Η πραγματική παραφροσύνη με την ψήφο των Βρετανών που οδήγησε στην έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ενωση δεν ήταν το ότι οι βρετανοί πολιτικοί τόλμησαν να ζητήσουν από τον λαό τους να βάλει στη ζυγαριά από τη μία τα οφέλη που έχει όταν η χώρα παραμένει κράτος-μέλος της Ενωσης και από την άλλη την πίεση που ασκούν οι μεταναστευτικές ροές που παρατηρούνται τελευταία εντός της Ενωσης. Η πραγματική παραφροσύνη έχει να κάνει με την εντελώς παράλογη κατάσταση που είχε διαμορφωθεί και με το γεγονός ότι για να πραγματοποιηθεί η έξοδος από την ΕΕ χρειαζόταν μία απλή πλειοψηφία. Και με δεδομένο ότι η προσέλευση και η συμμετοχή ήταν στο 70%, οι υπεύθυνοι της καμπάνιας του Leave χρειάζονταν, μόλις, το 36% των διαθέσιμων ψήφων για να επικρατήσουν.
Αυτό δεν είναι δημοκρατική λειτουργία, αυτό είναι περισσότερο ρωσική ρουλέτα. Μία απόφαση με εξαιρετικά μεγάλες συνέπειες -ακόμη μεγαλύτερες και από την τροποποίηση του Συντάγματος της χώρας (αν και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει Σύνταγμα αποτυπωμένο σε χαρτί)- η οποία πάρθηκε χωρίς να έχουν προηγηθεί οι κατάλληλοι έλεγχοι και χωρίς να έχουν τηρηθεί οι ισορροπίες.
- Μήπως η ψηφοφορία πρέπει να επαναληφθεί και του χρόνου για να είμαστε σίγουροι; Οχι.
- Είναι υποχρεωμένα τα κόμματα που έχουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία να αποδεχτούν την απόφαση για το Brexit; Προφανώς, όχι.
- Ηξερε πραγματικά ο κόσμος για το τι ψήφιζε; Σιγουρα, όχι.
Πράγματι, κανείς δεν είχε ιδέα για τις συνέπειες, τόσο στη βρετανική οικονομία, όσο και στην παγκόσμια, τόσο στο βρετανικό σύστημα εμπορίου, όσο και στο παγκόσμιο. Κανείς δεν ήξερε και τις πραγματικές συνέπειες του Brexit στην πολιτική σταθερότητα της χώρας. Φοβάμαι πως όλα τα παραπάνω δεν θα είναι ευχάριστα.
Σκεφτείτε το, οι δυτικοί πολίτες έχουν την τύχη να ζουν σε καιρούς ειρήνης: αλλάζουν τις προτεραιότητες και τις συνθήκες της ζωής τους μέσα από ελεύθερες και δημοκρατικές διαδικασίες και όχι μέσα από επεκτατικούς ή εμφύλιους πολέμους. Αλλά, πού είναι το δημοκρατικό και το δίκαιο στο να φτιάξεις μία μη αναστρέψιμη απόφαση που καθορίζει τις τύχες ενός έθνους; Είναι αρκετό μόνο ένα 52% που ψηφίζει, σε μία μέρα με καταρρακτώδη βροχή, για αποχώρηση από την Ενωση;
Αν θέλουμε να μιλήσουμε για αποφάσεις που θα είναι τόσο οριστικές και θα διαρκέσουν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη και ένα ζευγάρι που ετοιμάζεται να πάρει διαζύγιο βάζει περισσότερους όρους και προϋποθέσεις από ότι έβαλε ο Ντέιβιντ Κάμερον για να φύγει η χώρα του από την ΕΕ. Δεν ήταν οι οπαδοί του Brexit που εφηύραν το συγκεκριμένο σπορ, ο κόσμος το συζητούσε εδώ και καιρό. Ακόμη και τα όσα έγιναν στην Σκωτία το 2014 ή στο Κεμπέκ το 1995 έγιναν σε παρόμοιο κλίμα. Αλλά ποτέ μέχρι σήμερα, σε αυτή τη διαδικασία της ρωσικής ρουλέτας, η σφαίρα δεν είχε σταματήσει μπροστά από τη θαλάμη. Και τώρα που έγινε, είναι ώρα να επανεξετάσουμε τους κανόνες του παιχνιδιού.
