«Οι χώρες που επεξεργάζονται το νερό του δικτύου τους με χλώριο εμφανίζουν πολύ υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας από καρκίνο σε σχέση με τις χώρες που δεν χλωριώνουν το νερό». Απολύτως αληθής πρόταση, αλλά και εντελώς παραπλανητική, αν συσχετίσετε το χλώριο με τον καρκίνο. Διότι οι χώρες που δεν χλωριώνουν το νερό έχουν πολύ χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο -στην υποσαχάρια Αφρική οι περισσότερες- και κατ’ επέκταση πολύ χαμηλότερο προσδόκιμο επιβίωσης. Καθώς ο καρκίνος πλήττει κυρίως ενήλικες μέσης ηλικίας και άνω, στις φτωχές χώρες του Τρίτου Κόσμου οι άνθρωποι δεν ζουν τόσο, ώστε να «προλάβουν» τον καρκίνο.
Η ιστορία αυτή είναι ενδεικτική πώς μπορείς να υποστηρίξεις μια αυθαίρετη συσχέτιση με επιστημονικοφανείς συγκρίσεις.
Μια εφαρμογή αυτής της μεθόδου υιοθέτησε ο Πρωθυπουργός στη συζήτηση για το Ασφαλιστικό στη Βουλή. Μας είπε ότι οι χώρες με το υψηλότερο εργατικό κόστος -οι ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης- έχουν τις πιο ανταγωνιστικές οικονομίες. Ενώ οι χώρες με το ελάχιστο εργατικό κόστος -οι υπανάπτυκτες χώρες της Αφρικής- είναι τελευταίες στις λίστες ανταγωνιστικότητας. Και η σύγκριση αυτή ήταν επιχείρημα για την άποψη ότι το κόστος της εργασίας δεν έχει αρνητική συσχέτιση με την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας!
Η συζήτηση για το εργατικό κόστος, και κατ’ επέκταση για τις εισφορές, αντιμετωπίζεται ως περιφερειακό ζήτημα του Ασφαλιστικού, ενώ στην πραγματικότητα βρίσκεται στον πυρήνα του. Διότι το Ασφαλιστικό είναι το πλαίσιο, μια σειρά από κανόνες με τους οποίους μοιράζουμε πόρους και φόρους μεταξύ των γενεών που σήμερα συγκροτούν την κοινωνία μας. Δυστυχώς, όπως κάναμε και προ κρίσης, συνεχίζουμε να μοιράζουμε άδικα και αντιαναπτυξιακά. Απλώς τώρα μοιράζουμε λιγότερα και θαρρούμε πως έτσι γίναμε πιο δίκαιοι.
Δημοσιονομικό και διαγενεακή αλληλεγγύη
Η διαγενεακή αλληλεγγύη είναι σε μεγάλο βαθμό ζήτημα δημοσιονομικό. Η δημοσιονομική ανευθυνότητα καταστρατηγεί την έννοια της αλληλεγγύης των γενεών. Στην περίπτωσή μας, η δημοσιονομική ανευθυνότητα των κυβερνήσεων και των συνδικαλιστικών ηγεσιών πριν από την κρίση ακύρωσε κάθε πτυχή της αλληλεγγύης των γενεών: δανεικά για αυξήσεις μισθών και συντάξεων, δανεικά για μεγέθυνση της κατανάλωσης και πρόσκαιρη ευμάρεια, κι όταν η φούσκα των δανεικών έσκασε, οι νέοι πλήρωσαν το τίμημα της ανευθυνότητας με υψηλή ανεργία. Διότι τα δάνεια του κράτους που δεν κατευθύνονται σε παραγωγικές επενδύσεις αλλά διοχετεύονται στην κατανάλωση δεν είναι παρά μεταφορά πόρων από τις επόμενες γενιές στην παρούσα. Είναι κατασπατάληση πόρων που δεν μας ανήκουν, τους δανειστήκαμε από τα παιδιά μας.
