Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Στάθης Λιβαθινός | ΑΠΕ-ΜΠΕ
Απόψεις

Η απολογία του Στάθη Λιβαθινού

Μια πολιτισμένη κοινωνία δεν πρέπει να βάζει κανένα καλλιτεχνικό δημιούργημα σε τέτοιου είδους μικροσκόπια. Τα οποία, να το πούμε κι αυτό, συνήθως ανάβουν κόκκινα λαμπάκια πριν καν το εξετάσουν
Λίλα Σταμπούλογλου

Ακουγα τον Στάθη Λιβαθινό, τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, να προσπαθεί να απολογηθεί για την παράσταση «Ισορροπία του Νας» που ανέβηκε στην Πειραματική Σκηνή. Τον άκουγα να προσπαθεί να εξηγήσει ότι το έργο δεν αποτελεί εξύμνηση του Σάββα Ξηρού και δεν υπερασπίζεται την τρομοκρατία, ότι ίσα-ίσα καταδικάζει τη βία και τις ιδεολογίες στο όνομα των οποίων αφαιρούνται ζωές.

Τον άκουγα να απολογείται για ένα θέμα που υπό κανονικές συνθήκες, δεν έπρεπε καν να έχει τεθεί. Γιατί κανείς δεν πρέπει να απολογείται για την Τέχνη σε μια χώρα που θέλει να λέγεται πολιτισμένη, πόσο μάλλον ο διευθυντής της μεγαλύτερης κρατικής σκηνής της. Τον άκουσα σε ραδιόφωνα, τον διάβασα σε sites, τον είδα και σε δελτία ειδήσεων κι εκεί το διέκρινα στο βλέμμα του. Σαν να έλεγε με τα μάτια: είναι δυνατόν να έχει δημιουργηθεί τέτοιο ζήτημα; Είναι δυνατόν η Τέχνη να έχει μπει στο μικροσκόπιο μιας ηθικής λογοκρισίας;

Για την ακρίβεια, μια πολιτισμένη κοινωνία δεν πρέπει να βάζει κανένα καλλιτεχνικό δημιούργημα σε τέτοιου είδους μικροσκόπια. Τα οποία, να το πούμε κι αυτό, συνήθως ανάβουν κόκκινα λαμπάκια πριν καν το εξετάσουν, αρχίζουν και διαμαρτύρονται μόνο και μόνο επειδή βλέπουν κάπου ένα: το έργο είναι βασισμένο σε κείμενα Ξηρού. Είναι όπως οι ανόητοι σχολιαστές άρθρων οι οποίοι, επειδή δεν τους αρέσει ο τίτλος ή ο αρθρογράφος, κατακρίνουν το άρθρο χωρίς να το έχουν διαβάσει.

Τον άκουσα σε ραδιόφωνα, τον διάβασα σε sites, τον είδα και σε δελτία ειδήσεων και εκεί το διέκρινα στο βλέμμα του. Σαν να έλεγε με τα μάτια: είναι δυνατόν να έχει δημιουργηθεί τέτοιο ζήτημα; Είναι δυνατόν η Τέχνη να έχει μπει στο μικροσκόπιο μιας ηθικής λογοκρισίας;

Αλλά ακόμα κι αν κάποιοι βρίσκουν άθλιο ένα έργο, ακόμα κι αν το βλέπουν και αηδιάζουν, αυτό δεν σημαίνει ότι το έργο πρέπει ν’ αφαιρεθεί από το ρεπερτόριο μιας σκηνής, ή της κρατικής σκηνής εν προκειμένω. Ακόμα κι ένα έργο σκληρό όσο θα ήταν, ας πούμε, ένα εγκώμιο της τρομοκρατίας, έχει δικαίωμα να φιλοδοξεί να γίνει τέχνη και να πάρει σάρκα και οστά σε μια πειραματική σκηνή κρατικού θεάτρου. Το ποια θα είναι η καλλιτεχνική του αξία είναι άλλου παπά ευαγγέλιο και συνήθως ο χρόνος τοποθετεί το κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα εκεί που του αξίζει. Αλλο στα μουσεία και άλλο στα σκουπίδια.

Εγώ θα μείνω στην παρακάτω φράση του Στάθη Λιβαθινού που νομίζω αποτελεί και την θέση του, την οποία ορθώς έχει ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού: «Εγώ είμαι εδώ για να υπερασπιστώ το δικαίωμα του θεάτρου να προσπαθεί να θέσει κάποια θέματα, ειδικά σε μια πειραματική σκηνή, που είναι μια σκηνή έρευνας. Να θέσει κάποια θέματα που να αγγίξουν τη σύγχρονη κοινωνία και τη σύγχρονη πραγματικότητα»

Ελπίζω να συνεχίσει ακάθεκτος. Ακόμα κι αν κάποιες φορές αναγκάζεται ν’ απολογείται αδίκως.

ΥΣ: Το 1983, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος παρουσίασε το έργο «Μπρεχτ-Χίτλερ». Ηταν μια πρωτότυπη σύνθεση του Μάριου Πλωρίτη, ο οποίος επιχειρούσε έναν συνδυασμό ντοκουμέντου, επικού θεάτρου και αυτοβιογραφίας, χρησιμοποιώντας κείμενα από το βιβλίο του Χίτλερ «Ο Αγών μου», ιστορικό υλικό από την άνοδο και πτώση του Ναζισμού, καθώς και υλικό από το έργο του Μπέρτολτ Μπρέχτ. Φαντάσου να ανέβαινε σήμερα η παράσταση, τι κακός χαμός θα γινόταν.