Σε όλον τον κόσμο, το να παρθεί μια απόφαση που μπορεί να επιφέρει την καταστροφή μιας χώρας είναι λιγότερο απαιτητικό από το να παρθεί μια απόφαση για να μειωθούν τα όρια ηλικίας όσον αφορά το σε ποιους επιτρέπεται να καταναλώσουν αλκοόλ
Η ιδέα πως με κάποιον τρόπο, οποιαδήποτε απόφαση της πλειοψηφίας είναι κατ’ ανάγκη «δημοκρατική» αποτελεί διαστροφή του όρου «δημοκρατική». Οι σύγχρονες δημοκρατίες έχουν αναπτύξει «συστήματα ελέγχου» και «συστήματα ισορροπίας» για να μπορούν να προστατεύουν τα συμφέροντα της μειοψηφίας και για να αποφεύγονται αποφάσεις που λαμβάνονται χωρίς να υπάρχει καλή ενημέρωση. Αποφάσεις που λαμβάνονται και έχουν καταστροφικές συνέπειες. Οσο μεγαλύτερη, όσο σημαντικότερη και όσο πιο πολύ θα διαρκέσει η απόφαση, τόσο περισσότερα εμπόδια υπάρχουν.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο θα έπρεπε υπάρχουν περισσότερα εμπόδια και περισσότερες δικλείδες ασφαλείας όταν ένα κράτος συζητά για τη συνταγματική αναθεώρηση σε σχέση με ένα νομοσχέδιο που αφορά τον προϋπολογισμό. Κι, όμως, αυτή την στιγμή σε όλο το διεθνές στερέωμα, το να παρθεί μια απόφαση που μπορεί να επιφέρει την καταστροφή μιας χώρας είναι λιγότερο απαιτητικό από το να παρθεί μια απόφαση για να μειωθούν τα όρια ηλικίας όσον αφορά το σε ποιους επιτρέπεται να καταναλώσουν αλκοόλ.
Με την Ευρώπη σήμερα να είναι αντιμέτωπη με τον κίνδυνο για ακόμη περισσότερες ψηφοφορίες που θα έχουν ως διακύβευμα την αποχώρηση κρατών από τις κοινότητές της, ένα σημαντικό και επείγον ζήτημα είναι να εξεταστεί ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνονται αυτές οι αποφάσεις, ο τρόπος με τον οποίο γίνονται αυτές οι ψηφοφορίες. Εχω ρωτήσει αρκετούς σημαντικούς πολιτικούς επιστήμονες για το εάν υπάρχει κάποια ενδεδειγμένη μέθοδος, η οποία να εγγυάται –τουλάχιστον ακαδημαϊκά- κάποια ικανοποιητική προσέγγιση του ζητήματος. Δυστυχώς, η απάντηση είναι αρνητική.
Eπρεπε να γίνουν δύο ψηφοφορίες με απόσταση τουλάχιστον δύο χρόνια η μία από την άλλη και να υπάρχει και ένα ποσοστό άνω του 60% στη Βουλή των Κοινοτήτων που να ήταν το ίδιο με το αποτέλεσμα που θα προέκυπτε από τις κάλπες
Μπορεί η επιλογή για να ψηφίσει κάποιος Brexit να ήταν εύκολη, ειδικά μέσα στο παραβάν και ειδικά από την στιγμή που αυτό που αρκούσε ήταν ένα σημάδι με το στυλό πάνω σε ένα κουτάκι στο ψηφοδέλτιο, αλλά στην πραγματικότητα κανείς δεν ξέρει και δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι θα ακολουθήσει μετά την απόφαση για έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ. Ωστόσο, αυτό που ξέρουμε είναι πως, στην πράξη, οι περισσότερες χώρες απαιτούν μία «υπερπλειοψηφία» για τόσο καθοριστικές αποφάσεις, όχι απλώς ένα ποσοστό λίγο πάνω από το 51%. Δεν είναι θέσφατο το 60%, αλλά ο γενικός κανόνας είναι πως, τουλάχιστον, η πλειοψηφία πρέπει να είναι αποδεδειγμένα με κάποιον τρόπο σταθερή. Δεν πρέπει μία χώρα να παίρνει θεμελιώδεις και μη αναστρέψιμες αποφάσεις, βασιζόμενη σε μία πλειοψηφία ή μειοψηφία που κινούνται στην κόψη του ξυραφιού και οι οποίες μπορούν να επικρατήσουν μόνο σε σύντομες προεκλογικές περιόδους, στις οποίες επικρατεί η επίκληση στο συναίσθημα. Ακόμη κι αν η βρετανική οικονομία δεν πέσει σε μεγάλη και απότομη ύφεση μετά την έξοδο της χώρας από την ΕΕ (η πτώση της στερλίνας μπορεί να εξομαλυνθεί το επόμενο διάστημα), είναι πολύ πιθανό πως τα αποτελέσματα της οικονομικής και πολιτικής αναταραχής θα δώσουν σε ορισμένους που ψήφισαν «Leave» το δικαίωμα να επικαλούνται τις τύψεις τους.