Δεν μπορεί το επίπεδο των συντάξεων να αποσυνδεθεί από το επίπεδο του παραγόμενου πλούτου της χώρας. Και αυτό είναι ανεξάρτητο από τα ποσοστά αναπλήρωσης που τα νομοσχέδιά μας θεωρητικά ενσωματώνουν
Η διαγενεακή δικαιοσύνη δεν αναφέρεται αφηρημένα στο αύριο. Είναι οι σημερινές επιλογές μας που τη διασφαλίζουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το δίλημμα που έθεσε την Τρίτη 26 Ιανουαρίου στη Βουλή ο Πρωθυπουργός: αύξηση εισφορών ή μείωση συντάξεων. Η αύξηση των εισφορών λειτουργεί υπέρ της πρεσβύτερης γενιάς και εις βάρος της εργασίας και των νέων. Η μείωση των συντάξεων υποβαθμίζει το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων αλλά λειτουργεί υπέρ των νεότερων γενεών και της εργασίας. Στη χώρα μας έχουμε το ίδιο επίπεδο συντάξεων με την Πορτογαλία αλλά υπερδιπλάσια ανεργία. Ποια πρέπει, λοιπόν, να είναι η δική μας ανθρωπιστική και αναπτυξιακή προτεραιότητα;
Πόσα μαθηματικά χρειάζονται, πόση μαρξιστική θεωρία, για να αντιληφθούμε πως μια κοινωνία που δίνει περισσότερα στον συνταξιούχο εκπαιδευτικό από τον εν ενεργεία οικογενειάρχη εκπαιδευτικό είναι κοινωνία που έχασε κάθε σημείο επαφής και με τις ιδεολογίες και με την αριθμητική και με το δίκαιο και με την αλληλεγγύη;
Ο δείκτης συνταξιοδοτική δαπάνη /ΑΕΠ
Τώρα αποδεχόμαστε όλοι -δυστυχώς χρειάστηκε να επιβληθεί από τους εταίρους μας το σχετικό όριο- πως ο λόγος «συνταξιοδοτική δαπάνη προς ΑΕΠ» είναι ο δείκτης που πρέπει να παρακολουθούμε φροντίζοντας να διαμορφώνεται εντός συγκεκριμένων ορίων. Αυτός ο δείκτης απεικονίζει τι ποσοστό του παραγόμενου πλούτου της χώρας κατευθύνεται προς τους απόμαχους της εργασίας. Αυτός ο δείκτης/ποσοστό οφείλει να κινείται στη λεπτή γραμμή ισορροπίας μεταξύ ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και κοινωνικής-διαγενεακής αλληλεγγύης. Μεγάλη τιμή του δείκτη => μεγάλη επιβάρυνση της οικονομίας από τις συντάξεις. Η τιμή του δεν μπορεί να είναι πολύ διαφορετική από εκείνην των υπολοίπων χωρών της Ευρώπης καθώς αυτό θα μείωνε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, θα υποθήκευε τις αναπτυξιακές της προοπτικές μεσοπρόθεσμα ενώ μακροπρόθεσμα θα οδηγούσε την οικονομία σε χαμηλότερο μέγεθος (ΑΕΠ) άρα και χαμηλότερες συντάξεις και μισθούς για όλους. Ο δείκτης και κατ’ επέκταση το ΑΕΠ θέτει ένα όριο και καθορίζει το μέγεθος της συνταξιοδοτικής δαπάνης. Μια απλή διαίρεση με τον αριθμό των συνταξιούχων μας δίνει τη μέση σύνταξη της χώρας μας.
Με δυο λόγια, δεν μπορεί το επίπεδο των συντάξεων να αποσυνδεθεί από το επίπεδο του παραγόμενου πλούτου της χώρας. Και αυτό είναι ανεξάρτητο από τα ποσοστά αναπλήρωσης που τα νομοσχέδιά μας θεωρητικά ενσωματώνουν. Οι συντάξεις μας θα ήταν αρκετά υψηλότερες αν το ΑΕΠ ήταν π.χ. κατά 20% μεγαλύτερο. Και θα ήταν σημαντικά χαμηλότερες αν το ΑΕΠ ήταν 20% χαμηλότερο, ανεξαρτήτως των συνταγματικών επιταγών, των εισφορών που καταβλήθηκαν και των αποφάσεων του ΣτΕ.
Ο δημοσιονομικός στόχος για το 2016
Για το 2016 αναλάβαμε τη δέσμευση να διαμορφώσουμε την τιμή του δείκτη «συνταξιοδοτική δαπάνη προς ΑΕΠ» στο 15%. Να τη μειώσουμε δηλαδή κατά 1%, κατά 1,8 δισ.€.
