού τηλεφώνου.
Εντάξει, όλα αυτά είναι και λίγο φουσκωμένα. Ο πραγματικός λόγος αποτυχίας των πραξικοπηματιών είναι άλλος: το καθεστώς Ερντογάν έχει φτιάξει πολύ ισχυρά ερείσματα παντού: στις Ενοπλες Δυνάμεις, στην Αστυνομία, στις Μυστικές Υπηρεσίες και πάνω απ΄ όλα στον κόσμο. Τα ερείσματα αυτά αποδείχτηκαν ικανά να ματαιώσουν το πραξικόπημα των κλασικών καραβανάδων.
Η Τουρκία υπό τον Ερντογάν έχει Σύνταγμα και Κοινοβούλιο, αλλά απέχει πολύ από το να θεωρείται μια κλασική δημοκρατία δυτικού τύπου. Το καθεστώς Ερντογάν φυλακίζει τους πολιτικούς αντιπάλους του, κλείνει «εχθρικά» μέσα ενημέρωσης, εχθρεύεται τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είναι ένα αυταρχικό καθεστώς με επίφαση δημοκρατίας. Ωστόσο είναι ένα καθεστώς που οικοδομομήθηκε με τη λαϊκή έγκριση. Τουλάχιστον δύο φορές(2011 και 2014) ο Ερντογάν πήρε πάνω από το 50% των ψήφων. Οση «νοθεία» κι αν έγινε, το ποσοστό είναι συντριπτικά υψηλό.
Αυτό το καθεστώς, που έχει τη λαϊκή έγκριση, νίκησε τους πραξικοπηματίες στρατιωτικούς. Σχηματικά θα λέγαμε ότι μια εκλεγμένη «χούντα» νίκησε την κλασική στρατιωτική χούντα, που πήγε να την ανατρέψει. Κάτι τέτοιο δεν είχε γίνει ποτέ στο παρελθόν: τα στρατιωτικά πραξικοπήματα πάντα πετύχαιναν. Είναι η πρώτη φορά που ένα τέτοιο αποτυγχάνει.
Και αυτό μόνο ως θετικό σημάδι μπορεί να εκληφθεί. Καλύτερα να νικάει η δημοκρατία -στην περίπτωση αυτή έστω αυτή η «δημοκρατία» του Ερντογάν -παρά τα τανκς και τα κανόνια μια δράκας στρατιωτικών, που αυτό-χρίζονται προστάτες του έθνους, του κράτους κτλ.
Είναι ίσως πρόωρο να το πούμε, αλλά μπορεί τα σημερινά γεγονότα να αποτελέσουν την αρχή για την προσαρμογή της Τουρκίας- αργά και βασανιστικά, αλλά προσαρμογή-σε κανονικές συνθήκες διακυβέρνησης.
Αυτό θα συμβεί ολοκληρωτικά (ότ)αν καμιά χούντα, στρατιωτική ή (εκλεγμένη) πολιτική, δεν θα είναι σε θέση να επιβάλει με τη βία τις θελήσεις της. Αυτονόητα πράγματα μεν για εμάς, όχι όμως και για τους γείτονες.