Από την αρχαιότητα ακόμη, οι φιλόσοφοι προσπάθησαν να επινοήσουν διάφορα συστήματα για να ισορροπήσουν την ισχύ του κανόνα της πλειοψηφίας σε σχέση με την ανάγκη να εξασφαλιστεί ότι τα πιο καλά ενημερωμένα μέλη μιας κοινωνίας θα έχουν πιο ισχυρή δύναμη σε μία κρίσιμη απόφαση. Πόσο μάλλον να προβλεφθεί η ανάγκη για να ακούγεται η φωνή της μειοψηφίας. Στην Αρχαία Σπάρτη, ψήφιζαν δια βοής στις συνελεύσεις. Ο κόσμος μπορούσε να διαμορφώσει τη φωνή του για να αντικατοπτρίζει την ένταση και το πλήθος των διαφόρων προτιμήσεων και ο αξιωματούχος που προέδρευε άκουγε προσεκτικά και προσπαθούσε να βγάλει συμπέρασμα. Αυτό το μέτρο είναι σίγουρα ατελές, αλλά ίσως είναι καλύτερο από αυτό που έγινε στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Τηρουμένων των αναλογιών, η αδελφή πόλη-κράτος της Σπάρτης, η Αθήνα, είχε εφαρμόσει το πιο καθαρό, το πιο αγνό ιστορικό παράδειγμα δημοκρατίας. Ολες οι τάξεις είχαν ίση μεταχείριση, ίσες ψήφους (αν και μόνο οι άντρες). Στο τέλος, όμως, μετά από αποφάσεις που λήφθηκαν μετά από καταστροφικούς πολέμους, οι Αθηναίοι κατάλαβαν πως ήταν ανάγκη να δώσουν περισσότερη δύναμη σε ανεξάρτητες Αρχές.
Τι θα έπρεπε να είχε κάνει η Βρετανία εάν το ερώτημα για την παραμονή στην ΕΕ έπρεπε με κάποιον τρόπο να τεθεί; Σίγουρα, τα εμπόδια και οι δικλείδες ασφαλείας θα έπρεπε να είναι υψηλότερα. Για παράδειγμα, θα έπρεπε να γίνουν δύο ψηφοφορίες με απόσταση τουλάχιστον δύο χρόνια η μία από την άλλη και να υπάρχει και, ας πούμε, ένα ποσοστό άνω του 60% στη Βουλή των Κοινοτήτων που να ήταν το ίδιο με το αποτέλεσμα που θα προέκυπτε από τις κάλπες. Εάν το Brexit παρέμενε κυρίαρχο, τότε θα ξέραμε, τουλάχιστον, ότι δεν ήταν απλώς η στιγμιαία αποτύπωση ενός τμήματος του πληθυσμού.
Το βρετανικό δημοψήφισμα έβαλε την Ευρώπη σε αναταραχή. Αρκετά θα εξαρτηθούν από το πώς θα αντιδράσει ο κόσμος και το πώς το Ηνωμένο Βασίλειο θα καταφέρει να ανασυστήσει και να ανασυντάξει τον ίδιο του τον εαυτό. Είναι σημαντικό να γίνει απολογισμός, όχι μόνο για το αποτέλεσμα, αλλά και για τη διαδικασία που οδήγησε στο αποτέλεσμα. Οποιαδήποτε προσπάθεια να επανακαθορίσουμε μια μακροχρόνια συμφωνία για τα σύνορα μίας χώρας οφείλει να απαιτεί πολλά περισσότερα από μία απλή πλειοψηφία σε μία και μόνο ψηφοφορία. Η τρέχουσα πρακτική της απλής πλειοψηφίας που επικρατεί σε όλον τον κόσμο είναι, όπως έχουμε δει, μια φόρμουλα που προκαλεί χάος.
* Ο Κένεθ Ρόγκοφ αρθρογραφεί στο Project Syndicate. Είναι πρώην επικεφαλής των οικονομολόγων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και Καθηγητής Οικονομικών και Δημόσιας Πολιτικής στο Χάρβαρντ.