Και είναι πολιτικά και οικονομικά σημαντικό να θυμόμαστε ότι επιτυγχάναμε τον στόχο του 15% χωρίς περικοπές της τρέχουσας συνταξιοδοτικής δαπάνης, αν δεν μεσολαβούσε η ύφεση της οικονομίας το 2015. Μέχρι το Φθινόπωρο του 2014 όλοι οι διεθνείς οργανισμοί εκτιμούσαν ότι το ΑΕΠ της χώρας θα διαμορφωνόταν το 2016 κατά 6-7% υψηλότερα από τις τρέχουσες εκτιμήσεις (+2,9% το 2015, + 3,7% το 2016 – Κομισιόν 4/11/2014). Με αυτήν τη μεγέθυνση του παρονομαστή (ΑΕΠ) κατά 12 δισ. (+6,5%), ο λόγος «συνταξιοδοτική δαπάνη/ΑΕΠ» θα περιοριζόταν στο 15% χωρίς να χρειαστεί μείωση του αριθμητή (της συνταξιοδοτικής δαπάνης).
Δυστυχώς, οι υπερφίαλοι ερασιτεχνισμοί του 2015, η κορύφωση της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας, η φυγή των καταθέσεων, η ασφυξία ρευστότητας, οι αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις και οι κεφαλαιακοί έλεγχοι, ανέκοψαν τη δυναμική της οικονομίας και μάς γύρισαν 2 χρόνια πίσω. Έτσι, βρισκόμαστε σήμερα αναγκασμένοι να μειώσουμε τη δαπάνη για συντάξεις κατά 1,8 δισ.
Σε ό,τι αφορά, λοιπόν, τη μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης το 2016, η κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί ένα πρόβλημα που κατά μείζονα λόγο δημιούργησε η ίδια με την παράδοξη πολιτική της. Σε ό,τι αφορά όμως την ασφαλιστική μεταρρύθμιση, οφείλουμε ως κοινωνία να μην επαναλάβουμε τα λάθη που έγιναν προ 15ετίας με τη μεταρρύθμιση Γιαννίτση αντιστεκόμενοι σε κάθε απαραίτητη και επώδυνη αλλαγή-προσαρμογή. Να καταλάβουμε ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος, μόνο να αναγνωρίσουμε τη δεινή κατάσταση της οικονομίας, να αντιληφθούμε πως τα λάθη στην οικονομία τα πληρώνουμε όλοι μαζί, είτε άνεργοι, είτε μισθωτοί, είτε ελεύθεροι επαγγελματίες είτε συνταξιούχοι.
Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση & Δημοσιονομικό
Το 2013 το πλήθος των πολιτών σε ηλικίες 25-54 ήταν 42,6%, υπερδιπλάσιο των πολιτών σε ηλικία άνω των 65 (20,3%). Σε 30 χρόνια από σήμερα θα είναι 1:1. 32.9% στις ηλικίες 25-54 και 32,7% στις ηλικίες άνω των 65. (Κομισιόν-Ageing Report 2015 σελ. 319 εδώ).
Ομως το 2045 η συνταξιοδοτική δαπάνη ως % του ΑΕΠ θα παραμένει στο 14-14,5% (Κομισιόν-Ageing Report 2015 σελ.74). Τα ίδια χρήματα ή, ακριβέστερα, το ίδιο ποσοστό του ΑΕΠ θα μοιράζεται τότε σε πολύ περισσότερους συνταξιούχους.
Αναπόφευκτα λοιπόν στο άμεσο μέλλον ο δημόσιος κλάδος σύνταξης θα είναι υποχρεωμένος να αποδίδει ακόμα χαμηλότερες μέσες συντάξεις. Το αναδιανεμητικό σύστημα Pay As You Go (PAYG) θα αντιμετωπίσει αριθμητικούς συσχετισμούς πολύ δυσμενέστερους των σημερινών: πολύ λιγότεροι εργαζόμενοι θα καλούνται να χρηματοδοτήσουν πολύ περισσότερους συνταξιούχους με τις εισφορές τους.
Αυτός είναι ο λόγος που στην Ευρώπη αναζητούνται εναλλακτικοί τρόποι για τη συμπλήρωση της κύριας σύνταξης που χορηγεί ο δημόσιος πυλώνας. Αυτός είναι ο λόγος που στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης τα επαγγελματικά Ταμεία (2ος πυλώνας), και η ιδιωτική ασφάλιση (3ος πυλώνας) ήταν βασικά συστατικά της μεταρρύθμισης των ασφαλιστικών τους συστημάτων.
Στην χώρα μας ο 3ος πυλώνας δεν έχει θεσμοθετηθεί ενώ ο 2ος παραμένει ουσιαστικά ανενεργός. Η αδράνεια και για τους δυο οφείλεται σε δημοσιονομικούς λόγους. Ουσιαστική ενεργοποίηση του 2ου και 3ου πυλώνα οδηγεί σε απώλεια κρατικών εσόδων, άρα δημοσιονομική τρύπα. Διότι οι εισφορές που θα κατευθύνονται στο 2ο και 3ο Πυλώνα αφορούν έσοδα των εργαζομένων, για τα οποία δεν θα αποδίδονται φόροι ούτε εισφορές. Επιπροσθέτως, τα κεφάλαια αυτά δεν θα μπορούν να χρησιμοποιούνται για την καταβολή υφιστάμενων συντάξεων καθώς θα παραμένουν σε ατομικούς λογαριασμούς των δικαιούχων. Κατά συνέπεια, η λειτουργία του 2ου και 3ου ασφαλιστικού πυλώνα προϋποθέτει τη λήψη μέτρων κάλυψης του δημοσιονομικού κενού, πρόσθετους φόρους δηλαδή ή μείωση των σημερινών δαπανών προς όφελος της επόμενης γενιάς συνταξιούχων, δηλαδή των σημερινών νέων.
Αναδεικνύεται έτσι, για άλλη μια φορά, η δημοσιονομική διάσταση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, εφόσον το αν και πώς θα συστήσουμε πυλώνα ασφάλισης συμπληρωματικό στο δημόσιο σύστημα καταλήγει ζήτημα δημοσιονομικής διαχείρισης και κατανομής των πόρων, αλλά και των φόρων, μεταξύ των γενεών σήμερα.
Κομματική αυταρέσκεια και οιμωγές
Σήμερα λοιπόν, που περισσεύει η κομματική αυταρέσκεια και οι οιμωγές για τους νέους, ας ξεκαθαρίσουμε ποια πολιτική υπηρετεί τη διαγενεακή αλληλεγγύη: αυτή που αναγνωρίζει πως οι σημερινοί νέοι αναπόφευκτα θα λάβουν κατά πολύ χαμηλότερες συντάξεις, διότι θα συνταξιοδοτηθούν από ένα κράτος που θα πρέπει να φροντίσει 3,5-4 εκατ. συνταξιούχους. Και γι΄αυτό προοδευτική και δίκαιη πολιτική είναι αυτή που προσφέρει σήμερα δημοσιονομικό χώρο στους νέους και τους παρέχει τη δυνατότητα να αποταμιεύσουν μέσω 2ου και 3ου πυλώνα για να συμπληρώσουν τη σύνταξή τους.
Κατανοώ το παράπονο των ηλικιωμένων «μα, σήμερα, με τόσα ζόρια, ζητάτε κι άλλες περικοπές, κι άλλες θυσίες;» Ναι, επειδή δεν τις κάναμε όταν δεν υπήρχαν ζόρια κι επειδή η επόμενη εποχή χωρίς ζόρια θα αργήσει. Επειδή αν δεν πράξουμε το σωστό σήμερα, θα επιστρέψει ο λογαριασμός πιο φουσκωμένος αύριο. Και, επιτέλους, πόσες γενιές Ελλήνων θα πρέπει να πληρώνουν τίμημα ανευθυνότητας μιας πολιτικής γενιάς;
Μπορούμε, φυσικά, να βαφτίσουμε πρόοδο τη συντήρηση και να κάνουμε ό,τι κάναμε και τα προηγούμενα 30 χρόνια, να αγνοούμε το πρόβλημα. Καλυπτόμενοι υπό τον μανδύα του αναδιανεμητικού (PAYG) συστήματος. Καθησυχάζοντας τη συνείδησή μας με το επιχείρημα πως όπως και σήμερα, έτσι και στο μέλλον η επόμενη γενιά ασφαλισμένων θα πληρώσει τις συντάξεις της επόμενης γενιάς συνταξιούχων. Αγνοώντας υποκριτικά το μέγεθος του δημογραφικού προβλήματος που θα αντιμετωπίσει η επόμενη γενιά. Και φυσικά, να κάνουμε πως δεν θυμόμαστε τι συνέβη παλαιότερα. Εξάλλου η συνταγή είναι έτοιμη από την εποχή του κ. Γιαννίτση: όποιος τολμά να απαιτεί υπεύθυνη στάση, θα καταγγέλλεται ως νεοφιλελεύθερος.